Επιμέλεια, επιλογή κειμένων: Άννα Αγγελάκη- Κωνσταντουδάκη
Κάποια αποσπάσματα απ’ το σημαντικό βιβλίο της Ελευθερίας Μπαντουράκη – Μπολέτη που δεν υπάρχει πια στην ζωή και που έζησε τα τραγικά γεγονότα που περιγράφει.
Η σφαγή
Μόλις φύγαμε εμείς απ’ το χωριό, μπήκαν οι Τούρκοι στρατιώτες, όχι τσέτες, ούτε άτακτοι ούτε χωρικοί Τούρκοι. Τακτικός στρατός.
Οι συγχωριανοί που είχαν μείνει στο χωριό αναθάρρησαν. Τι θα τους έκανε ο στρατός; Αιχμαλώτους θα τους έπαιρναν. Οι μεγάλες δυνάμεις θα μεσολαβούσαν και θα τους ελευθέρωναν.
Δεν έγινε όμως έτσι. Οι βάρβαροι έπρεπε να πιούν πολύ χριστιανικό αίμα για να χορτάσουν τη δίψα τους. Τους μάζεψαν όλους στην πλατεία του χωριού, μ’ έναν τηλεβόα κάλεσαν αυτούς που ήταν κρυμμένοι με την υπόσχεση πως δε θα πειράξουν κανέναν κι όταν μαζεύτηκαν όλοι, τους έβαλαν στη μέση από τη μια και από την άλλη οι στρατιώτες, μια πένθιμη πομπή, και προχώρησαν προς το βουνό. Τους είπαν πως μπορούσαν να πάρουν απ’ τα σπίτια τους ό,τι πολύτιμο είχαν. Δεν υπήρχε λόγος να ψάχνουν τα σπίτια για να τα βρουν, θα τους σκότωναν και θα τα έπαιρναν.
Μαζί μ’ όλους αυτούς και ο θείος μου ο πατήρ Ιωάννης Τζιμπογιάννης με τη γυναίκα του, τα τέσσερα από τα πέντε παιδιά του, ο Γιώργης το πέμπτο βρέθηκε με το κοπάδι του πατέρα μου κι έτσι σώθηκε. Τους γονείς του, τ’ αδέλφια του και άλλους συγγενείς τους σκότωσαν οι Τούρκοι.
Ήταν ψηλά ακόμη ο ήλιος. Οι Τούρκοι τους είπαν να καθίσουν. Κάθισαν κι εκείνοι πιο πέρα κι άρχισαν να τους κοροϊδεύουν και να τους λένε να κάνουν προσευχή στον Θεό τους να τους σώσει.
Σε λίγο έπεσε μια σιωπή. Ο Τούρκος αξιωματικός άρχισε να λέει στους στρατιώτες του σιγά στην τουρκική κάτι σαν διαταγή. Τούρκικα ήξερε μόνο ο θείος ο παπάς, έστησε τ’ αυτί του κι άκουσε τι έλεγε. Έλεγε λοιπόν ο Τούρκος πως η σφαγή είχε απαγορευτεί από τις μεγάλες δυνάμεις, γι’ αυτό δε θα τους σφάξομε, αλλά μόλις νυχτώσει θα πέσομε επάνωτους με τις ξιφολόγχες και θα τους ξεκοιλιάσαμε όπως τα βατράχια. Έπειτα θα έρθουν οι λύκοι και θα τους φάνε και κανείς δε θα μάθει τίποτε. Σατανικό το σχέδιο. Η μητέρα του θείου κρατούσε πάνω της ένα θησαυρό από πολλές χρυσές λίρες. Την πλησίασε με τρόπο ο γιος της και της είπε τι άκουσε, την παρακάλεσε να κρύψει το θησαυρό αυτό κάτω από πέτρες για να μην τον βρουν τα αγαρηνά σκυλιά. Η γριούλα με τρόπο ειδοποίησε και τις άλλες γυναίκες που όλες ήταν φορτωμένες με πολλά πολύτιμα πράγματα, να τα βάλουν μέσα σε κλαδιά κάτω από πέτρες, τουλάχιστον να μην τα εύρισκαν επάνω τους. Όχι για τίποτε άλλο δηλαδή, αλλά μόνο να μην τα βρουν οι δήμιοι και γλεντούν με τους δικούς τους κόπους.
Άρχισε να σουρουπώνει και οι κακούργοι έθεσαν σε εφαρμογή το εξοντωτικό τους σχέδιο.
