“Φυσιολόγος, με κλίση μάλλον προς την ανθρωπολογία, υπό την σκιάν επιφανούς πατρός, εφήμερος καθηγητής στο κολέγιο της Γαλλίας, μαχόμενος δημοσιογράφος στο Παρίσι, τις Βρυξέλλες, την Κωνσταντινούπολη, την Αθήνα και τη Νεάπολη, εθελοντής στην επανάσταση της Κρήτης και εκλεγμένος πληρεξούσιος του Κρητικού Λαού, καταζητούμενος στη Γαλλία, την Τουρκία, την Ελλάδα και την Ιταλία εξαιτίας της ανατρεπτικής του δράσης, διοικητής τάγματος κατά τη διάρκεια της πολιορκίας του Παρισιού, στρατηγός και εκλεγμένο μέλος της Παρισινής Κομμούνας, ο Γουσταύος Φλουράνς έζησε, στα τριάντα τρία χρόνια της ύπαρξής του (1838-1871), μια ζωή πολυτάραχη” (1).
Ο άγνωστος στους περισσότερους Γκουστάβ Φλουράνς, που η παράτολμη δράση του στη μεγάλη Κρητική Επανάσταση του 1866-1868 σκεπάζεται από την παρασιώπηση και την ιστορική λήθη, έχει στις μέρες μας μόνο ένα δρομάκι σε μια λαϊκή συνοικία των Χανίων να θυμίζει τ’ όνομά του (2).
Κι όμως αυτός ο ονειροπόλος Γάλλος δημοκράτης και σοσιαλιστής του 19ου αιώνα, που υπήρξε φλογερός μπλανκιστής επαναστάτης (3) με διεθνή δράση “ήρθε δύο φορές πριν το ’70 στην Ελλάδα όχι για να θαυμάσει τις αρχαιότητές της, μα για ν’ αγωνισθεί για τις λαϊκές και εθνικές ελευθερίες της…” (4).
“Την πρώτη φορά”, θα επισημάνει ο ιστορικός Γιάννης Κορδάτος (5) “ήρθε στα 1864 μαζύ με τον άλλον επαναστάτη τον Τσιμπριάνι. Η εκθρόνιση του Όθωνα τον ηλέχτρισε. Ήρθε ν’ αγωνιστεί για την ελληνική δημοκρατία. Πήρε κι’ όλας μέρος στις λαϊκές διαδηλώσεις, κι’ έβγαλε για λίγες μέρες κ’ εφημερίδα άκρων δημοκρατικών αρχών την «Indépendance».
Στα Ιονιακά μαζύ με τον Τσιπριάνη έστησαν οδοφράγματα στην Αιόλου-Ερμού και είταν η πρωτοπορεία της υπερδημοκρατικής ομάδας που λεγόταν «Εθνικό Κομμιτάτο» (6).
Αφού έμεινε για λίγο στην Κωνσταντινούπολη, το 1866 πέρασε για δεύτερη φορά στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε προσωρινά στην Αθήνα, όπου σε λίγο έφθασαν οι φήμες μιας επικείμενης επανάστασης των Κρητών κατά των Οθωμανών.
“Φαινομενικά, το 1866, στη Μεγαλόνησο επικρατούσε ησυχία, εν αναμονή της εφαρμογής των όρων του σουλτανικού φιρμανιού Χατί Χουμαγιούν του 1856 (7). Όμως, απ’ ό,τι φαίνεται, οι μεταρρυθμίσεις επηρέασαν θετικά μόνο τα κέντρα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στην περιφέρεια, η κατάσταση δεν φαίνεται να παρουσίασε σημαντική βελτίωση (8).
Η θέση των χριστιανών της Κρήτης μετά το 1856 δε βελτιώθηκε. Η φορολογία αντί να ελαττωθεί έγινε περισσότερο δυσβάστακτη, ιδιαίτερα από το 1863 και εξής, που για δεύτερη φορά ανέλαβε καθήκοντα γενικού διοικητή της Κρήτης ο Ισμαήλ πασάς. Συχνές ήταν οι καταδιώξεις, οι φυλακίσεις και οι φόνοι των χριστιανών για ασήμαντες ή για ανύπαρκτες αιτίες. Παράλληλα οι προσπάθειες του Ισμαήλ έτειναν στο να επιτύχει τον αφοπλισμό των κατοίκων (9) καθώς και το διορισμό πιστών οργάνων του στις δημογεροντίες (10).
Οι τοπικές μουσουλμανικές ελίτ, που είχαν συνηθίσει σ’ ένα συγκεκριμένο τρόπο άσκησης της εξουσίας και έβλεπαν τους χριστιανούς συμπολίτες τους ως κατώτερους, δεν ήταν ιδιαίτερα πρόθυμες στην υιοθέτηση των νέων κανόνων. Η ύπαρξη αυτής της κατάστασης πραγμάτων οδήγησε στο ξέσπασμα μεγάλων επαναστάσεων στην περιφέρεια της Αυτοκρατορίας. Σ’ αυτή την κατηγορία εντάσσονται τα επαναστατικά κινήματα που εκδηλώθηκαν στην Κρήτη και την οθωμανική Μακεδονία” (11).
Η ήδη τεταμένη ατμόσφαιρα ηλεκτρίστηκε ακόμα περισσότερο το 1864 με την προσάρτηση των Ιονίων νήσων στην Ελλάδα. Για μιαν ακόμη φορά αναπτερώθηκαν οι ελπίδες τους ότι η ένωση δεν θα αργούσε. Η ελληνική κυβέρνηση, ωστόσο, των Βούλγαρη – Δεληγιώργη ήταν αδύναμη και δεχόταν πιέσεις από τις Μεγάλες Δυνάμεις να μην αναμειχθεί πιο ενεργά υπέρ των Κρητών. Άλλωστε ο νέος βασιλιάς Γεώργιος Α’ είχε προσδεθεί στο άρμα των Μεγάλων Δυνάμεων. Ωστόσο, το λαϊκό αίσθημα στην Ελλάδα ήταν αταλάντευτα με το μέρος των Κρητών, το οποίο εκφραζόταν με συλλαλητήρια (12).
Την Κυριακή, 25 Μαρτίου 1866 πραγματοποιήθηκε στα Προπύλαια του Πανεπιστημίου της Αθήνας μία μεγάλη και δυναμική διαδήλωση αλληλεγγύης προς τους Κρήτες. Το απόγευμα της ίδιας μέρας ο Γκουστάβ Φλουράνς είχε ανακοινώσει πως θα μιλήσει στα γαλλικά στις 5.00μ.μ. στην πλατεία της Ομόνοιας “περί Ελληνισμού”. Η ελληνική κυβέρνηση, ωστόσο, ενοχλημένη από το φιλελληνισμό του δε δίστασε να απαγορεύσει την ομιλία του (13). Όταν ο Γκουστάβ Φλουράνς, επιβλητικός με την πρόωρη φαλάκρα του και την φουντωτή κόκκινη γενειάδα του, επιχείρησε να πάρει στη συγκέντερωαση το λόγο, κατέφθασε η αστυνομία, απαγορεύοντάς του να συνεχίσει την ομιλία του διαλύοντας ταυτόχρονα το συγκεντρωμένο πλήθος: “Η αστυνομία, δράμουσα μετά κλητήρων, εμπόδισε τον ρήτορα από του να αγορεύση, επί τω λόγω ότι το σύνταγμα απαγορεύει εις μη πολίτας Έλληνας το λαλείν προς τον λαόν. όλος ο λαός έμεινεν έκθαμβος εις το άκουσμα της πρωτοφανούς ταύτης ερμηνείας του συντάγματος και ανεχώρησε μετά του κ. Φλουράνς ηγανακτισμένος κατά της αυθαιρεσίας της αστυνομίας” (14).
