Ομινωικός πολιτισμός που γεννήθηκε στην Κρήτη και εξαπλώθηκε στη Μεσόγειο προτού καταρρεύσει «μυστηριωδώς» ίσως «ενέπνευσε τον μύθο της χαμένης Ατλαντίδας», αναφέρει μεταξύ άλλων, το Νational Geographic στο εκτενές αφιέρωμα του με τίτλο «Η άνοδος και η πτώση των πανίσχυρων Μινωιτών». Ο Όμηρος εξαίρει στην «Οδύσσεια» ένα νησί που βρίσκεται «…μακριά στη σκοτεινή θάλασσα, μια πλούσια και πανέμορφη γαλαζοπράσινη γη, πυκνά κατοικημένη, με 90 πόλεις και πολλές διαφορετικές γλώσσες…»
Ο εκλεπτυσμένος αυτός τόπος δεν είναι απλά ένα τυχαίο σημείο στη Μεσόγειο. Ο Όμηρος περιγράφει με σαφήνεια την Κρήτη, το νοτιότερο από τα ελληνικά νησιά, γη στην οποία άνθισε ένας τους αρχαιότερους και λαμπρότερους πολιτισμούς της Ευρώπης.
Η Κρήτη κατοικήθηκε ήδη από τη Νεολιθική εποχή – ο πρώτος οικισμός στην Κνωσό χρονολογείται γύρω στο 7.000 π.Χ. Ο πολιτισμός που άκμασε στο νησί κατά τη διάρκεια της δεύτερης χιλιετίας π.Χ. εξαπλώθηκε σε ολόκληρη την ανατολική Μεσόγειο. Η επαφή με τους μεγάλους πολιτισμούς της Εγγύς Ανατολής και της Αιγύπτου οδήγησαν στην υιοθέτηση όχι μόνον συγκεκριμένων μεθόδων διοικητικής οργάνωσης, αλλά επίσης λατρευτικών πρακτικών και νέων καλλιτεχνικών τάσεων, υλικών και τεχνικών κατεργασίας. Η κυριαρχία της Κρήτης στις θάλασσες επηρέασε καθοριστικά, κυρίως μέσω της τέχνης και της αρχιτεκτονικής της, τον διάδοχο μυκηναϊκό πολιτισμό.
Οι χρονολογικές παράμετροι που ορίζουν την Μινωική περίοδο της εποχής του Χαλκού αφορούν κυρίως στο χρονικό διάστημα 3000 έως 1000 π.Χ.. με κυρίαρχα γεγονότα την οικοδόμηση της Κνωσού 1900 π.Χ., την έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας (περίπου 1500 π.Χ.) και την καταστροφή της Κνωσού 1375 π.Χ. Στην Κρήτη άκμασαν περί τις 100 Μινωικές πόλεις.
Στον Λαβύρινθο του μύθου
Ως γνωστόν, ο Μινωικός πολιτισμός πήρε το όνομά του από τον μυθικό βασιλέα της Κνωσού Μίνωα. Πολλοί είναι οι μύθοι που περιστρέφονται γύρω από τον Μίνωα, γιο του Δία και της φοινικικής καταγωγής, πριγκίπισσας Ευρώπης, κυρίως το αφήγημα που θέλει τον «πατέρα θεών και ανθρώπων» να μεταμορφώνεται σε λευκό ταύρο και να αρπάζει την Ευρώπη. Εξού και ο Μίνωας ως βασιλιάς της Κρήτης είχε σύμβουλο του τον ίδιον τον Δία. Στα χρόνια της βασιλείας του δημιούργησε μία μεγάλη ναυτική δύναμη και νίκησε την αντίπαλο πόλη της Αθήνας.
Μεταξύ των διαδεδομένων μύθων είναι και αυτός του Λαβύρινθου, της σύνθετης, περίτεχνης κατασκευής στην Κνωσό, που κατασκευάστηκε από τον Αθηναίο εφευρέτη – μηχανικό Δαίδαλο για τον Μίνωα, προκειμένου να απομονώσει τον Μινώταυρο, το πλάσμα που ήταν μισός άνθρωπος και μισός ταύρος. Σύμφωνα με τον μύθο οι Αθηναίοι έστελναν 7 νέους και 7 νέες κάθε χρόνο στον Λαβύρινθο. Σε κάθε περίπτωση, οι εν λόγω μύθοι δημιουργήθηκαν σε δεύτερο χρόνο, μετά την πτώση του Μινωικού πολιτισμού.