Ο παπα Γιάννης Τζιμπογιάννης είχε δυο κόρες κι οι δυο πολύ όμορφες, αλλά η μεγάλη η Ουρανία ήταν σαν άγγελος, Στα χέρια της κρατούσε ένα μπογαλάκι με τα ωραιότερα κεντήματα απ’ την προίκα της. Πριν αρχίσει το μακελειό, την πλησιάζει ο Τούρκος αξιωματικός, την παίρνει, την καθίζει στ’ άλογό του και φεύγει καλπάζοντας. Η πεντάμορφη Ουρανία έκλαιγε, προτιμούσε να πεθάνει με τους δικούς της παρά ν’ ακολουθήσει τον Τούρκο. Πέταξε τον μπόγο με τα ρούχα στη μάνα της και της είπε “μάνα δε μου χρειάζονται πια’’. Χώρισαν. Αυτό ήταν. Δεν ξαναείδε κανέναν, δεν την ξαναείδε κανείς.
Η επίθεση άρχισε, όχι σφαγή, πιο επιεικής ο θάνατος με την ξιφολόγχη. Πες πως τους καλούς συμμάχους μας τουςενδιέφερε πώς θα πεθαίναμε. Πάντως τη σφαγή την είχαν απαγορεύσει.
Τι καλοί που ήταν αλήθεια!
Έπεσαν επάνω στους ανυπεράσπιστους ανθρώπους με τις ξιφολόγχες και τους χτυπούσαν αλύπητα. Με τα παιδιά και τις γυναίκες τελείωσαν γρήγορα. Δεν είχαν και μεγάλη αντοχή. Οι άνδρες όσο να ‘ναι άντεχαν πιο πολύ. Δυο άγριοιστρατιώτες έπεσαν με μανία πάνω στον ‘’κιοπέκ-παπά, τοσκυλόπαπα”, τον χτυπούσαν αλύπητα με μαχαίρια, δεκαεφτά μαχαιριές πάνω στο βασανισμένο κορμί του. Η τελευταία στην καρδιά. Αλλά η μοίρα ό,τι γράφει δεν ξεγράφει. Ο άνθρωπος αυτός ήταν γραμμένο να ζήσει. Φεύγοντας απ’ το σπίτι του πήρε πάνω από ένα έπιπλο ένα ασημένιο πιάτο και το έκρυψε κάτω από το ράσο του στο μέρος της καρδιάς. Έγινε το πιάτο αυτό η ασπίδα που τον έσωσε. Με την τελευταία μαχαιριά το μαχαίρι καρφώθηκε επάνω στο πιάτο. Το τράβηξε ο δήμιος κι όταν είδε ότι δεν έβγαινε εύκολα, πίστεψε πως είχε καρφώσει το θώρακα και είχε βρει την καρδιά. Γέλασε ο κακούργος και είπε στον άλλον:
-Με το γουρούνι τον παπά τελειώσαμε. Αυτός δε θα ξανασηκωθεί πια.
Ένας τσαούσης διέταξε να πάρουν σχοινιά να δέσουν τονέναν με τον άλλο απ’ το μπράτσο, ώστε αν ήταν κάποιοςτραυματίας να μην μπορέσει να φύγει. Τον παπά σίγουροιπως ήταν νεκρός δεν τον έδεσαν.
Είχε πια νυχτώσει για τα καλά. Μετά τη σφαγή το πλιάτσικο. Σ’ αυτό οι Τούρκοι πρέπει να πάρουν το πρώτο βραβείο. Άρχισαν να ψάχνουν έναν – έναν. Δε φαίνονταν και πολύ ευχαριστημένοι απ’ ό,τι έβρισκαν. Γύμνωναν τις γυναίκες και ζητούσαν χρυσό στα πιο απόκρυφα μέρη του κορμιού τους. Επειδή όμως αυτές τα είχαν πετάξει από πάνω τους όλα, βλαστημούσαν, τις κλοτσούσαν, τις έβριζαν, έκαναν ό,τι μπορούσαν για να τις εκδικηθούν.