Λίγες εβδομάδες αργότερα αναχώρησε για την Κωνσταντινούπολη με στόχο την έκδοση μιας εφημερίδας, και μάλιστα καθημερινής, σε κοσμοπολίτικο περίγυρο, ωστόσο φαίνεται πως ποτέ δεν κατάφερε να πάρει από τις οθωμανικές αρχές την πολυπόθητη άδεια (15). Πριν φύγει από την Αθήνα πάντως, υπερασπίστηκε τον διωκόμενο από τους ορθόδοξους θεοκράτες 30χρονο τότε συγγραφέα Εμμανουήλ Ροϊδη (1836-1904) για το βιβλίο του «Η Πάπισσα Ιωάννα» με άρθρο του στην γαλλόφωνη εφημερίδα «L’ independance Hellenique» της 3ης Απριλίου 1866.
Στο μεταξύ στην Κρήτη η επιτροπή που είχε συσταθεί τους πρώτους μήνες του 1866, για να απαιτήσει ριζικές αλλαγές στο νησί, στις 14 Μαϊου του 1866 από την Αγ. Κυριακή (μετόχι της μονής Χρυσοπηγής), αφού έφτασαν και οι πληρεξούσιοι σχεδόν απ’ όλες τις επαρχίες της Κρήτης, υπέγραψε κι έστειλε αναφορά προς το σουλτάνο, από τον οποίο, ανάμεσά στ’ άλλα ζητούσε: ανακούφιση από τους υπέρογκους δασμούς και φόρους, τροποποίηση της εκλογής των συμβούλων και των δημογερόντων, ίδρυση δανειστικής Τράπεζας, σύμφωνα με το σχετικό άρθρο του Χάττ-ι Χουμαγιούν, αναδιοργάνωση των δικαστηρίων, σεβασμό της προσωπικής ελευθερίας και εξασφάλιση πραγματικής ανεξιθρησκίας (16).
Την ίδια μέρα η επιτροπή έστειλε αντίγραφα της αναφοράς και στους τρεις προξένους των ξένων δυνάμεων στα Χανιά. Επιπλέον, όμως, την επόμενη μέρα, 15 Μαϊου, οι περισσότεροι από τους πληρεξούσιους υπέγραψαν και “μυστικό υπόμνημα” προς τις τρεις Μεγάλες Δυνάμεις προτείνοντας ένα ευρύ φάσμα πιθανών λύσεων, από την παραμονή κάτω από τον ζυγό μιας διαλλακτικότερης οθωμανικής κυριαρχίας ως μια εγγυημένη από τις ξένες Μεγάλες Δυνάμεις αυτονομία και την πλήρη ένωση με την Ελλάδα.
Η αντίδραση των Μεγάλων Δυνάμεων στο υπόμνημα υπήρξε η σιωπή. Και μπορεί η Ρωσία να δειχνόταν ευνοϊκή στην εξέγερση των χριστιανών της Κρήτης και να υποστήριζε την ένωση, ωστόσο δεν θα αναλάμβανε καμία πρωτοβουλία χωρίς την απαραίτητη σύμπραξη των δυτικών Δυνάμεων, οι διαθέσεις των οποίων δε φαίνονταν καθόλου ευμενείς. Ιδιαίτερα η Αγγλία ήταν φανατική υπέρμαχος του status quo της ανατολικής Μεσογείου, επειδή τα αποικιακά της συμφέροντα απαιτούσαν την ελεύθερη διάβαση προς τις Ινδίες (17).
Σταθερά αρνητική σε περίπτωση Κρητικής εξέγερσης ήταν μάλλον η θέση της τότε ελληνικής κυβέρνησης του Μπενιζέλου Ρούφου. Τον Ιούνιο, όμως, με την ανάληψη της εξουσίας από την κυβέρνηση Βούλγαρη – Δεληγιώργη, η ελληνική πολιτική μεταστράφηκε κάπως. Αν και επίσημα ουδέτερη στο Κρητικό ζήτημα, η κυβέρνηση ευνόησε τις επαφές και τις συνεννοήσεις ανάμεσα στην Κρήτη και στην Αθήνα, ιδιαίτερα μάλιστα μετά την ανάληψη του υπουργείου Στρατιωτικών από τον Χαράλαμπο Ζυμβρακάκη, που καταγόταν από την Κρήτη (18). Στις αρχές Αυγούστου 1866 είχαν συσταθεί ήδη οι δύο επιτροπές, Αθηνών και Σύρου, για ενίσχυση του Κρητικού αγώνα και των αποστολή των πρώτων εθελοντών, τροφών και πολεμοφοδίων.
Η έναρξη της Κρητικής επανάστασης ανακηρύχθηκε «επίσημα» στις 21 Αυγούστου του 1866, όταν η επιτροπή, που είχε πλέον μετονομαστεί σε “Γενική Συνέλευση των Κρητών” από το χωριό Ασκύφου των Σφακιών κήρυξε επίσημα την Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα. Ο Γκουστάβ Φλουράνς με τηλεγράφημά του προς τον Γάλλο πρόεδρο Θιέρσιο, ζητούσε την προάσπιση των δικαιωμάτων του κρητικού λαού.
Έντονη υπήρξε η αντίδραση της Υψηλής Πύλης που κινήθηκε δραστήρια για την καταστολή της Επανάστασης. Η πρώτη μεγάλη νίκη στις συγκρούσεις, ωστόσο, ανήκει στους επαναστατημένους Κρητικούς που στις 31 του Αυγούστου υποχρέωσαν τον τουρκοαιγυπτιακό στρατό να συνθηκολογήσει και να αποσυρθεί από τις Βρύσες Αποκορώνου με βαρύτατες απώλειες εγκαταλείποντας στο πεδίο της μάχης αρκετά πολεμοφόδια, ζώα και 600 περίπου όπλα. Παράλληλες πολεμικές επιχειρήσεις συνέβησαν τις τελευταίες μέρες του Αυγούστου και στο Ρέθυμνο, χωρίς αξιόλογα αποτελέσματα, καθώς και στο Ηράκλειο (19).
Στις 30 Αυγούστου 1866 έφτασε στην Κρήτη ο Μουσταφά πασάς και ανέλαβε τη γενική διοίκηση και αρχηγία του νησιού. Χρησιμοποιώντας υποσχέσεις και απειλές επιδίωξε να πετύχει τη γρήγορη καταστολή της επανάστασης, μα οι χειρισμοί του απορρίφθηκαν από τη Γενική Συνέλευση και οι συγκρούσεις συνεχίστηκαν στη Μαλάξα (7-11 Σεπτεμβρίου) και στην Κάνδανο (21 Σεπτεμβρίου), όπου ο τουρκικός στρατός και οι ντόπιοι μουσουλμάνοι δέχτηκαν επανειλημμένες επιθέσεις από τους χριστιανούς, που τους κυνήγησαν και την επόμενη μέρα ως έξω από τα Χανιά (20).
Σπουδαιότερη ήταν η επόμενη εκστρατεία του Μουσταφά στην Κυδωνία και τον Αποκόρωνα (27 Σεπτεμβρίου-6 Οκτωβρίου 1866), όπου παρέδωσε στη λεηλασία και την πυρά τα χωριά Λάκκοι, πατρίδα του αρχηγού Χατζημιχάλη, τα Μεσκλά, τον Θέρισο και τους Κάμπους, προξενώντας μεγάλες καταστροφές στην ύπαιθρο με προφανή στόχο να κάμψει το ηθικό των επαναστατών και του χριστιανικού πληθυσμού που τους υποστήριζε.
Στις 8 Οκτωβρίου ο τουρκικός στρατός κατέλαβε το ορεινό χωριό Βάμο στον Αποκόρωνα, ενώ οι επαναστάτες συγκεντρώθηκαν αρκετά νοτιότερα στο χωριό Βαφέ.
Στις 12 Οκτωβρίου ο τουρκικός στρατός που είχε χωρισθεί σε περισσότερα τμήματα, προχώρησε προς το Βαφέ. Η πρώτη του επίθεση αποκρούσθηκε. Στη συνέχεια όμως έφθασε και δεύτερο τμήμα και οι επαναστάτες αντιμετωπίζοντας τον κίνδυνο να κυκλωθούν, άρχισαν μόλις δύο ώρες μετά την έναρξη της μάχης να υποχωρούν με αταξία, κυρίως οι εθελοντές, που παρέσυραν και τους άλλους.
