Γράφει ο Αρχιμανδρίτης
Ιγνάτιος Θ. Χατζηνικολάου
Θεολόγος, τ. Λυκειάρχης
Δυσερμήνευτος ο πόνος, φανερός και αθέατος. Ανέλπιστος και αναμενόμενος. Βραχύβιος ή ισόβιος. Πάντως, από το σύνολο σχεδόν των ανθρώπων, ανεπιθύμητος. Και το ποσοστό αυτό αυξάνεται από την άνοδο της καλοζωίας και του υλικού ευδαιμονισμού.
Στην ψυχολογία ο πόνος είναι δυσάρεστη συναισθηματική κατάσταση, κάτω από την οποία διατελεί ο άνθρωπος, με αφορμή ερεθίσματα εσωτερικά ή εξωτερικά και που μπορεί από την μικρή λύπη να φθάσει σε μια βαθειά θλίψη και οδύνη.
Νιώθει τότε ο άνθρωπος δυνατές συγκινήσεις, άλγος ψυχικό, που μπορεί να έχει παροδικό ή και μόνιμο χαρακτήρα. Είναί ο ψυχικός πόνος ένα Ταντάλειο μαρτύριο που το επιτείνουν της ζωής οι αντιξοότητες.
Για να κρατηθεί ο άνθρωπος όρθιος, πρέπει να είναι «σοφός», ή ενάρετος και να δεσπόζει του ψυχικού του βίου «για να διασώζει την ψυχική του γαλήνη», όπως διδάσκουν οι Στωικοί και όπως αποφαίνεται ο Σπινόζα.
Στην Ιατρική ο πόνος είναι το δυσάρεστο συναίσθημα που παράγεται από τον ερεθισμό των αισθητικών νεύρων και οφείλεται σε σωματική κάκωση ή οργανική βλάβη.
Είναι ο πόνος του ζωικού οργανισμού, μικρό η μεγάλο σε ένταση σωματικό άλγος, που η διάρκειά του μπορεί να είναι και ισόβια. Γίνεται τότε η ζωή του ανθρώπου ένα Ιώβειο δράμα, που η λύση του, τις περισσότερες φορές, μόνο ένας θάνατος θα τη δώσει. Γιατί, ζωσμένος με τις φλόγες των αλγηδόνων, ριγμένος μέσα στο καμίνι του πυρετού δεν ζει για τίποτε άλλο παρά να πάσχει.
Και είναι ζωντανός ο πόνος, όπως και η φωτιά, που όσο τρώει του δάσους τους κορμούς, τόσο υψώνει τις γλώσσες της απειλητικές.
Χρειάζεται κι εδώ δύναμη για να σταθεί κανείς όρθιος και παλαιστής σ’ αυτό το μαρτύριο. Χρειάζεται δύναμη με πίστη οπλισμένος ο άνθρωπος, όχι μόνο για να αντιμετωπίσει τον πόνο, αλλά έτσι θαρραλέα να ατενίσει και το φρικτό πρόσωπο του θανάτου.
Ο πόνος του σώματος, και ο πόνος της ψυχής, που σαν μαχαίρι δίκοπο την διαπερνά κάθε φορά που η χαρά της θεραπείας βλέπει να λαμπρύνει τα πρόσωπα των άλλων, ενώ πολύ πιο πρώτα θα έπρεπε να είχε φαιδρύνει και το δικό του. Και εκδηλώνεται με το βαρύ παράπονο, που εκφράζουν οι τρεις λέξεις που απηύθυνε ο παράλυτος στον Χριστόν: «Άνθρωπον ουκ έχω» (Ιωάνν. 5,7)
Η μοναξιά, η εγκατάλειψη, η αδιαφορία του κόσμου, η σκληρότητα των ανθρώπων, που σε προσπερνανε αδιάφορα ή περιφρονητικά, βαθαίνουν τον πόνο σου.
Το καλό και το κακό, η χαρά και η λύπη, η ευδαιμονία και η δυστυχία, το χαμόγελο και το δάκρυ είναι ανάμικτα στην ζωή αυτή, ώστε κανείς, μα κανείς να μη βρεθεί χωρίς να γευθεί από το ποτήρι τους. Την διαφορά σε τούτο την βρίσκομε στο μέγεθος του κυπέλλου, που ο καθένας μας φέρνει.
Κάθε «κερασμα» κρύβει και κάποιο «μυστικό» έχει σκοπό ανεξιχνίαστο, πολλές φορές ανερμήνευτο. Αυτή είναι και η απάντηση στο αιώνιο ερώτημα: Γιατί ο πόνος στην ζωή μας; Μ’ αυτήν την μεγάλη αλήθεια σαν βίωμα που βγαίνει και από τη ν προσωπική εμπειρία, τράβα άνθρωπε τον δρόμο σου. Κι αν βρίσκεσαι στην μελαγχολική νύχτα, γνώριζε ότι ακολουθεί η φωτεινή ημέρα και στην βαρυχειμωνιά η γλυκιά Άνοιξη. Στα λόγια του παραλυτικόυ που προαναφέραμε «άνθρωπον ουκ έχω» το «έγειρε και περιπάτει» του Χριστού (Ιωάνν. 5,9)
Ο μεγάλος Μπετόβεν, που πονεσε πολύ στην ζωή του, είχε πει σε μια προσευχή του: «Πάνσοφε Θεέ , δώσε ό,τι θέλεις. Είτε ευχάριστο, είτε δυσάρεστο. Φτάνει να προέρχεται από το χέρι Σου».