Ο πατήρ Ιωάννης Τζιμπογιάννης κατάλαβε πως ήταν ζωντανός και ότι μπορούσε να φύγει. Τον ευνοούσε το σκοτάδι που είχε πέσει στο μεταξύ και το ότι οι Τούρκοι είχαν επιδοθεί στο… θεάρεστο έργο τους. Το σώμα του βρέθηκε στην αρχή κάποιας κατηφοριάς. Κύλησε και βρέθηκε σ’ ένα βάθος από εκεί οι Τούρκοι δεν τον έβλεπαν πια. Προχώρησε σιγά σιγά και κρύφτηκε μέσα σε κάτι πυκνούς θάμνους.
Όταν οι Τούρκοι τελείωσαν, τον αναζήτησαν. Άρχισαν να φωνάζουν σαν μανιακοί “το σκυλί μας έφυγε, πρέπει να το βρούμε”. Δυο καβάλησαν τα άλογα για να τον φθάσουν, πέρασαν σχεδόν από μπροστά του. Η ουρά του αλόγου τον άγγιξε. Φοβήθηκε πολύ. Αν τον έβρισκαν, θα τον έγδερναν. Το σκοτάδι όμως κι ο Θεός τον προστάτευσαν. Έπρεπε ίσως να ζήσει κάποιος για να μαρτυρήσει το τέλος των ανθρώπων αυτών. Για να μην τους περιμένει κανείς πια. Λένε πως διασώθηκε άλλος ένας, ο τελευταίος από τους δεμένους, του οποίου το όνομα δεν ενθυμούμαι. Ήταν τόσο σφιχτά το χέρι του δεμένο που είχε σταματήσει η κυκλοφορία του αίματος κι έπαθε γάγγραινα όταν ήρθε στη Σάμο. Πέθανε αφού πρώτα διηγήθηκε το φριχτό τέλος των άλλων, που ενώ μερικοί ζούσαν δεν μπόρεσαν να λυθούν και να ξεφύγουν. Τους έφαγαν τα θηρία των δασών και τα όρνια του ουρανού ζωντανούςακόμα.
Ας παρακολουθήσομε τώρα τον πατέρα Ιωάννη για να δούμε τι απέγινε.
Κρύφτηκε μέσα στους θάμνους κι όταν σταμάτησε η οχλοβοή των Τούρκων, γιατί κάποτε έπρεπε να φύγουν, τους περίμεναν άλλα χωριά όπου ίσως το πλιάτσικο ήταν περισσότερο, βγήκε από την κρύπτη του και με μεγάλη προφύλαξη προχωρούσε μέσα στο δάσος. Τα κατατόπια τα ήξερε καλά, γεννημένος και μεγαλωμένος σ’ αυτά τα μέρη. Οι πληγές του αιμορραγούσαν πολύ. Τα ράσα του ήταν κατακόκκινα από το αίμα. Η δίψα αφόρητη και οι δυνάμεις τελείως κομμένες. Έκανε όμως κουράγιο. Έπρεπε κάποιος να ζήσει απ’ αυτή τη σφαγή για να πει τι έγινε. Τους άλλους τους νόμιζε όλους νεκρούς. Ο μόνος ζωντανός ήταν εκείνος. Όχι πως τον ενδιέφερε πια η ζωή, δεν του είχε απομείνει τίποτε απ’ ό,τι αγαπούσε. Τους έχασε όλους, αν πέθαινε κι αυτός, ποιος θα έλεγε τι απέγιναν οι άλλοι;
Η πρώτη του φροντίδα ήταν να βρει νερό. Τα μέρη τα ήξερε, τα νερά όλα, φοβόταν όμως να πλησιάσει μήπως τα χρησιμοποιούσαν οι Τούρκοι για παγίδες. Πλησίασε μια βρυσούλα με πολύ επιφύλαξη. Βεβαιώθηκε ότι δεν υπήρχε ψυχή ζώσα σ’ όλη την τριγύρω περιοχή. Έπλυνε απαλά τις πληγές του, φοβόταν ο καημένος μην αιμορραγήσουν ξανά. Οι πληγές τον πονούσαν τρομερά, πιο πολύ όμως τον πονούσε η καρδιά, η ψυχή για τη χαμένη πατρίδα πρώτα και μετά για τ’ αγαπημένα του πρόσωπα. Ποιον να πρωτοκλάψει; Το μεγάλο του γιο που δεν ήξερε τι είχε απογίνει στο μέτωπο; Σκοτωμένος ήταν ή αιχμάλωτος; Το δεύτερο χειρότερο απ’ το πρώτο. Την αγαπημένη του σύντροφο, τα παιδιά του, τους γονείς του, τ’ αδέλφια του ή την κόρη του που την πήρε ο Τούρκος και καταλάβαινε το μαρτύριό της; Ποιον να πρωτοσκεφθεί και ποιον να πρωτοκλάψει;
Κουρασμένος κάθισε στον κορμό ενός δέντρου. Τον πήρε το παράπονο κι άρχισε να κλαίει. Αισθανόταν την ανάγκη να κλάψει για να ξαλαφρώσει η καρδιά του. Τον τρυπούσαν οι τύψεις του. Γιατί να μη φύγει με τους άλλους; Γιατί να πάρει τόσους ανθρώπους στο λαιμό του; Σκέφτηκε να μείνει εκεί και να πεθάνει, τι την ήθελε πια τη ζωή μόνος κατάμονος στον κόσμο;
Εκεί που καθόταν ολομόναχος κι απελπισμένος άκουσε θόρυβο. Δεν ήξερε αν ήταν Τούρκοι ή Έλληνες ή αν ήταν τ’ αγρίμια του βουνού. Δεν κινήθηκε από τη θέση του. Δεν τον ενδιέφερε πια αν ζούσε ή αν πέθαινε. Περίμενε το θάνατο να τον λυτρώσει.