Η μάχη στο Βαφέ είχε δυσμενέστατο αντίκτυπο και στην Κρήτη και στην Αθήνα. Το ηθικό των επαναστατών, που ως τότε δεν είχαν αντιμετωπίσει αποτυχίες, κάμφθηκε απότομα, με αποτέλεσμα πολλοί να σκέπτονται ότι τα πάντα είχαν τελειώσει και να συζητούν ακόμα και την περίπτωση της υποταγής. Ιδιαίτερα οι εθελοντές ζητούσαν ευκαιρία για να επιστρέψουν στην Ελλάδα (21).
Μια τέτοια κρίσιμη συγκυρία θα αποθάρρυνε πολλούς τυχοδιώκτες φιλέλληνες εθελοντές να μεταβούν για τιμές και αξιώματα στην επαναστατημένη Κρήτη, όχι όμως και τον Γκουστάβ Φλουράνς, που στις 02 Νοεμβρίου με το ατμόπλοιο “Πανελλήνιον” αναχωρούσε από το λιμάνι της Σύρου με προορισμό το Ρέθυμνο. Μαζί του είχαν επιβιβαστεί ακόμη τετρακόσιοι εθελοντές κάτω από τις διαταγές του συνταγματάρχη Χρίστου Βυζάντιου. Σε επιστολή η Επιτροπή της Αθήνας (05/11/1866) προς την Κρητική Συνέλευση αναφέρει: “Ο συνταγματάρχης κ. Βυζάντιος, όστις μετά τετρακοσίων ανδρών και τεσσάρων τηλεβόλων ανεχώρησεν προ ημερών εκ Πάρου, έφθασεν ήδη, θεού βοηθούντος, εις την επαρχίαν Ρεθύμνου, έχει δε μετ’ αυτού, ως σας εγράψαμεν, και Γάλλους και Ούγγρους και Πολωνούς και Ελβετούς αξιωματικούς και στρατιώτας (22)“.
Ο καιρός, όμως, κράτησε το ατμόπλοιο δύο ακόμα μέρες στην Πάρο και στη συνέχεια από τα Κύθηρα ο πλοίαρχος Αγγελικάρας αποφάσισε λόγω των ανέμων, ότι θα έπρεπε να κατευθύνει το πλοίο προς το ακρωτήρι Σπάθα της Κισάμου αντί του Ρεθύμνου.
Κατά την παραμονή τους στην Πάρο οι άντρες του Βυζάντιου σε ένα μοναστήρι που είχε μετατραπεί σε πρόχειρο στρατώνα έδωσαν όρκο μπροστά σε έναν ένοπλο παπά. Στη συνέχεια τον ίδιο όρκο απήγγειλε ο Φλουράνς στα Γαλλικά για τους σαράντα ξένους επαναστάτες εθελοντές.
Την ίδια νύχτα στις δύο μετά τα μεσάνυχτα, ενώ οι σύντροφοί του κοιμούνταν καταγής τυλιγμένοι στις κάπες τους, ο Φλουράνς έγραφε στον Κανελλόπουλο: “Και την ημέρα εκείνη που δεν θα μας μένει καμιά άλλη διέξοδος, αν το δίκαιο του αγώνα μας και η γενναιότητά μας δεν κατορθώσουν να μας φέρουν τη νίκη, θα τιναχθούμε κι εμείς στον αέρα, σαν τους ναύτες του Εκδικητή” (23).
Οι άνδρες του Βυζάντιου τελικά αποβιβάστηκαν στις 07/11/1866 νοτιοδυτικά της Κρήτης κοντά στο ακρωτήρι Κριού Μέτωπο, αρκετά μακριά από τα αρχικά σχέδια των επαναστατών, ενώ την επόμενη άρχισε η πολιορκία της μονής Αρκαδίου από το στρατό του Μουσταφά πασά (24).
Οι εθελοντές του Βυζάντιου μετά την άφιξή τους στο νησί κατευθύνθηκαν στο χωριό Πελεκάνος Σελίνου με τα τρόφιμα, τα πολεμοφόδια και το πυροβολικό τους, όπου ο συνταγματάρχης αγνοώντας τις οδηγίες της Αθήνας και τις εκκλήσεις των Ζυμβρακάκη και Κορωναίου να ενωθεί μαζί τους, αποφάσισε να επιτεθεί στο φρούριο του Καστελιού Κισάμου.
Η επιχείρηση ξεκίνησε στις 20/11/1866 αλλά η ισχυρή αντίσταση των Τούρκων μέσα στο πολιορκημένο φρούριο και η παρουσία δύο τουρκικών πολεμικών πλοίων που κανονιοβολούσαν συνεχώς τις θέσεις των επαναστατών οδήγησε σε μια άσκοπη αιματοχυσία με τον αριθμό των νεκρών πολεμιστών κατά τον Π. Πρεβελάκη να ξεπερνά τους δέκα (25), ενώ κατ’ άλλους να στοιχίζει τη ζωή σε 50 Κρητικούς επαναστάτες (26). Τότε μόνο ο φιλόδοξος Βυζάντιος πήρε την απόφαση να εγκαταλείψει το σχέδιό του και να ενωθεί με τα σώματα των Ζυμβρακάκη και Κορωναίου.
Η μάχη του Καστελιού Κισάμου αποτέλεσε το βάπτισμα του πυρός για τον Γκουστάβ Φλουράνς. Ο ίδιος έναν μήνα αργότερα θα περιγράψει ως εξής την εμπειρία του αυτή: “Πήρα, στις 2 Δεκεμβρίου [ν.η.] στο Καστέλι Κισάμου, τα πρώτα μου πολεμικά μαθήματα, μέσα σε βροχή από οβίδες και βόμβες που μας έριχνε μια τουρκική φρεγάδα. Δίπλα μου, ένας άνθρωπος σκοτώθηκε, ένας άλλος τραυματίστηκε θανάσιμα. Έφερα πίσω μαζί μου από τη μάχη τα τέσσερα μέλη μου και το μυαλό μου, σώα και αβλαβή” (27).
Στην πραγματικότητα ο Φλουράνς έδειξε στη μάχη αυτή μεγάλη παλικαριά και διορίστηκε από τον Βυζάντιο αξιωματικός του επιτελείο του (28).
Σκληραγωγίαι εν Κρήτη
Την ίδια χρονική περίοδο αποβιβάζονταν στην Κρήτη δύο επιπλέον σώματα εθελοντών κάτω από τις διαταγές του αντισυνταγματάρχη Γενίσαρλη και του υπολοχαγού Θεμιστοκλή Σαράτσογλου. Μετά τη μάχη του Σαβουρέ στις 30 Νοεμβρίου του 1866 με τα στρατεύματα του Μουσταφά πασά, οι τρεις αρχηγοί των εθελοντικών σωμάτων συναθροίστηκαν στην κοιλάδα Φώκες κάτω από το οροπέδιο του Ομαλού έπειτα από την υποχώρησή τους.
Ενώ οι Τούρκοι τους καταδίωκαν οι τρεις αρχηγοί των εθελοντικών σωμάτων αδυνατούσαν να συμφωνήσουν σε ζητήματα τακτικής, καθώς και της γενικής αρχηγίας με αποτέλεσμα να δεχτούν επίθεση στις Φώκες τη νύχτα της 5ης προς την 6η Δεκεμβρίου. Λίγο πριν ξημερώσει, περικυκλώθηκε ο καταυλισμός των χριστιανών, οι οποίοι, αιφνιδιασμένοι μέσα στον ύπνο τους, διασκορπίστηκαν στις χαράδρες, τρέχοντας χωρίς να πυροβολούν και πηδώντας πάνω από τους γκρεμούς. Το χιόνι και το σκοτάδι επέτρεψαν στους περισσότερους να ξεφύγουν, μερικοί όμως πιάστηκαν ζωντανοί και κατασφάχτηκαν (29).
Οι εθελοντές άρχισαν να περιπλανιούνται στα χιονισμένα Λευκά Όρη κάτω από άθλιες συνθήκες. Έτσι στο διάστημα μεταξύ τέλους Δεκεμβρίου 1866 και αρχών Ιανουαρίου 1867, τουλάχιστον 90 Κρητικοί και 27 εθελοντές πέθαναν από τις κακουχίες, το κρύο και την πείνα (30).