Ο Θουκυδίδης για τον Μίνωα
Πέραν της μυθολογίας, ο Θουκυδίδης (5ος αι. π.Χ) γράφει για τον Μίνωα, «αντιμετωπίζοντας» τον ως ιστορικό πρόσωπο, ότι ήταν «ο πρώτος στον οποίο η παράδοση αποδίδει την κατοχή στόλου».
Ο Θουκυδίδης περιγράφει τον Μίνωα ως κατακτητή, σημειώνοντας ότι επέκτεινε τα εδάφη της Κρήτης με την κατάκτηση των Κυκλάδων – τα 30 περίπου νησιά που είναι διασκορπισμένα στη θάλασσα του Αιγαίου, βόρεια της Κρήτης, όπως εξηγεί το δημοσίευμα – εκδιώκοντας τους Κάρες (σ.σ. οι οποίοι συνδέονται με τον Πρωτοκυκλαδικό πολιτισμό) και τοποθετώντας ως κυβερνήτες τους γιους του. Ο ιστορικός ισχυρίζεται επίσης ότι, προκειμένου να «προστατεύσει τα έσοδά του από τα νησιά, ο [Μίνωας] επιδίωξε, στον βαθμό που αυτό ήταν δυνατόν, να ‘καθαρίσει’ τη θάλασσα από τους πειρατές».
Η αντίληψη του Θουκυδίδη για την αρχαία Κρήτη ήταν αυτή μίας κυρίαρχης ναυτικής δύναμης, μίας «θαλασσοκρατορίας», άποψη που πιθανώς αντικατοπτρίζει τη δική του ανησυχία του για το ποιός «διαφέντευε» τη θάλασσα στον καιρό του, παρά την πραγματικότητα για την αρχαία Κρήτη, την οποία, οι σύγχρονοι ιστορικοί αντιμετωπίζουν ως μία δύναμη που ενδιαφερόταν περισσότερο για την εμπορική κυριαρχία της στη θάλασσα, παρά για τις κατακτήσεις.
Το μέγιστο της ακμής
Το αφιέρωμα αναφέρεται στη συνέχεια στις ανασκαφές του Βρετανού Άρθουρ Έβανς (1900-1913 και 1922-1930) που αποκάλυψαν ολόκληρο το ανάκτορο της Κνωσού (σ.σ. παραλείποντας τις πρώτες ανασκαφές από τον Ηρακλειώτη Μίνωα Καλοκαιρινό το 1878), σημειώνοντας ότι, παρά τη σημασία που έχει η Κρήτη για τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, η αρχαιολογική σκαπάνη ξεκίνησε σχετικά πρόσφατα, μόλις στα τέλη του 19ου αιώνα.
Τα αρχαιολογικά ευρήματα καταδεικνύουν ότι κατά την τρίτη χιλιετία π.Χ. η Κρήτη ήταν το κέντρο ενός εκτεταμένου δικτύου εμπορικών συναλλαγών χαλκού από τις Κυκλάδες και κασσίτερου από τη Μικρά Ασία. Στη δεύτερη χιλιετία π.Χ. ξεκινά η ανέγερση των υπέροχων ανακτόρων και η κατασκευή των μεγάλων αστικών οικισμών κοντά σε λιμάνια. Πρόκειται για την περίοδο που είναι γνωστή ως Νεοανακτορική (1700-1490 π.Χ.) και η οποία σηματοδοτεί τη φάση της μέγιστης ακμής του μινωικού πολιτισμού.