-Θεέ μου γιατί επέτρεψες να ζήσω. Ας πεθάνω, να πάψωπια να υφίσταμαι, να πάψω να υποφέρω. Δεν αντέχω άλλο.
Ο θόρυβος προερχόταν από δυο Έλληνες Μικρασιάτες που κι αυτοί είχαν χάσει τις οικογένειές τους και βάδιζαν μόνοι χωρίς καμιά ελπίδα. Μόλις βρέθηκαν μπροστά στο λειτουργό του Υψίστου, αναθάρρησαν, πήγαν κοντά του, για να πάρουν ή μάλλον για να τους δώσει κουράγιο. Δυστυχώς όμως βρήκαν ένα ράκος. Κάθισαν κοντά του, τον παρηγόρησαν, του είπαν πως και η μοίρα η δική τους ίδια ήταν και τον έπεισαν μετά από πολλή ώρα να τους ακολουθήσει προς τα παράλια,
Περπατώντας συναντούσαν κάθε μέρα και άλλους και η συντροφιά μεγάλωνε. Έγιναν καμιά πενηνταριά, όλοι άνδρες, καμιά γυναίκα, κανένα παιδί.
Είχαν περάσει εξήντα μέρες από τη μέρα που ο θείος μου ο παπα – Γιάννης είχε ξεκινήσει για τα παράλια. Όχι πως ήταν τόσο μακριά, αλλά μονάχα νύχτα περπατούσαν. Κάποτε έφθασαν απέναντι απ’ τη Χίο. Μπήκαν σε μια σπηλιά και κάθε βράδυ άναβαν φωτιά για να τους δουν από μακριά και να πάνε να τους πάρουν. Μια μέρα πλησίασε μέρα μεσημέρι ένα ψαροκάικο και τους πήρε και τους έβγαλε στη Χίο.
Ο θείος είχε πολλούς γνωστούς. Κάποιος απ’ αυτούς του είπε ότι όλη η οικογένεια του πεθερού του ήταν στη Σάμο. Για το γιο του δεν ήξερε κανείς να του πει.
Έπρεπε να πάει να τους βρει. Πώς όμως θ’ αντίκριζε την πεθερά του; Τι θα της έλεγε; Πως την κόρη της και τα εγγόνια της τα έσφαξαν οι Τούρκοι και σώθηκε μόνος του; Δεν ήταν άδικο αυτό; Γιατί να μην ακολουθήσει όταν η γιαγιά τον παρακαλούσε;
Μπήκε σ’ ένα καΐκι και πήγε στη Σάμο. Δεν είχε απομείνει τίποτα πια από τον όμορφο, τον αγέρωχο νέο κληρικό. Μόνο μια σκιά, ένα μικρόσωμο ανθρωπάκι τυλιγμένο σ’ ένα κουρελιασμένο ματωμένο ράσο. Στο χέρι του κρατούσε ένα ημερολόγιο όπου εξήντα μέρες πάνω στα βουνά έγραφε τα βάσανά του.
Πήγε στο σπίτι όπου έμενε ο παππούς με τη γιαγιά και τις δυο ανύπαντρες κόρες τους, τη Χρυσώ και την Τασώ, στο χωριό Χώρα. Μόλις τον αντίκρισαν, νόμιζαν ότι είδαν ένα φάντασμα.