Ο Φλουράνς απογοητευμένος πιθανώς από τον συνταγματάρχη Βυζάντιο αφήνει το σώμα του και ενώνεται με το σώμα του Ζυμβρακάκη στο λημέρι του στον Ομαλό. Αναγγέλλοντας την απόφασή του σε ένα προσωπικό γράμμα που έστειλε σε φίλο του στην Αθήνα, στις 24 Δεκεμβρίου του 1866, ο Φλουράνς διεκτραγωδούσε με ωμή ειλικρίνεια τις άθλιες συνθήκες ζωής των εθελοντών: «[…] Τα παπούτσια μου έχουν σκιστεί πέρα για πέρα από τις πέτρες και τους βάτους, αδύνατο να βρω άλλα∙ περπατάω ξυπόλητος […] Μ’ έχουν φάει οι ψύλλοι και δεν μπορώ να κλείσω μάτι […] Κοιμάμαι καταγής, δίπλα στον στρατηγό μας. Το πανταλόνι μου, το σώβρακό μου, όλα είναι σκισμένα -κι ας τα μπαλώνω κάθε τόσο- κι αφήνουν τον αέρα να περνάει. Έξι μέρες στο βουνό ήμουν αναγκασμένος να τρώω μόνο χόρτα νερόβραστα, δίχως αλάτι και δίχως ψωμί».
Ωστόσο ο Γάλλος εθελοντής δεν φαίνεται να έχει χάσει την πίστη του: «Θα μείνω εδώ όσο υπάρχει κάποια αχτίδα ελπίδας. […] Ελπίζω ότι, παρ’ όλες τις αντιξοότητες που μας περιμένουν, θα μπορέσω σύντομα να έλθω να σας σφίξω το χέρι στην Αθήνα, μετά την απελευθέρωση της Κρήτης» (31).
Ο Ζυμβρακάκης, που παρέμεινε αρχηγός των Χανίων, για να ενεργοποιήσει τη διεθνή κοινή γνώμη προέβη σε διαβήματα απευθύνοντας επιστολές σε προξένους, Γάλλους βουλευτές, υπουργούς εξωτερικών, τις οποίες είχε συντάξει ο Φλουράνς. Επιστολή έστειλε και στον ορκισμένο εχθρό του Ναπολέοντα του Μικρού, στον εξόριστο και προγραμμένο από την αυτοκρατορική εξουσία, μα φλογερό φιλέλληνα και διάσημο Γάλλο ρομαντικό συγγραφέα, Βίκτωρα Ουγκώ. Αυτός, άλλωστε, στις 20 Νοεμβρίου 1866, είχε ήδη δώσει στη δημοσιότητα μια πολύ θερμή επιστολή υπέρ των ηρωικών Κρητικών: «Εσείς, οι σημερινοί καταδυναστευόμενοι, θα είστε οι μελλοντικοί νικητές. Να επιμείνετε. Ακόμα κι αν πνίξουν τη φωνή σας, εσείς θα θριαμβεύσετε. […] (32).
Μια πνοή της δυνατής σου ψυχής έφτασε ως εμάς και στέγνωσε τα δάκρυά μας […] Η επιστολή σου έφτασε, κι είναι πιο πολύτιμη για μας κι από τον καλύτερο στρατό, γιατί επιβεβαιώνει το δίκιο μας […] Ποιητή, είσαι φως. Σε εξορκίζουμε, φώτισε εκείνους που μας αγνοούν, εκείνους που οι σφετεριστές έχουν προδιαθέσει ενάντια στον ιερό μας αγώνα. Ποιητή, η ωραία μας γλώσσα το λέει, είσαι δημιουργός, δημιουργός των λαών, όπως οι αρχαίοι αοιδοί. Με τα υπέροχα τραγούδια σου στα Ανατολικά έχεις κιόλας μοχθήσει για να δημιουργήσεις τον σύγχρονο ελληνικό λαό. Αποτέλειωσε το έργο σου. Μας αποκαλείς νικητές. Θα νικήσουμε χάρη σε σένα» (33) .
Ο χειμώνας ήταν βαρύς και ο Φλουράνς συμμετέχει σε όλες τις μάχες (Αγίας Ρουμέλης (34), Χωστής (35), Περιβολιών(36) όπου αρρωσταίνει δύο φορές.
Ύστερα από τη μάχη στα Περιβόλια, οι εθελοντές με επικεφαλής τον Ζυμβρακάκη κατευθύνθηκαν στο Θέρισο κι από κει ξεκίνησαν για τη Δρακώνα, όπου έφτασαν στις 23 Μαρτίου. Μετά από μια μικρή στάση ξαναπήραν το δρόμο και διασχίζοντας τον Ομαλό έφτασαν στην Αγία Ειρήνη και το Απανωχώρι, στα νοτιοδυτικά του οροπεδίου. Ο Ζυμβρακάκης αποφάσισε να ανεφοδιάσει τον Ομαλό και έδωσε εντολή να σταλεί εκεί ένα καραβάνι με τρόφιμα και πολεμοφόδια υπό ένοπλη συνοδεία, στην οποία μετείχαν ο Φλουράνς, ο Ανεμός και ένας βλάχος εθελοντής: «Φτάσαμε στον Ομαλό δύο ώρες πριν από το θάνατο του αδελφού τυ Χατζημιχάλη και πήγαμε να τον δούμε. Η γυναίκα του και τα δύο μικρά παιδιά του ήταν στο προσκέφαλό του ενώ ο Χατζημιχάλης απουσίαζε. Ο ετοιμοθάνατος μίλησε μαζί μας για τη χώρα και την επανάσταση και έδειξε τον πιο φλογερό ενθουσιασμό, τον πιο βίαιο φανατισμό ως την τελευταία στιγμή. (37)
Με τον Κόρακα και τον Πετροπουλάκη
Την άνοιξη του 1867 αποβιβάζονται στο νησί πεντακόσιοι Μανιάτες και πηγαίνουν στο Μυλοπόταμο κάτω από τις διαταγές του Δ. Πετροπουλάκη ενώ συγχρόνως συνενώνονται γύρω από αυτόν οι διασκορπισμένοι ξένοι εθελοντές. Ο Φλουράνς πείθεται να αφήσει το σώμα του Ζυμβρακάκη και με άλλους ξένους ξεκίνησαν για τα ορεινά του Ρεθύμνου περνώντας από τη Σαμαριά, τα Σελλιά, τη Μονή Πρέβελη, τη Μονή Ασωμάτων, καταλήγοντας στη μονή Χαλέπας όπου είχε εγκαταστήσει το επιτελείο του ο Πετροπουλάκης.
Ο Φλουράνς έμεινε λίγες μέρες στην περιοχή όπου πήρε διαταγή από τους Πετροπουλάκη και καπετάν Κόρακα να ενημερώσει τις επιτροπές της Ελλάδας για την κρίσιμη καμπή στην οποία βρισκόταν η κρητική επανάσταση από τη δράση του νέου σερασκέρη (38) Ομέρ πασά. Την παράτολμη αυτή ομάδα την αποτελούσαν επτά άνδρες: τρεις Γάλλοι, ένας Βρετανός, ένας Ούγγρος και δύο Έλληνες με επικεφαλής τον Γκουστάβ Φλουράνς.
Οδηγούμενη από έναν Σφακιανό, τον καπετάν Αντρέα, είχε επιχειρήσει αρχικά να βρει ένα σκάφος στην βόρεια ακτή της νήσου, ανάμεσα στον όρμο του Μπαλί και το χωριό Φόδελε, αλλά τελικά αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σχέδιο της και να πάρει ξανά τα βουνά. Αφού διέσχισαν το Μυλοπόταμο, εν μέσω μαχών και πυρπολημένων χωριών, οι οκτώ άνδρες συνέχισαν την πορεία τους μέσα από φαράγγια ως τις πλαγιές του κορυφές του Ψηλορείτη και από εκεί έφθασαν στη Μονή Πρέβελη, προτού καταλήξουν στα Σφακιά, το πρωινό της 12ης Μαΐου 1867.
