Η πρώτη μεταπολεμική τάξη της Εκκλησιαστικής Σχολής Κρήτης άρχισε την επαναλειτουργία της κατά το σχολικόν έτος 1945-46. Με αρκετή καθυστέρηση έγινε η εγγραφή των πρώτων μαθητών στις 20 και 21 Ιανουαρίου του 1946 και άρχισαν τα μαθήματα στην Ι. Μονή Χρυσοπηγής. 45 ήταν οι μαθητές από όλο το νησί, που είχαμε γίνει δεκτοί, ύστερα από γραπτές εξετάσεις στο Α΄ Γυμνάσιο Χανίων. Το 1952 μόνο 16 από αυτούς αξιωθήκαμε να λάβουμε το απολυτήριο. Και καθένας μας ακολούθησε το δικό του δρόμο.
Πέρασαν τα χρόνια· και ήρθε ο καιρός της εξόδου. Μόλις πρόσφατα έφυγε από κοντά μας ο σεβάσμιος και προσφιλέστατος ιερέας Ιωάννης Θυμιανός, ύστερα από μακρά και ευδόκιμη ιερατική διακονία. Για το πρόσωπο και το έργο του δημοσιεύθηκαν στην έγκριτη αυτή εφημερίδα τα πρέποντα και δεν θα τα επαναλάβω.
Τον ακολούθησε ο έτερος συμμαθητής μας Κωνσταντίνος Γ. Κοτρωνάκης. Τον προπέμψαμε την περασμένη Τετάρτη, 4 Απριλίου, από τον ιερό ναό του Αγ. Νείλου, στη συνοικία Χατζηκυριάκειο του Πειραιά. Της εξοδίου ακολουθίας προέστη ο Κρητικός Σεβασμ. Μητροπολίτης Προικοννήσου κ. Ιωσήφ, πλαισιωμένος από ιερείς, μεταξύ των οποίων και οι Χανιώτες συμμαθητές του κοιμηθέντος Εμμανουήλ Παπαδοκωνσταντάκης και Εμμανουήλ Πλευράκης.
Ο πρώτος εξ αυτών και ο υπογράφων, σε σύντομους επικήδειους λόγους, υπομνήσαμε τα χαρίσματα και την προσφορά του πολυτάλαντου και πολύαθλου συμμαθητή μας. Σκιαγραφήσαμε τα «πέτρινα», πλην ευλογημένα χρόνια στη Χρυσοπηγή αρχικά και από το 1947 στην Αγία Τριάδα Ακρωτηρίου, την απαράμιλλη έδρα της Σχολής, όπου επιμένουμε να ελπίζουμε ότι δεν θα αργήσει να επανέλθει. Εκεί ο Κωνσταντίνος ήταν ο πάντοτε πρόσχαρος, δυναμικός, επιμελής, ευάρεστος στη συντροφιά και προπαντός ευφρόσυνος στην ψαλμωδία.
Μιλήσαμε για τα χρόνια που ακολούθησαν. Για τις σπουδές του στη Θεολογική Σχολή Αθηνών, για τη χειροτονία του σε πρεσβύτερο το 1954 από τον μακαριστό Κυδωνίας και Αποκορώνου Αγαθάγγελο, για την πρώτη ενοριακή διακονία του στις Καλύβες και τη μετέπειτα στον Άγιο Νικόλαο της Σπλάντζιας Χανίων, όπου πρωτοστάτησε για την οργάνωση των γνωστών συσσιτίων της ενορίας. Όπως εκεί, έτσι και σε όλες τις άλλες ενορίες που υπηρέτησε στη συνέχεια, κάτι ιδιαίτερο άφησε, που ακόμη και σήμερα θυμίζει το πέρασμά του. Και ήταν πολλές: Αγίου Νείλου, Προφήτη Ηλία, Αγ. Παρασκευής του Πειραιά, Τριών Ιεραρχών, Αγ. Παντελεήμονος, Αγ. Γεωργίου Νικαίας. Ύστερα από τη συνταξιοδότησή του πρόσφερε τις υπηρεσίες του και στην Ι. Μητρόπολη Μεγάρων. Ήταν συγκινητική η παρουσία στην κηδεία του ευσεβών ανθρώπων από την περιοχή εκείνη, όπου ο ιεροπρεπής, σοβαρός, προσηνής και φιλάνθρωπος πατήρ Κωνσταντίνος, βοηθούμενος από την ευγενέστατη και καλλίφωνη επίσης Χανιώτισσα πρεσβυτέρα του Βασιλική, κατάφερε να εκπαιδεύσει το εκκλησίασμα και μάλιστα τους νέους να ψάλλουν όλοι μαζί κατά την τέλεση των ιερών ακολουθιών. Ευεργετικά προς τούτο ήταν τα εμπνευσμένα κείμενα που συνήθιζε να μοιράζει σε μορφή φυλλαδίων, αλλά και τα βαθυστόχαστα κηρύγματα και τα βιβλία του, τα οποία είναι αδιάψευστοι μάρτυρες της εδραίας ορθόδοξης πίστης του και της θεολογικής του κατάρτισης. Όπως είπα στο σύντομο επικήδειο λόγο μου: Λίγο πριν φύγουμε από το σπίτι του για το ναό, άκουσα σε δίσκο εκείνον και τη σύζυγό του να αποδίδουν μελωδικότατα τον ύμνο: «Χαίρετε λαοί και αγαλλιάσθε· άγγελος επάτησεν εις τον λίθον του μνήματος· αυτός ημάς ευηγγελίσατο ειπών· Χριστός ανέστη εκ νεκρών…» – η παραμυθία και η ελπίδα των αειμνήστων Πρεσβυτέρων Κωνσταντίνου και Ιωάννου και πάντων ημών!
Αλέξ. Κ. Παπαδερός