Έγινε θρήνος και οδυρμός πολύς. Τον νόμιζαν κι αυτόν νεκρό και να τώρα που τον βλέπουν μπροστά τους χωρίς αποσκευές και διαβατήρια, ένα ράκος, ένα ερείπιο. Το πρώτο που ρώτησε ήταν αν ήξεραν τίποτε για το γιο του. Χάρηκε μόλις του είπαν πως είχε σωθεί μαζί με τον πατέρα μου και τώρα ήταν μαζί του στο βουνό και ήταν αυτή η πρώτη χαρά ύστερα από δυο μήνες.
Ζέσταναν αμέσως νερό και τον έλουσαν. Τα μαλλιά ξεκόλλησαν όλα μαζί με το ξεραμένο αίμα και έφυγαν, δεν έμεινε ούτε τρίχα στο κεφάλι από τα όμορφα ξανθά μαλλιάτου που όταν λειτουργούσε κι έβγαινε στην ωραία πύλη και έλεγε το “Άνω σχώμεν τας καρδίας” με ξέπλεκα τα μαλλιά ριγμένα στην πλάτη του, νόμιζες πως ήταν αρχάγγελος. Τόσο όμορφος ήταν. Τώρα δεν είχε μείνει πια τίποτα από την παλιά αίγλη, την παλιά ομορφιά, μόνο ένα ασήμαντο ανθρωπάκι διπλωμένο στα δύο χωρίς καμιά ελπίδα πια, χωρίς διάθεση για ζωή.
Μόλις έμαθαν πως ήρθε ο παπάς τους, όπως συνήθιζαν να τον λένε όσοι χωριανοί ήταν στη Σάμο, έτρεξαν να τον δουν. Ήθελαν να μάθουν τι απέγιναν οι δικοί τους. Πέρασαν όμως πολλές μέρες ν’ ανοίξει το στόμα του και να μιλήσει για το τραγικό τέλος τόσων ανθρώπων τους.
Τη νύχτα δεν κοιμόταν, έβλεπε εφιάλτες. Σηκωνόταν και φώναζε, Βαγγελιώ, Ουρανία, Μαρία, Στέφανε, Κώστα ελάτε, περιμένω. Τον ξυπνούσαν από τα μαύρα του όνειρα και τον παρηγορούσαν αντί να του ρίξουν ευθύνες.
Η ζωή του είχε γίνει μαρτύριο, δεν εύρισκε ησυχία ούτε νύχτα ούτε μέρα, πονούσε πολύ. Το φριχτό τέλος των δικών του ήταν πάντα μπροστά στα μάτια του.
Την αγάπη του και την εμπιστοσύνη του στον Θεό την είχε χάσει. Άρχισε σιγά σιγά να πίνει για να ξεχνά. Η μόνη του παρηγοριά ήταν το μοναδικό παιδί που του είχε απομείνει κι έκανε μεγάλη υπομονή για να μην το στενοχωρεί. Μόνο γι’ αυτό ζούσε, δεν τον ενδιέφερε πια τίποτε άλλο.
Όταν κάπως συνήλθε, ανέβηκε στο βουνό με το κοπάδι. Ήταν κι ο γιος του εκεί. Καθόταν ώρες μόνος του, αντίκριζε τις απέναντι μικρασιατικές ακτές, τα μάτια του γέμιζαν δάκρυα, αναστέναζε βαθιά κι έλεγε.
-Πότε πια θα δώσουν άδεια να περάσομε απέναντι, να πάωνα τους θάψω και να τους κάνω μνημόσυνο.
Ήξερε άραγε πως αυτό δε θα γινόταν ποτέ;
Η Ουρανία
Έμαθε άραγε ποτέ κανείς τι απέγινε η Ουρανία η όμορφη κόρη του παπα Γιάννη; Κι όμως έμαθαν.
Πέρασαν μερικά χρόνια χωρίς κανείς να ξέρει τι απέγινε. Ζούσε, τη σκότωσαν, ήταν στο χαρέμι κάποιου πασά, άγνωστο.