Όταν ησύχασε επιτέλους η θάλασσα κι επικράτησε νηνεμία, οι οκτώ άνδρες έσπευσαν να αποπλεύσουν με το καϊκι τους από τον όρμο του Λουτρού και παραπλέοντας τη χερσόνησο της Παλαιόχωρας Σελίνου επιχείρησαν να περιπλεύσουν το ακρωτήρι Κριού Μέτωπο, αλλά ένας δυνατός μαϊστρος τους ανάγκασε να συνεχίσουν το ταξίδι τους από τη ξηρά ως το χωριό Σφηνάρι, όπου έφτασαν καταπονημένοι στις 19 Μαϊου. Επιτέλους, ένα μήνα μετά την αναχώρησή τους από το μοναστήρι της Χαλέπας Μυλοποτάμου, οι τρεις από τους έξι αρχικούς εθελοντές κατάφεραν να καταπλεύσουν στα Αντικύθηρα την αυγή της 30ης Μαίου 1867.
Τρεις μέρες μετά οι εθελοντές συνέχισαν το ταξίδι τους μέσω Κυθήρων και Ναυπλίου και στις 6 Ιουνίου αποβιβάστηκαν στον Πειραιά. Την επόμενη της άφιξής τους παρουσιάστηκαν στην Κεντρική υπέρ των Κρητών Επιτροπή και τη μεθεπόμενη ο Φλουράνς με τον Ανεμός επισκέφθηκαν τον γάλλο πρεσβευτή στην Αθήνα κάνοντας έναν θλιβερό απολογισμό της Κρητικής επανάστασης (39).
Επιστρέφοντας εσπευσμένα στη Γαλλία λόγω της επιδείνωσης της υγείας του πατέρα του, ο Γκουστάβ Φλουράνς προσπάθησε με όλες του τις δυνάμεις να δώσει ευρεία δημοσιότητα στον κρητικό αγώνα. Μετά το θάνατο του πατέρα του Πιερ Ζαν Μαρί στις 24 Νοεμβρίου/6 Δεκεμβρίου 1867 σε ηλικία 73 ετών και μια αποτυχημένη προσπάθεια να διοριστεί στη θέση του στο Κολλέγιο της Γαλλίας, ο Φλουράνς εγκατέλειψε και πάλι την οικογένειά του και το Παρίσι, για να ξαναβρεί τους Κρητικούς (40).
Ο Γκουστάβ Φλουράνς επέστρεψε στην Ελλάδα στις 21 Μαρτίου 1868, ημέρα έναρξης της τετραήμερης διαδικασίας των εκλογών που διενεργούσε η κυβέρνηση Βούλγαρη.
Την 1η Απριλίου ο Φλουράνς έφτασε στη Σύρο και απέπλευσε με τους παλιούς συντρόφους του με το ατμόπλοιο Ένωσις, φορτωμένο με 2.300 σακιά αλεύρι, 400 κάσες φυσκέκια και 150 Κρήτες πολεμιστές, στις 4 Απριλίου το απόγευμα. Τα μεσάνυχτα αποβιβαζόταν στην Κρήτη, στον όρμο Μπαλί . (41)
Εκείνη την άνοιξη του 1868 ο ξεσηκωμός της Κρήτης, εγκαταλελειμμένος ουσιαστικά από τη νέα ελληνική κυβέρνηση και παρά τις προσπάθειες των επιτροπών της Αθήνας και της Σύρου, ψυχορραγούσε. Με την άνοιξη, ο οθωμανικός στρατός ετοιμαζόταν να εκστρατεύσει. Οι Τούρκοι είχαν θέσει σε εφαρμογή ένα σχέδιο συστηματικής οικοδόμησης ενός δικτύου ισχυρών πύργων -κουλέδων- οι οποίοι βαθμιαία απλώνονταν απ’ άκρου εις άκρο στο νησί (42), για να αποκόψουν την επικοινωνία ανάμεσα στους επαναστάτες. Παράλληλα συστηματοποίησαν και τον αποκλεισμό των Κρητικών παραλίων από τα τουρκικά πλοία, με συνέπεια να δυσκολεύει ολοένα και περισσότερο ο ανεφοδιασμός των επαναστατών από τα ελληνικά καταδρομικά, που παρόλα αυτά συνέχιζαν τα ταξίδια τους και την αποστολή ενισχύσεων στο νησί ως το τέλος της επανάστασης(43).
Μόλις αποβιβάστηκε στην Κρήτη ο Φλουράνς κατευθύνθηκε αμέσως στο χωριό Γωνιές Μαλεβιζίου, που ήταν τότε έδρα της Γενικής Συνέλευσης της Προσωρινής Διοικήσεως και έγινε δεκτός με ενθουσιασμό. Τότε ήταν που η Συνέλευση, με ψήφισμά της 10ης Απριλίου 1868, τον ονόμασε πολίτη της Κρήτης (44).
Στις 30 Απριλίου 1868 η Συνέλευση αποφάσισε να δεχτεί τον Φλουράνς στους κόλπους της και τέσσερις μέρες αργότερα τον όρισε επίσημο πρεσβευτή της απέναντι στο ελληνικό βασίλειο. Ο ίδιος ζήτησε με τηλεγραφήματά του από την Γαλλική κυβέρνηση την προάσπιση των εθνικών δικαιωμάτων των Κρητών και έφυγε για την Αθήνα, προκειμένου να συνομιλήσει με τον μονάρχη.
Την Κυριακή 5 Μαϊου 1868, στις 11 το πρωί, το ατμόπλοιό Ένωσις έμπαινε στο λιμάνι της Σύρου αναγγέλλοντας την άφιξη του Φλουράνς με κανονιοβολισμούς. Η υποδοχή που του επιφυλάχθηκε ήταν αποθεωτική, οι εφημερίδες τον αποκάλεσαν μάλιστα «Νέο Βύρωνα της Ελλάδος», ωστόσο φτάνοντας το απόγευμα της Τετάρτης 8 Μαϊου 1868 στον Πειραιά αντιμετώπισαν μια πολύ αρνητική για την αντιπροσωπεία των Κρητών βουλευτών κατάσταση. Την επόμενη της άφιξής τους επισκέφθηκαν τον πρωθυπουργό, ό οποίος τους υποδέχθηκε «όχι τόσον ενθουσιωδώς», και σε σχετική ερώτησή τους «απήντησε αποτόμως ότι η ένωσις δεν γίνεται διά πληρεξουσίων, αλλά δια πρωτοκόλλων» (45).
Η σύλληψη και η απέλασή του Φλουράνς
Το Σάββατο, 11 Μαϊου ο Φλουράνς παρουσιάστηκε στα ανάκτορα ζητώντας βασιλική ακρόαση. Ο βασιλιάς όχι μόνον δεν τον δέχθηκε, αλλά όταν ο Φλουράνς αποφάσισε να τον επισκεφθεί πάση θυσία στην Κηφισιά την Πέμπτη, 16 Μαϊου 1868, ο υπασπιστής του Γεώργιου, βαρόνος Γκούλντενκρεν διέταξε ένα απόσπασμα της φρουράς να τον απομακρύνει από τα ανάκτορα (46).
Στον δρόμο της επιστροφής για την Αθήνα ο Φλουράνς, με εντολή του πρωθυπουργού Βούλγαρη, συλλαμβάνεται, οδηγείται στην αστυνομία και με παρόντα τον αναπληρωτή γραμματέα της γαλλικής πρεσβείας, ονόματι Γάσπαρη, του ανακοινώνεται ότι η ελληνική κυβέρνηση και η γαλλική πρεσβεία είχαν συμφωνήσει να τον επιβιβάσουν στο πρώτο πλοίο της γραμμής που θα έφευγε για τη Μασσαλία, ακόμα κι αν χρειαζόταν να χρησιμοποιήσουν βία εναντίον του.
Φημολογείται πως ο Γάλλος πρεσβευτής Γκομπινώ είχε ζήτησε την άμεση απέλασή του Φλουράνς, «κατηγορώντας τον ότι ερχόταν και τραγουδούσε επαναστατικά τραγούδια κάτω από τα παράθυρα της πρεσβείας τις νύχτες» (47).
