Τη διαβεβαίωση ότι «η Coca-Cola πιστεύει στην Ελλάδα», έδωσε από τη Θεσσαλονίκη ο «νούμερο 2» της πολυεθνικής παγκοσμίως, Αχμέτ Μποζέρ (Ahmet Bozer), πρόεδρος του ομίλου Ευρασίας και Αφρικής της «Τhe Coca Cola Company» και υπεύθυνος σήμερα για τις δραστηριότητες του επιχειρηματικού κολοσσού σε περισσότερες από 90 χώρες.
Εξέφρασε δε, τη βεβαιότητα ότι η Ελλάδα θα βγει από την κρίση ισχυρότερη και πιο ανθεκτική κι όταν αυτό συμβεί, η Coca Cola, που εξακολουθεί να δραστηριοποιείται στην αγορά, θα έχει πλεονέκτημα έναντι του ανταγωνισμού.
Μιλώντας σε εκδήλωση του Τουρκικού Προξενείου στη Θεσσαλονίκη, ο κ.Μποζέρ είπε χαρακτηριστικά: «Τα τελευταία δύο χρόνια επενδύσαμε στην Ελλάδα πάνω από 160 εκατ. ευρώ. Αν δεν πιστεύαμε στην Ελλάδα, δεν θα διατηρούσαμε εδώ την έδρα μας για 23 χώρες. Η δέσμευσή μας στην Ελλάδα είναι ισχυρή και αμετάκλητη».
Πρόσθεσε δε, ότι οι σημερινοί ηγέτες πρέπει ν΄ αντιληφθούν αυτό που συμβαίνει στην Ελλάδα ως εποχή μετασχηματισμού και όχι ως περίοδο κρίσης. Κι αυτό γιατί, «όταν σκέφτεσαι την κρίση αμέσως μπαίνεις στη διαδικασία να προστατέψεις τον εαυτό σου, βάζοντάς τον στη γωνία».
“Αν προχωρήσουμε πέρα από τις αρνητικές ειδήσεις, θα δούμε τα πολλά πλεονεκτήματα της Ελλάδας”
Ο κ. Μποζέρ επισήμανε ακόμη ότι, αν κοιτάξει κάποιος πέρα από τις αρνητικές ειδήσεις, που αναπαράγονται από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, θα δει την πραγματικότητα για τα πολλά πλεονεκτήματα της Ελλάδας: «είναι πρώτη δύναμη στην εμπορική ναυτιλία, δέχεται σχεδόν 20 εκατ. τουρίστες ετησίως, είναι σημαντικός παραγωγός αγροτικών προϊόντων και σημαντικός περιφερειακός επενδυτής. Στην Τουρκία για παράδειγμα, μέχρι το τέλος του 2010 ήταν επισήμως εγγεγραμμένες 439 εταιρείες με ελληνικά κεφάλαια, εκ των οποίων 252 ενεγράφησαν το 2005-2010».
«Το 2013 θα είναι σίγουρα μια δύσκολη χρονιά για την Ελλάδα, με υψηλή ίσως ανεργία και συνεχιζόμενη ύφεση της επιχειρηματικότητας, αλλά η πορεία προόδου πρέπει να συνεχιστεί», σημείωσε ο κ.Μποζέρ και πρόσθεσε ότι είναι απαραίτητες οι σκληρές επιλογές, που μπορεί μεν να πονέσουν, αλλά αν δεν γίνουν, όλα θα χαθούν.
“Μην αφήσετε αυτή την κρίση να πάει χαμένη”
Ανέφερε δε, την παραίνεση που ο πρόεδρος της Coca Cola (σ.σ. Μουχτάρ Κεντ) είχε διατυπώσει προς τα στελέχη του, όταν άρχισε να γίνεται αντιληπτή η κρίση του 2007-2008: «Μην αφήσετε αυτή την κρίση να πάει χαμένη». Σε περιόδους κρίσεων , όπως εξήγησε, όλοι κάνουν πίσω κι αυτό είναι καλή ευκαιρία για όσους επιμένουν να αναπτύσσονται, με επενδύσεις και σύσφιξη σχέσεων με τους πελάτες τους. «Μπορεί να υπάρχει βραχυπρόθεσμη απώλεια από αυτή τη στρατηγική, αλλά μακροπρόθεσμα τα οφέλη είναι πολλά», πρόσθεσε.
“Δεν έχω… δηλητηριαστεί από την αισιοδοξία της Coca Cola”
Ο ίδιος εμφανίστηκε αισιόδοξος συνολικά για τις προοπτικές της υφηλίου. «Επειδή η Coca Cola πρεσβεύει ως εταιρεία την αισιοδοξία και τη χαρά, κάποιοι μού λένε ότι έχω δηλητηριαστεί από το προϊόν που πίνω, γι’ αυτό είμαι τόσο αισιόδοξος. Η αλήθεια είναι όμως ότι λόγοι αισιοδοξίας υπάρχουν πολλοί. Η ειρήνη συνεχίζει να κυριαρχεί στις περισσότερες περιοχές κι ο μέσος αριθμός των ένοπλων πολεμικών συρράξεων έχει υποχωρήσει θεαματικά. Παράλληλα, στα επόμενα 10 χρόνια, 1 δισ. άνθρωποι θα ενταχθούν στη μεσαία τάξη, ενώ με τη μαζική αστικοποίηση κάθε τρίμηνο δημιουργείται στον κόσμο μία νέα Αθήνα. Ο κόσμος θέλει να αντιμετωπίζει τα προβλήματά του με πιο συνεκτικό τρόπο: η Ομάδα των κάποτε επτά πλουσιότερων κρατών (G7) έγινε πλέον G20. Σε αυτό το σκηνικό, η Ελλάδα πρέπει να πάρει τη θέση που δικαιούται», κατέληξε.