Όταν πια ξεκαθάρισαν τα πράγματα και η ειρήνη από τη μια, οι συνθήκες απ’ την άλλη, έφεραν κάποια ηρεμία μεταξύ των δυο λαών, άρχισαν οι δικοί μας ζωέμποροι απ’ τα νησιά να περνούν απέναντι και να εμπορεύονται ζώα. Κάποιος χωριανός έκανε αυτή τη δουλειά, το εμπόριο των ζώων. Πήγαινε από τα νησιά διάφορα πράγματα, τα πουλούσε, αγόραζε ζώα, επέστρεφε και ξανά και ξανά, όργωνε όλα τα παράλια. Σ’ ένα ταξίδι του έφθασε μέχρι το Αξάρι κι εκεί είχε μια αναπάντεχη συνάντηση. Πήγε σε μια βρυσούλα να δροσιστεί. Δυο νέες γυναίκες έπαιρναν νερό και μιλούσαν ελληνικά. Πάγωσε το αίμα στις φλέβες του, γυρίζει και τι να δει. Την Ουρανία και τη Μαρία τη γυναίκα του Μιχάλη του Στυλιανού κι αυτή απ’ τις αγνοούμενες. Χωρίς να σηκώσει το κεφάλι να τις κοιτάξει και προσποιούμενος πως πίνει νερό σκυμμένος πάντα λέει:
-Ουρανία ο πατέρας σου ζει κι ο αδελφός σου ο Γιώργης είναι στην Κρήτη και είναι πολύ καλά. Αν θέλεις σε παίρνω μαζί μου.
-Έχω πέντε παιδιά. Πώς είναι δυνατόν να τα αφήσω. Για τον άνδρα μου δε με ενδιαφέρει καθόλου, τα παιδιά μου όμως τι θα γίνουν;
Το μητρικό φίλτρο στάθηκε άλλη μια φορά πιο ισχυρό από κάθε άλλη υποχρέωση και αγάπη. Ο άνθρωπος νόμισε πως κάποιος είχε παρακολουθήσει όλη αυτή τη σκηνή. Έφυγε όσο μπορούσε πιο γρήγορα χωρίςνα ξαναπεράσει ποτέ από εκεί. Γύρισε πίσω στην Ελλάδα κι έφερε την τρομερή είδησηπου αναστάτωσε όλους τους δικούς της. Η πληγή που με το πέρασμα του χρόνου είχε αρχίσει να επουλώνεται άνοιξε πάλι και το αίμα αυτή τη φορά ήταν κατάμαυρο όπως κι οι καρδιές που τόσα χρόνια την περίμεναν.
Άρχισε πάλι να ξεχνιέται αυτό το συμβάν, αν φυσικά ξεχνιούνται τέτοια συμβάντα. Η ζωή συνεχιζόταν, όταν κάτι καινούριο ήρθε πάλι να μας αναστατώσει όλους.
Στη Σούδα είχε έρθει μια μοίρα στόλου του ΝΑΤΟ, μαζί και δυο τούρκικα καράβια. Δυο νέα παιδιά μιλώντας τέλεια ελληνικά κατέβηκαν στο λιμάνι και ρώτησαν αν υπάρχει κάποιος που να γνωρίζει την οικογένεια Τζιμπογιάννη. Κάποιος Μικρασιάτης λιμενεργάτης είπε ότι μια οικογένεια ζούσε στο Καστέλι Κισσάμου. Από τις περιγραφές κατάλαβαν πως ήταν τα υπολείμματα της οικογένειας της μητέρας τους, που είχαν γλιτώσει σαν από θαύμα από τις χατζάρες των προγόνων τους.
Μερικοί καλοί άνθρωποι έσπευσαν να ειδοποιήσουν για να έρθει ο Έλληνας ορθόδοξος ιερέας να συναντήσει τους Τούρκους, τα εγγόνια του. Όταν έφθασε, ο στόλος είχε αποπλεύσει. Είδε τα καράβια από μακριά και μέσα σ’ αυτά την τούρκικη σημαία να κυματίζει. Δάκρυσε ο πονεμένος γέροντας, έκανε το σταυρό του, σήκωσε τα μάτια στον ουρανό και είπε:
Θεέ μου. Άργησα να έρθω, αλλά και να ερχόμουν και πρωτύτερα τι θα έβλεπα, δυο Τούρκους. Καλύτερα που δεν πρόλαβα.
Κανείς πια δεν έμαθε τίποτα για την Ουρανία την πανέμορφη κόρη του πάπα Γιάννη απ’ το Γιαγτζιλάρ, το μικρό χωριό που ήταν κοντά στη Σμύρνη και στα Βουρλά.
Υστερόγραφο: Tο βιβλίο είναι συγκλονιστικό.
Δείτε επίσης: europeana.eu