Ο αρχαιολογικός χώρος της Κνωσού καλύπτει περισσότερα από 20.000 τετραγωνικά μέτρα. Η πόλη αναπτύχθηκε σε μεγάλη έκταση και ο πληθυσμός της υπολογίστηκε από τον Έβανς γύρω στις 80.000 κατοίκους. Είναι χαρακτηριστικό ότι, πόλεις και ανάκτορα παρέμειναν ατείχιστα, επιβεβαιώνοντας τη λεγόμενη pax minoica. Η καθημερινή ζωή ήταν απλή αλλά άνετη. Η εγχώρια οικονομία βασιζόταν κυρίως, στην αμπελουργία και την ελαιοκαλλιέργεια.
Επιρροές
Η πολιτική και πολιτιστική επιρροή των Μινωιτών δεν αποτυπώνεται μόνο στις Κυκλάδες και τα Δωδεκάνησα, αλλά όπου έφτανε το εμπόριο των Κρητών. Η μόδα των Μινωιτών ήταν δημοφιλής στην ανατολική Μεσόγειο. Η κεραμική και τα υφάσματα τους είχαν εξελιχθεί σε σύμβολο κύρους. Η παρουσία των εμπόρων Μινωιτών «ανάγκασε» τις μακρινές νησιωτικές κοινότητες με τις οποίες διατηρούσαν οικονομικές συναλλαγές να υιοθετήσουν έως και τα συστήματα μέτρησης βάρους και μήκους των Κρητών. Ίσως, η πιο σαφής απόδειξη της επιρροής τους ήταν η επίδραση του μινωικού συστήματος γραφής στις γλώσσες μεταγενέστερων πολιτισμών. Η Γραμμική Α (ανακαλύφθηκε από τον Έβανς) θεωρείται πρόγονος της Γραμμικής Β, η οποία είναι μυκηναϊκή. Το Ακρωτήρι της Θήρας αποτελεί επίσης, τεκμήριο των σχέσεων που διατηρούσε το νησί με τη Μινωική Κρήτη, καθώς οι ανασκαφές που ξεκίνησαν τη δεκαετία του 1970, αποκάλυψαν εντυπωσιακές, ζωηρόχρωμες τοιχογραφίες, η τεχνοτροπία και η θεματική των οποίων παραπέμπουν είτε σε Μινωίτες, είτε σε ντόπιους καλλιτέχνες με βαθιές επιρροές από τον μινωικό πολιτισμό.
Από τις στάχτες στους Μυκηναίους
Ο Μινωικός πολιτισμός παρήκμασε στα τέλη του 15ου αι. π.Χ., ωστόσο, η ακριβής αιτία παραμένει άγνωστη. Η πιο αποδεκτή υπόθεση εργασίας συνδέεται με την κοσμογονική έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας και τους σεισμούς που κατέστρεψαν πόλεις οι οποίες βρίσκονταν κατά μήκος των μινωικών εμπορικών οδών, γεγονός που επέφερε δραματικές οικονομικές επιπτώσεις.
Η έκρηξη του ηφαιστείου δεν έπληξε άμεσα τη ζωή στη νήσο -που βρίσκεται σε απόσταση 70 μιλίων νοτίως της Θήρας- ωστόσο, οι καταστροφές ήταν μεγάλες. Οι συνέπειες της έκρηξης επηρέασαν γενιές ολόκληρες, ενώ η αρχαιολογική έρευνα αποκάλυψε στοιχεία εισβολής στα μέσα του 15ου αι. π.Χ. Ανάκτορα στην κεντρική και νότια Κρήτη καταστράφηκαν και οικισμοί εγκαταλείφθηκαν. Οι εισβολείς ανέτρεψαν την κυβέρνηση των Μινωιτών και πήραν τον έλεγχο της νήσου, γράφοντας τους τίτλους τέλους στην εποχή της κυριαρχίας των Κρητών.
Παρά το αιφνίδιο φινάλε, η επιρροή του Μινωικού πολιτισμού επιβίωσε. Η μινωική παράδοση παρέμεινε ζωντανή και μετά τις καταστροφές του 1500 π.Χ. Η κατάκτηση της Κνωσού από τους Μυκηναίους γύρω στο 1450 π.Χ. άνοιξε τον δρόμο για τη μετάδοση των λαμπρότερων κρητικών επιτευγμάτων στην ηπειρωτική Ελλάδα και έγραψε μια νέα σελίδα στην Ιστορία.