Γράφει ο Κώστας Σπυριδάκης
Οι εκλογές αυτές παρουσιάζουν την εξής πρωτοτυπία: συνήθως τα μικρότερα κόμματα προσπαθούν να πείσουν τους ψηφοφόρους ότι δεν υπάρχουν διαφορές ανάμεσα σε όσους διεκδικούν την πρωτιά στις εκλογές, προκειμένου να αμυνθούν απέναντι στο επιχείρημα της χαμένης ψήφου. Αυτή τη φορά μαζί τους συντάσσεται και ο ένας από τους δυο διεκδικητές της πρώτης θέσης, η Νέα Δημοκρατία, προωθώντας την λογική του «μεγάλου συνασπισμού». Όπως πάντα, πλειοδοτεί στις μνημονιακές απαιτήσεις. Ενώ το μνημόνιο προβλέπει την αποπολιτικοποίηση της δημόσιας διοίκησης, εκείνη αξιώνει την αποπολιτικοποίηση της κυβέρνησης!
Προφανώς, αυτές οι προσπάθειες πατάνε πάνω στην τυπική δέσμευση που ανέλαβε ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ για εφαρμογή του μνημονίου. Πράγματι, η προσπάθεια του Τσίπρα να αναδιαπραγματευτεί τη σχέση της Ελλάδας με τους ευρωπαίους εταίρους και δανειστές από σχεδόν μηδενική βάση κατέδειξε τελικά ποια είναι τα περιθώρια ελευθερίας που παρέχει η Ε.Ε. και η ΕΖ στη χάραξη πολιτικής των κυβερνήσεων κρατών μελών που δεν μπορούν να αναχρηματοδοτήσουν το χρέος τους μέσω των αγορών. Ωστόσο, στις σημερινές συνθήκες του παγκοσμιοποιημένου χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού, είναι περιορισμένες οι δυνατότητες αντίστασης των επιμέρους εθνικών κρατών στις λογικές του κέρδους και της ανταγωνιστικότητας. Μόνο μέσω υπερεθνικών διακρατικών θεσμών μπορούν να ενισχυθούν αυτές οι δυνατότητες αλλά δυστυχώς δεν είμαστε στην Λατινική Αμερική ώστε να προσβλέπουμε σε μια MERCOSURαλλά στα σύνορα της Ευρώπης με την Ασία και την Αφρική, όπου η Ε.Ε. είναι ο μόνος διαθέσιμος θεσμός τέτοιου τύπου. Έστω και αν κυριαρχείται από νεοφιλελεύθερες πολιτικές δυνάμεις, εξακολουθεί να χρειάζεται την κοινωνική νομιμοποίηση και συναίνεση στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών αξιών , άρα αφήνει περιθώριο παρέμβασης στην πολιτική και ιδεολογική πάλη.Και μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να μην είναι ο πολιτικός φορέας της Αριστεράς που ονειρευόμαστε αλλά, αυτή τη στιγμή, είναι ο μόνος που συντονίζεται με αντίστοιχους φορείς της Ευρώπης, και με τα τμήματα της σοσιαλδημοκρατίας που αντιδρούν στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές.
Η απόπειρα ρήξης με την ΕΖ και η χρηματοπιστωτική και εμπορική ασφυξία που προκάλεσε το ευρωπαϊκό κατεστημένο κατέδειξε, επίσης, ότι δεν υπάρχει καμία εγγύηση για το ότι οι θυσίες για την επιστροφή στο εθνικό νόμισμα, ή για ένα παρατεταμένο οικονομικό πόλεμο εντός της ΕΖ, θα μοιράζονταν δίκαια. Τουλάχιστον, η ηγεσία θα έπρεπε να είναι εκτεθειμένη στους ίδιους κινδύνους με όσους καλεί να την ακολουθήσουν. Ποιος μπορεί να πει ότιισχύει αυτό σήμερα για τους βουλευτές και τα στελέχη της Αριστεράς; Ούτε έχει νόημα να επιχειρηματολογεί κανείς υπέρ μιας τέτοιας πολιτικής,επικαλούμενος απλώς εκείνους που δεν έχουν τίποτα να χάσουν. Αυτούς επικαλούνται και όσοι υποστηρίζουν την ανάγκη για “επενδύσεις” και θέσεις εργασίας με μισθούς πείνας και χωρίς δικαιώματα, αυτούς επικαλούνται και οι νοσταλγοί της χούντας.Ποιος μπορεί να είναι σίγουρος ότι δεν θα «προδώσει» την υπόσχεση πως αυτές οι θυσίες θα έχουν ως αντίκρισμα την απελευθέρωση από τους καταναγκασμούς του διεθνούς ανταγωνισμού των δυνάμεων που τον κατευθύνουν; Ναι, υπήρχε εναλλακτική αλλά ορθώς απορρίφθηκε.