Ο Φλουράνς πράγματι από τα κρατητήρια οδηγήθηκε στον Πειραιά και στις πέντε τα ξημερώματα, φορώντας πάντοτε την κρητική του στολή, επιβιβάστηκε στο γαλλικό πλοίο Γκονταβερύ με προορισμό τη Μασσαλία.
Η σύλληψη και η απέλασή του προκάλεσαν, όπως ήταν φυσικό, σάλο και απασχόλησαν τα αθηναϊκά πρωτοσέλιδα (48). Ο ίδιος ο Φλουράνς, ωστόσο, επιβιβάστηκε στο πλοίο της γραμμής Αμερική, που ήταν έτοιμο ν’ αναχωρήσει για Πειραιά και Κωνσταντινούπολη το βράδι της 25 Μαϊου 1868.
Το πλοίο κατέπλευσε πράγματι στις 29 Μαϊου στον Πειραιά, όπου η αστυνομία, ειδοποιημένη από τον έλληνα πρόξενο στη Μασσαλία, περίμενε τον Φλουράνς με το όπλο παρά πόδα∙ εκείνος όμως είχε ήδη εγκαταλείψει το σκάφος προτού ρίξει άγκυρα. Οι φίλοι του τον περίμεναν με μια βάρκα στον κόλπο της Σαλαμίνας και γρήγορα βρέθηκε «εν οίκω ασφαλεί και πιστώ» (49). Ο καταδιωκόμενος γάλλος φιλέλληνας δεχόταν την οξύτατη επίθεση των αντιπάλων του μέσω των φιλοκυβερνητικών εφημερίδων που είχαν προφανή στόχο να θέσουν στο περιθώριο τόσο τον ίδιο όσο και τους υπερασπιστές του, ο εξόριστος, ωστόσο, στο Γκέρνσυ Βίκτωρ Ουγκώ έδωσε στη δημοσιότητα στις 9 Ιουλίου 1868 μια οργισμένη διαμαρτυρία εναντίον της ελληνικής κυβέρνησης και του γάλλου βασιλιά που κατέληγε ως εξής: «Ξέρετε γιατί οι καίσαρες, οι σουλτάνοι, οι παλιοί βασιλιάδες, οι παλιοί κώδικες και τα παλιά δόγματα έχουν καταρρεύσει; Γιατί είχε καρφωθεί επάνω τους αυτό το φως. Ξέρετε γιατί έπεσε ο Ναπολέων; Γιατί η δικαιοσύνη, όρθια μέσα στη σκιά, τον κοίταζε» (50).
«Ουδείς μπορεί να αγωνίζεται μόνος εναντίον όλων. Ο Φλουράνς δυσκολεύτηκε να το καταλάβει. Ακόμα και ό,τι ήταν ολοφάνερο, με δυσκολία τον έπειθε. Στο τέλος, ωστόσο, υπέκυψε στην πραγματικότητα. Καταδιωκόμενος στενά από την αστυνομία, αναγκασμένος να καταφεύγει από κρυψώνα σε κρυψώνα, αποφάσισε να αφήσει την άθλια αυτή χώρα για να μη βάλει σε κίνδυνο τους φίλους του και έφυγε για τη Νεάπολη» (51).
Δεν είχε προλάβει καλά-καλά να πατήσει στην Ιταλία ο Φλουράνς και βρέθηκε πάλι κρατούμενος, αυτή τη φορά στις ναπολιτάνικες φυλακές της Βικάρια και του Αγίου Φραγκίσκου. Το νέο του έγκλημα ήταν η δημοσίευση στην εφημερίδα Popolo d’ Italia ενός άρθρου όπου, μιλώντας περί Κρητών στο πρώτο πρόσωπο, και με αφορμή το φιλελληνικό ψήφισμα του αμερικανικού κογκρέσου, κατήγγειλε την αναλγησία των ευρωπαϊκών ηγεσιών: «αι οποίαι ουδέν έπραξαν δι’ ημάς, ουδέν απολύτως, πέραν του ότι αρχικώς μεν ενέπαιζον ημάς δίδουσαι απατηλάς υποσχέσεις υποστηρίξεως, σήμερον δε προσπαθούν να μας κάμουν να υποκύψωμεν, πνιγόμενοι εντός του αίματός μας (52).
Τελικά ο Φλουράνς αποφυλακίστηκε, «εξαντλημένος από τον μακρόχρονο και στείρο αγώνα, έναν αγώνα άτακτο, χωρίς προοπτική, έναν αγώνα που θα μπορούσε να οριστεί ως η δράση μέσα στο κενό» (53).
Ύστερα από την τελευταία του περιπέτεια στην Ιταλία, ο Φλουράνς αποφάσισε να γυρίσει στο Παρίσι, όπου έφτασε στα τέλη του 1868 (54).
Το τέλος της Κρητικής επανάστασης
Η κρητική επανάσταση του 1866-1869, που ξέσπασε τον Αύγουστο του 1866 με αφορμή την κακοδιοίκηση και την καταπίεση της τουρκικής διοίκησης σε βάρος των χριστιανών κατοίκων του νησιού, πέρασε διάφορες φάσεις, αλλά τελικά υπέκυψε μπρος στις πολλαπλάσιες δυνάμεις του εχθρού, στην αντίδραση των ευρωπαϊκών δυνάμεων να ενωθεί η Κρήτη με την Ελλάδα, και στην αδυναμία του ελληνικού κράτους να τη συγκρατήσει και να τη διατηρήσει. Παρά τις πρώτες νίκες των επαναστατών, ο καλύτερα οργανωμένος και πολυπληθέστερος οθωμανικός στρατός (45.000 στρατιώτες έναντι 20.000 επαναστατών), ενισχυμένος από τον στόλο που επέβαλε τον ναυτικό αποκλεισμό της Μεγαλονήσου, φαινόταν να επικρατεί στρατιωτικά.
Ήταν εκείνη ακριβώς η στιγμή που η κυβέρνηση Βούλγαρη αποφάσισε να στείλει στην Κρήτη ισχυρό εθελοντικό σώμα υπό τον Δημ. Πετροπουλάκη για την αναζωπύρωση του αγώνα. Οι δυνάμεις του όμως περικυκλώθηκαν ξαφνικά στις Βρύσες στις 8 Δεκεμβρίου και υπέστησαν μεγάλη καταστροφή.
Μέσα στον πανικό και την απελπισία ο Δημ. Πετροπουλάκης, πολλοί τοπικοί αρχηγοί και γύρω στους 600 εθελοντές αναγκάστηκαν να παραδοθούν στα μέσα Δεκεμβρίου.
Η ατυχής αυτή εκστρατεία του Πετροπουλάκη επιτάχυνε όχι μόνο το τέλος της επανάστασης στην Κρήτη, αλλά και την κρίση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις με αποτέλεσμα την έντονη προετοιμασία των δύο χωρών για πόλεμο (55). Οι εξελίξεις θορύβησαν τις Μεγάλες Δυνάμεις, γι’ αυτό στις 2 Ιανουαρίου 1869 ο Ναπολέων Γ’ συγκάλεσε έκτακτη συνδιάσκεψη στο Παρίσι.
Η συνδιάσκεψη του Παρισιού
Στη συνδιάσκεψη συμμετείχαν η Αυστρία, η Βρετανία, η Γαλλία, η Πρωσία, η Ρωσία και η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Στις 8 Ιανουαρίου 1869, ανακοινώθηκαν οι αποφάσεις της Συνδιάσκεψης του Παρισίου:
α) απαγόρευση της συγκρότησης άτακτων σωμάτων στο ελληνικό έδαφος για τη διεξαγωγή επιθετικών επιχειρήσεων εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας,
β) απαγόρευση εξοπλισμού σε ελληνικά λιμάνια πλοίων που θα εφοδίαζαν εξεγέρσεις σε οθωμανικά εδάφη,
γ) διευκόλυνση επιστροφής στην Κρήτη όσων προσφυγικών οικογενειών το επιθυμούσαν,
δ) αποζημίωση όσων Οθωμανών υπηκόων ζημιώθηκαν κατά την εξέγερση.