“Αν η Ελλάδα διορθώσει τις αδυναμίες της, θα δει πολύ περισσότερους Τούρκους επενδυτές”
Την πεποίθηση ότι η Ελλάδα πρέπει να ανέβει στην «άμαξα» των διεθνών εμπορικών και οικονομικών ροών κι ότι «η Τουρκία είναι ο καταλληλότερος εταίρος για να συμβεί αυτό», εξέφρασε ο Τούρκος πρέσβης στην Αθήνα, Κερίμ Ουράς (Kerim Uras) και πρόσθεσε ότι, εάν η χώρα μας διορθώσει ορισμένες αδυναμίες, ιδίως σε επίπεδο γραφειοκρατίας, αλλά και αγοράς εργασίας και κλειστών επαγγελμάτων, τότε «θα έρθουν πολύ περισσότεροι Τούρκοι επενδυτές».
Αναφερόμενος ειδικότερα στον τουρισμό, ο κ.Ουράς υποστήριξε ότι αν δοθεί λύση στο θέμα της βίζας για τους Τούρκους τουρίστες, τότε «σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, οι 50.000 Τούρκοι, που επισκέπτονται σήμερα την Ελλάδα, θα γίνουν 1 εκατομμύριο», εξέλιξη χάρη στην οποία η Θεσσαλονίκη θα είναι ένας από τους πρώτους ωφελούμενους προορισμούς.
Ο κ. Ουράς αναφέρθηκε ακόμη στη μεγάλη πρόοδο που έχει επιτύχει η Ελλάδα στο εξαγωγικό πεδίο, αναφέροντας ότι ενώ το 2010 το εμπορικό ισοζύγιο μεταξύ των δύο χωρών ήταν πλεονασματικό κατά 100 εκατ. ευρώ για την Τουρκία, η αναλογία άλλαξε μέσα σε μόλις ένα χρόνο κι έγινε πλεονασματικό για την ελληνική πλευρά. Συγκεκριμένα, το 2011 οι ελληνικές εξαγωγές προς την Τουρκία έφτασαν το 1,95 δισ. ευρώ, έναντι εισαγωγών 1,18 δισ.
Σε ό,τι αφορά τις επενδύσεις, υπενθύμισε ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις έχουν επενδύσει στη γείτονα πάνω από 4,5 δισ. ευρώ, όταν οι τουρκικές επενδύσεις στην Ελλάδα είναι πολύ χαμηλότερες και μετριούνται σε εκατομμύρια ευρώ. «Αυτό ίσως αλλάξει λίγο με τη συνεργασία της τουρκικής Dogus για τη μαρίνα στην Αθήνα», πρόσθεσε.
“Εξακολουθούμε να οραματιζόμαστε την πλήρη ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ”
Σε σχέση με τον σχεδιασμό της Τουρκίας για ένταξη στην ΕΕ, ο κ.Ουράς είπε: «Ακόμη οραματιζόμαστε την ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ ως πλήρους μέλους, όχι βέβαια αύριο, αλλά όταν ωριμάσουν οι συνθήκες». Κατά τον ίδιο, η συρρίκνωση των ευρωπαϊκών οικονομιών λόγω της κρίσης έχει βάλει φρένο στις εμπορικές συναλλαγές της Τουρκίας με τις κοινοτικές αγορές. Έτσι, ενώ προ διετίας το 52% των τουρκικών εξαγωγών κατευθυνόταν στην ΕΕ, το ποσοστό αυτό έχει σήμερα μειωθεί στο 37%.
Ο κ. Ουράς μετέφερε ακόμη την τουρκική εμπειρία για την υπέρβαση της κρίσης, που η χώρα αντιμετώπισε το 2001. Όπως είπε, η Τουρκία διάλεξε τον δύσκολο δρόμο, κάνοντας μεγάλες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και ισχυρές δημοσιονομικές προσαρμογές, καθώς και αναδιαρθρώσεις στον τραπεζικό, ασφαλιστικό και υγειονομικό τομέα. Παράλληλα, το 2009-2012, σε μια τριετία, δημιουργήθηκαν 3,7 εκατ. νέες θέσεις εργασίας, ενώ η “δομή” της οικονομίας άλλαξε εντελώς, καθώς η κάποτε βασιζόμενη στον πρωτογενή τομέα οικονομία, σήμερα τροφοδοτείται κατά 60% από τις υπηρεσίες, 30% από την παραγωγή βιομηχανικών αγαθών και μόνο 10% από τη γεωργία.