Ωστόσο, ακόμα και σ΄αυτό το περιοριστικό πλαίσιο, υπάρχουν δυνατότητες επιλογής, στο ποιες κρατικές δαπάνες θα κόψεις και ποιον θα φορολογήσεις, ως προς την οργάνωση ή αποδιοργάνωση του κράτους, την ρύθμιση ή την απελευθέρωση της αγοράς εμπορευμάτων και της αγοράς εργασίας. Την Αριστερά του 21 αιώνα, όμως, πρέπει να ενδιαφέρει κυρίως η κοινωνία των πολιτών, οι οργανώσεις, τα δίκτυα, τα κινήματα, που βρίσκονται ανάμεσα στο κράτος και την αγορά. Δεν μπορεί να βασίζεται σε μοντέλα κρατισμού, ούτε του υπαρκτού σοσιαλισμού , ούτε του καπιταλισμού μιας χρυσής εποχή που πέρασε. Μπορεί,όμως, να είναι αδιάφορη για το ποια κινήματα, και ποιες οργανώσεις ενθαρρύνει, υποστηρίζει ή καταστέλλει το κράτος; Καταλήψεις στέγης ή εστίες ανομίας; Αλληλεγγύη ή φιλανθρωπία; αλληλεγγύη για όλους ή μόνο για Έλληνες, διαπλεκόμενες ΜΚΟ, κρατικοδίαιτοι συνεταιρισμοί ή αυτοδιαχειριζόμενες παραγωγικές μονάδες;
Σε όλα αυτά το ζητήματα το πεδίο είναι ανοικτό για παρεμβάσεις από μια αριστερή κυβέρνηση. Δεν μένει παρά να ανακαλύψει και τα περιθώρια ελευθερίας πολιτικής που παρέχει η ελληνική πραγματικότητα. Αρκεί να μπορεί και να θέλει το ανθρώπινο δυναμικό του ΣΥΡΙΖΑ να βρει τις ισορροπίες και τις λύσεις στα παραπάνω ζητήματα. Μήπως, όμως, τώρα που έφυγαν οι δογματικοί αριστεριστές έρχονται οι διαχειριστές κονδυλίων του ΕΣΠΑ και θέσεων στο γραφειοκρατικό μηχανισμό; Τα μέχρι τώρα λεγόμενα «ανοίγματα» των κομμάτων στην κοινωνία δεν πέτυχαν τίποτα άλλο από το να ανακυκλώνουν και να αναδιατάσσουν μια συγκεκριμένη κατηγορία ανθρώπων που κινείται ανάμεσα σε διάφορους κομματικούς, συνδικαλιστικούς, αυτοδιοίκητους χώρους, ενώ η πλειοψηφία των πολιτών και ιδιαίτερα οι νέοι παραμένουν αποστασιοποιημένοι.
Οι κίνδυνοι της μετάλλαξης, της αυτοαναίρεσης και τηςαποτυχίας είναι υπαρκτοί και υπολογίσιμοι. Όμως η αποτυχία στην ακύρωση του μνημονίου δεν μπορεί να προδικάσει το αποτέλεσμα των επόμενων αγώνων. Ήταν μάλλον ο τρόπος κατά τον οποίοναναγκάστηκεσυμβιβαστεί η κυβέρνηση που προκαλείαπογοήτευσηκαι θυμό παρά ο συμβιβασμός καθ’ εαυτός.
Αν λάβουμε υπόψιν τα κυβερνητικάεγχειρήματα της αριστεράςδιεθνώς θα διαπιστώσουμε ότι παντού παραχωρείται χώρος στο κεφάλαιο, τις αγορές και τις πολυεθνικές προκείμενου να καταστούν βιώσιμα. Οι αριστερέςκυβερνήσειςχωρών της Λ. Αμερικήςαντιστάθηκαν σε ιδιωτικοποιήσεις και σε πιέσεις των διεθνών αγορών αλλά, αν καιδιαθέτουνσημαντικούςορυκτούς πόρους, δυσκολεύονται να μειώσουν τις κοινωνικές ανισότητες και να τιθασεύσουν τον πληθωρισμό. Μια από τις μακροβιότερες, ηκυβέρνηση του εργατικού κόμματος της Βραζιλίας, εξ αρχής συμβιβάστηκε με το ΔΝΤ και τις ιδιωτικοποιήσεις, ενώ η Κούβα κάνει ολοένα και περισσότερα βήματα προς την οικονομική φιλελευθεροποίησήτης για να προσελκύσει ξένες επενδύσεις. Στην Ασία, οι νικητές του πολέμου κατά του αμερικανικού ιμπεριαλισμού Βιετκόνγκ, αγκάλιασαν την οικονομία της αγοράς ως «κατάκτηση της ανθρωπότητας» ενώ το κομμουνιστικό κόμμα της Κίνας έχει μετατρέψει τη χώρα του σε παράδεισο ανεξέλεγκτων καπιταλιστικών επενδύσεων.Σε όλες αυτές τις χώρες, οι αριστεροί μπορούν να κάνουν ταμείο και να δουν τι κέρδισαν και τι έχασαν, τι πήγε και τι δεν πήγε καλά.Στις δυτικές χώρες τα αριστερά κόμματα ή οι υποψήφιοι, την ώρα που πασχίζουνγια απήχηση σε περισσότερο φίλο-επιχειρηματικά κοινά (πχ οι ποδέμος στην Ισπανία, ο Σόντερς στο δημοκρατικό κόμμα των Η.Π.Α. ο Κόρμπιν στο εργατικό του Ηνωμένου Βασιλείου) θα ζήλευαν την ευκαιρία που δίνεται στον ΣΥΡΙΖΑ να αναμετρηθεί με την σημερινή,δύσκολη πραγματικότητα.
Στην Ελλάδα, πόσες γενιές αριστερών θα περιορίζονται σε σχέδια επί χάρτουπριν δοκιμάσουν να μετουσιώσουν σε πράξη τις αξίες και τις ιδέες τους.…