Παρά τις ηρωικές θυσίες του κρητικού λαού και τον ολομέτωπο αγώνα για τρία ολόκληρα χρόνια η Επανάσταση απέτυχε. Το Κρητικό Ζήτημα παρέμεινε ένα ενεργό ηφαίστειο, το οποίο εξερράγη τρίτη και τελευταία φορά το 1897 (56).
1. Η ζωή και ο θάνατος του Γουσταύου Φλουράνς, του Λεωνίδα Καλλιβρετάκη. Ο Λεωνίδας Φ. Καλλιβρετάκης γεννήθηκε στα Χανιά το 1953 και το 1977 αποφοίτησε από το Ιστορικό και Αρχαιολογικό Τμήμα της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών. Συνέχισε μεταπτυχιακές σπουδές στη Γαλλία και το 1983 υποστήριξε με επιτυχία τη διδακτορική του διατριβή στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης με θέμα Gustave Flourens (1838-1871) et la Grèce. Αυτή τη διατριβή μετάφρασε η κ. Αθηνά Βουγιούκα και τύπωσε το Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης (Μ.Ι.Ε.Τ.) στην Αθήνα το 1998, για να κυκλοφορήσει ως αυτοτελές βιβλίο με τον τίτλο: “Η ζωή και ο θάνατος του Γουσταύου Φλουράνς”. Πολλές από τις πληροφορίες αυτού του άρθρου έχουν αντληθεί από το πολύ κατατοπιστικό για τον αναγνώστη βιβλίο του Λεωνίδα Καλλιβρετάκη.
2. Αυτός ο δρόμος βρίσκεται στην περιοχή της Νέας Χώρας και αρχίζει από την οδό Σελίνου και φτάνει μέχρι την Ακτή Παπανικολή.
3. Ο Ωγκύστ Μπλανκί (1805–1881), η πιο ηρωική προσωπικότητα του γαλλικού Σοσιαλισμού του 19ου αιώνα, καταδικάστηκε κατ’ επανάληψη σε θάνατο, πέρασε το μισό σχεδόν της ζωής του (συνολικά 36 από τα 75 χρόνια της ζωής του) στις φυλακές και υπήρξε ο θεωρητικός συγκεκριμένης επαναστατικής μεθοδολογίας η οποία ονομάστηκε «Μπλανκισμός» («Blanquisme») και εστιαζόταν στην αιφνιδιαστική ένοπλη κατάληψη της εξουσίας από έναν μικρό κύκλο καλά εκπαιδευμένων επαναστατών.
4. Γιάννης Κορδάτος, Η Παρισινή Κομμούνα – Μνημόσυνα, πρώτη δημοσίευση περιοδικό «ΠΡΩΤΟΠΟΡΟΙ», τεύχος 2, του 1930.
5. Την πληροφορία αυτή, ωστόσο, δεν την επιβεβαιώνει ο Λ. Καλλιβρετάκης στο βιβλίο του, που τοποθετεί την πρώτη άφιξη του Φλουράνς στην Αθήνα στις αρχές του 1866.
6. Γιάννης Κορδάτος, Η Παρισινή Κομμούνα – Μνημόσυνα, ο.π..
7. Το Χαττ-ι-Χουμαγιούν (Διάταγμα Εφαρμογής των Μεταρρυθμίσεων) επιχειρούσε να εξαλείψει τις διακρίσεις εις βάρος των μη μουσουλμανικών κοινοτήτων, να βάλει κανόνες στη διοίκηση και να περιορίσει την αυθαιρεσία των μουσουλμάνων.
8. Βλ. Βλάσης Αγτζίδης, ΚΡΗΤΗ: Οι επαναστάσεις και η σημασία τους, Ε-ΙΣΤΟΡΙΚΑ, εφημερίδα: Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 12-10-2014.
9. Το προνόμιο να οπλοφορούν οι Κρητικοί αποτελούσε μια από τις βασικές διατάξεις του φιρμανιού του 1858.
10. Βλ. Ιωάννα Διαμαντούρου, Η Κρητική επανάσταση (1866-1869), στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τόμος ΙΓ’, Αθήνα 1977, σελ. 253.
11. Βλ. Βλάσης Αγτζίδης, ΚΡΗΤΗ: Οι επαναστάσεις και η σημασία τους, Ε-ΙΣΤΟΡΙΚΑ, εφημερίδα: Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 12-10-2014.
12. Βλ. Γιάννης Χρονόπουλος-ιστορικός, Γεωπολιτική και διπλωματία κατά την επανάσταση του 1866, Ε-ΙΣΤΟΡΙΚΑ, εφημερίδα: Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 12-10-2014.
13. Μ. Μ. Παπαϊωάννου, Η Παρισινή Κομμούνα και η Ελλάδα, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1995.
14. Παλιγεννεσία, αρ. 873 της 15/27Μαρτίου 1866. Βλ. Λεωνίδας Καλλιβρετάκης, Η ζωή και ο θάνατος του Γουσταύου Φλουράνς, μετάφραση: Αθηνά Βουγιούκα, εκδόσεις: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης (Μ.Ι.Ε.Τ.), Αθήνα 1998, σελ. 46-47.
15. Βλ. Λεωνίδας Φ. Καλλιβρετάκης, «Η ζωή και ο θάνατος του Γουσταύου Φλουράνς», ο.π., σελ. 54-55.
16. Βλ. Ιωάννα Διαμαντούρου, Η Κρητική επανάσταση (1866-1869), στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τόμος ΙΓ’, Αθήνα 1977, σελ. 254.
17. Βλ. Ιωάννα Διαμαντούρου, Η Κρητική επανάσταση (1866-1869), 0.π., σελ. 254-255.
18. Βλ. Ιωάννα Διαμαντούρου, Η Κρητική επανάσταση (1866-1869), ο.π., σελ. 255.
19. Βλ. Ιωάννα Διαμαντούρου, Η Κρητική επανάσταση (1866-1869), ο.π., σελ. 257-258.
20. Βλ. Ιωάννα Διαμαντούρου, Η Κρητική επανάσταση (1866-1869), ο.π., σελ. 259.
21. Βλ. Ιωάννα Διαμαντούρου, Η Κρητική επανάσταση (1866-1869), ο.π., σελ. 260.
22. Ιστορικό Αρχείο Κρήτης, Αρχείο Κορωναίου, έγγραφο 3 (βλ. Λεωνίδας Φ. Καλλιβρετάκης, «Η ζωή και ο θάνατος του Γουσταύου Φλουράνς», ο.π., σελ. 94).
23. Επισημαίνει χαρακτηριστικά σε μια υποσημείωσή του ο Λεωνίδας Καλλιβρετάκης: “Το κείμενο του όρκου και το γράμμα του Φλουράνς στον Κανελλόπουλο είναι δημοσιευμένα στο «L’ Indépendance Hellenique». Ο Εκδικητής στον οποίο αναφέρεται ο Φλουράνς ήταν ένα καράβι του γαλλικού πολεμικού ναυτικού που οι άνδρες του, όταν παγιδεύτηκαν από μοίρα του βρετανικού στόλου στον Ατλαντικό Ωκεανό την 1η Ιουνίου 1794, προκειμένου να παραδοθούν, προτίμησαν να το βυθίσουν αύτανδρο και να χαθούν όλοι (356 ναύτες). Η ηρωική αυτή ιστορία φαίνεται ότι παρέμενε επίκαιρη την εποχή του Φλουράνς. Είναι ενδιαφέρον ότι περιγράφεται με δραματικό τρόπο από τον Ιούλιο Βέρν στο μυθιστόρημά του Είκοσι χιλιάδες λεύγες υπό την θάλασσαν, που κυκλοφόρησε λίγο μετά, το 1870”. (βλ. Λεωνίδας Φ. Καλλιβρετάκης, «Η ζωή και ο θάνατος του Γουσταύου Φλουράνς», ο.π., σελ. 394).
24. Στη μονή Αρκαδίου είχαν καταφύγει πολλά γυναικόπαιδα. Υπερασπιστές τους ήταν 250 αγωνιστές υπό την αρχηγία του Πελοποννήσιου ανθυπολοχαγού Ιω. Δημακόπουλου και του ηγουμένου Γαβριήλ. Εναντίον τους επιτέθηκαν, στις 8 και 9 Νοεμβρίου 1866, 15.000 Τουρκοαιγύπτιοι στρατιώτες και Τουρκοκρητικοί, οι οποίοι έπειτα από 3 εφόδους κυρίευσαν το μοναστήρι, οπότε οι πολιορκημένοι ανατίναξαν την πυριτιδαποθήκη και τάφηκαν κάτω από τα ερείπια μαζί με πολλούς εχθρούς, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Αμερικάνου Stillman.
25. Βλ. και Π. Πρεβελάκης, Παντέρμη Κρήτη, Αθήνα 1945, σελ. 82-84, 90-91 & Γεώργιος Τσερεβελάκης «Η κρητική Επανάσταση του 1866» Έκδοση Ιστορικά της εφημερίδας ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ Αθήνα Νοέμβριος 2011.
26. Βλ. Ιωάννα Διαμαντούρου, Η Κρητική επανάσταση (1866-1869), ο.π., σελ. 262.
27. Επιστολή με ημερομηνία 5 Ιανουαρίου 1867 (ν.η) στην «L’ Indépendance Hellenique», αρ. 48/17/01/1867.
28. Λεωνίδας Φ. Καλλιβρετάκης, «Η ζωή και ο θάνατος του Γουσταύου Φλουράνς», ο.π., σελ. 113.
29. Λεωνίδας Φ. Καλλιβρετάκης, «Η ζωή και ο θάνατος του Γουσταύου Φλουράνς», ο.π., σελ. 117.
30. Γρ. Παπαδοπετράκης, Ιστορία των Σφακίων, Αθήνα 1888, σελ. 508.
31. Επιστολή με ημερομηνία 5 Ιανουαρίου 1867 (ν.η) στην «L’ Indépendance Hellenique», αρ. 48/17/01/1867.
32. Παλιγεννεσία, αρ. 1060/9.12.1866.
33. Victor Hugo, Actes et Paroles II, Παρίσι 1938, σελ. 231 & Εφημερίδα Εθνοφύλαξ, έτος ΣΤ’, αρ. φ. 1126, 21 Ιανουαρίου 1867.
34. Στις 8 Ιανουαρίου 1867 γύρω στους 2.000 επαναστάτες -Σελινιώτες, Κισαμίτες, Λασιθιώτες, Αποκορωνιώτες, Κυδωνιάτες, λίγοι Σφακιανοί καθώς και ο Ζυμβρακάκης με τους φιλέλληνες εθελοντές (ανάμεσά τους και τον Γκουστάβ Φλουράνς) -κατέλαβαν όλες τις θέσεις γύρω από την Αγ. Ρουμέλη και επέπεσαν εναντίον του εκεί τουρκικού στρατού, με αποτέλεσμα να τον αιφνιδιάσουν και να του προξενήσουν βαριές απώλειες (πάνω από 600 άνδρες), αλλά και να τον αναγκάσουν λίγες μέρες αργότερα να εγκαταλείψει την Αγ. Ρουμέλη και να ενωθεί με τον Μπουσταφά στον Εμπρόσγιαλο Χώρας Σφακίων
35. Στις 27 Ιανουαρίου 1867 ο Αλή Σαρχός πασάς με αρκετή δύναμη κίνησε για το Σέλινο, αλλά ‘έπειτα από οργανωμένη επίθεση του Κριάρη, του Κορκίδη, του Χατζημιχάλη, του Ζυμβρακάκη και των Μανουσάκηδων στη θέση Χωστή, όπου είχε στρατοπεδεύσει, αναγκάσθηκε στις αρχές Φεβρουαρίου να επιστρέψει και πάλι στα Χανιά.
36. Το χάραμα της 21ης Μαρτίου 1867 ο Ζυμβρακάκης, και οι καπετάνιοι Χατζημιχάλης, Κριάρης, Κορκίδης, Μάντακας, Μαυρογένης και Λιβιόπετρος, με δύο χιλιάδες περίπου Σελινιώτες, Κισαμίτες, Λακκιώτες και Απαοκορωνιώτες επιτέθηκαν στα Περιβόλια, σε θέση που βρίσκονταν σε απόσταση μιας ώρας μόνο από την πόλη των Χανίων. Αν και οι απώλειες των Οθωμανών στη διάρκεια της μάχης δεν ήταν σημαντικές, έφτασαν περίπου τους ογδόντα νεκρούς και τραυματίες, εντούτοις το παράτολμο εγχείρημα πέτυχε το στόχο του, γιατί έδειχνε πως οι επαναστάτες ήταν σε θέση να χτυπούν εκεί που οι Τούρκοι νόμιζαν τους εαυτούς τους απρόσβλητους. (βλ. επιστολή βρετανού πρεσβευτή Έρσκιν προς Στάνλεϋ, 23.3/4.4.1867∙ αναφέρεται στο βιβλίο του Λεωνίδα Φ. Καλλιβρετάκη, ο.π., σελ. 156).
37. Jules Ballot, Histoire de l’ insurrection cretoise, Παρίσι 1868, σελ. 185.
38. σερασκέρης, (ο) ουσ. στην Τουρκία, ο αρχιστράτηγος, στρατιωτικός διοικητής.
39. Λεωνίδας Φ. Καλλιβρετάκης, ο.π., σελ. 181-182.
40. Λεωνίδας Φ. Καλλιβρετάκης, ο.π., σελ. 203-205.
41. Λεωνίδας Φ. Καλλιβρετάκης, ο.π., σελ. 219.
42. Λεωνίδας Φ. Καλλιβρετάκης, ο.π., σελ. 224.
43. Βλ. Ιωάννα Διαμαντούρου, Η Κρητική επανάσταση (1866-1869), στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τόμος ΙΓ’, Αθήνα 1977, σελ. 253-277.
44. Λεωνίδας Φ. Καλλιβρετάκης, ο.π., σελ. 224.
45. Εθνοφύλαξ, αρ. 1479/07.05.1868.
46. Λεωνίδας Φ. Καλλιβρετάκης, ο.π., σελ. 241-245.
47. Βλ. Έκθεση του Αναρχικού Εργατικού Συνδέσμου Αθηνών στο Διεθνές Επαναστατικό Συνέδριο που πραγματοποιήθηκε το 1900 στο Παρίσι, όπως το παραθέτει μεταφρασμένο από τα γαλλικά ο Κ. Μοσκώφ, Εισαγωγικά στην ιστορία του κινήματος της εργατικής τάξης, Αθήνα 1985, σελ. 170.
48. Λεωνίδας Φ. Καλλιβρετάκης, ο.π., σελ. 245-249.
49. Βλ. και Λεωνίδας Φ. Καλλιβρετάκης, ο.π., σελ. 250.
50. Βλ. και Λεωνίδας Φ. Καλλιβρετάκης, ο.π., σελ. 258-259.
51. Prolès Charles, G. Flourens, Παρίσι 1898, σελ. 36. Αναφέρεται στο βιβλίο του Λεωνίδα Φ. Καλλιβρετάκη, «Η ζωή και ο θάνατος του Γουσταύου Φλουράνς», ο.π., σελ. 259.
52. L’ Indépendance Hellenique», αρ. 129/13.08.1868. Αναφέρεται στο βιβλίο του Λεωνίδα Φ. Καλλιβρετάκη, ο.π., σελ. 260.
53. Prolès Charles, G. Flourens, Παρίσι 1898, σελ. 37. Αναφέρεται στο βιβλίο του Λεωνίδα Φ. Καλλιβρετάκη, «Η ζωή και ο θάνατος του Γουσταύου Φλουράνς», ο.π., σελ. 261.
54. Βλ. και Λεωνίδας Φ. Καλλιβρετάκης, ο.π., σελ. 261.
55. Βλ. Ιωάννα Διαμαντούρου, Η Κρητική επανάσταση (1866-1869), στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τόμος ΙΓ’, Αθήνα 1977, σελ. 275-276.
56. Γιάννης Χρονόπουλος, Γεωπολιτική και διπλωματία κατά την επανάσταση του 1866, Ε-ΙΣΤΟΡΙΚΑ, εφημερίδα: Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 12-10-2014.