Η ΕΚΑΤΟΣΤΗ ΕΠΕΤΕΙΟΣ ΤΗΣ ΕΝΩΣΕΩΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΜΕ ΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Ο ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΟΣ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ.
Η Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, υπήρξε το τέρμα μιας μακράς πορείας αγώνων και επαναστάσεων και αμετακίνητης πίστης, που πριν εκατό ακριβώς χρόνια, ήταν ένας συνταρακτικός σεισμός ψυχών για όλους τους κατοίκους της Μεγαλονήσου και όχι μόνο γι’ αυτούς, καθώς οι εφημερίδες και τα έντυπα του νησιού, του εθνικού μητροπολιτικού κέντρου των Αθηνών και του απόδημο Ελληνισμού, δημοσίευσαν εκτενείς ανταποκρίσεις, περιγραφές και φωτογραφίες της Μεγάλης και Ανεπανάληπτης Στιγμής.
Η ύψωση του Εθνικού Συμβόλου, της Ελληνικής Σημαίας, στο Φρούριο Φιρκά των Χανίων, την 1η Δεκεμβρίου του 1913, αποτελεί την επίσημη, την ορατή και την αδιάψευστη πλέον, πραγματοποίησης του προαιώνιου πόθου του κρητικού λαού: Την ενσωμάτωση στον εθνικό κορμό, την ένωση με την Μητέρα Ελλάδα. Με δυσκολία μπορούμε εμείς σήμερα να φαντασθούμε και να συνειδητοποιήσουμε την γιορτινή ατμόσφαιρα εκείνης της ημέρας. Οι περιγραφές και οι φωτογραφίες της εποχής, ελάχιστα μόνο μπορούν να μας μεταδώσουν από το παραλήρημα της χαράς και του ενθουσιασμού ενός ολόκληρου λαού, που νιώθει να ‘χει μεσουρανήσει και να ‘χει ακουμπήσει την κορυφή της ανθρώπινης ευδαιμονίας, το ζενίθ της δόξας, της τιμής και του μεγαλείου.
Σύντομα και με χρονολογική σειρά θα αναφέρουμε στη συνέχεια τα κύρια σημεία της πανηγυρικής εκείνης γιορτής, πριν ανατρέξουμε στα ιστορικά γεγονότα και στους διπλωματικούς χειρισμούς του γίγαντα πολιτικού Ελευθερίου Βενιζέλου, που οδήγησαν στην πολυπόθητη Ένωση.
Από την αυγή εκείνης της ημέρας ένα πυκνό πληθος ελαυνόμενο από αυθρομητισμό αλλά και ανταποκρινόμενο στο διάγγελμα που απηύθυνε στις 28 Νοεμβρίου ο τότε Γενικός Διοικητής Κρήτης Λουκάς Κανακάρης – Ρούφος προς τον κρητικό λαό, περίμενε τον ερχομό του Βασιλιά και του Πρωθυπουργού της Μητέρας Πατρίδας.
Το δηλοποιηθέν διάγγελμα του Γενικού Διοικητού Κρήτης ανέφερε: «Η Α.Μ. ο δαφνοστεφής Βασιλεύς συνοδευόμενος υπό του Πρωθυπουργού και επιβαίνων μοίρας του ενδόξου, ημών στόλου, έρχεται την προσεχήν Κυριακή, ίνα επισφραγίση επισήμως και οριστικώς την περιπόθητον Ένωσιν της Κρήτης μετά της Μητρός Πατρίδος. Επί τη προσεγγίσει του Βασιλέως εις τα κρητικά ύδατα σύμπασα η νήσος σαλευθήσεται, ιστορία δε ολόκληρος προαιωνίων αγώνων ηρωισμού και αυτοθυσίας αναλάμψει, στεφανούσα μυριάδας μαρτύρων υπέρ Πίστεως και Πατρίδος αγωνισαμένων. Ευτυχείς ημείς οι αξιούμενοι ν’ ανενίσωμεν εν Κρήτη τον Ελευθερωτήν Βασιλέα, να ίδωμεν πραγματοποιούμενον το όνειρον το λικνίσαν γενεάς όλας ημιθέων ηρώων».
Αυτών που οι πρόσφατες νίκες των Βαλκανικών Πολέμων τους ανέβασαν ζωντανούς στο ύψος του θρύλου.
Όταν φαίνεται στον ορίζοντα το θρυλικό «ΑΒΕΡΩΦ» συνοδευόμενο από τα τρία πολεμικά του στόλου «Σπέτσες», «Πάνθηρας», και «Ιέρακας», από όλα τα στόματα των αναμενόντων βγαίνει μια ιαχή, σαν βροντή, που σκεπάζει κάθε άλλο θόρυβο. Τα αφικνούμενα πλοία ρίχνουν τις άγκυρές τους έξω από το Ενετικό λιμάνι.
Οι δύο ηγέτες της Ελλάδος των θριάμβων και της δόξας πατούν το έδαφος της αιματοβαμμένης Κρήτης και ανάμεσα στις ζητωκραυγές και τα ροδοπέταλα που τους ραίνουν κατά τη διαδρομή, κατευθύνονται προς τον Μητροπολιτικό Ναό των Χανίων – στην Τριμάρτυρη – για την τέλεση της Δοξολογίας.
Σημαίες ανεμίζουν παντού και οι κωδωνοκρουσίες των εκκλησιών ενώνονται με τις ζητωκραυγές του πλήθους που παραληρεί. Κάτω από αψίδες από μυρτιές και δάφνες οδηγούνται προς το Φρούριο Φιρκά, οι βασιλιάς Κωνσταντίνος και ο Πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος – αποτελούντες το κέντρο της εορταστικής ομήγυρης – με την πολυπληθή ακολουθία επισήμων και λαού.
Ανάμεσα στο πολυσύνθετο πλήθος ξεχωρίζουν δύο μορφές από το ηρωικό παρελθόν, δύο παλαίμαχοι αγωνιστές, δύο υπέργηροι επαναστάτες, ο Χατζή – Μιχάλης Γιάνναρης 81 χρονών και ο Αναγνώστης Μάντακας 94 χρόνων, αμφότεροι γόνοι των Λάκκων Κυδωνίας. Ο πρώτος κρατά διπλωμένη την ελληνική σημαία και την παραδίδει στο Γενικό Διοικητή Κρήτης, Λουκά Κανακάρη – Ρούφο. Ο δεύτερος ο Μάντακας, τραβά το σκοινί και το εθνικό λάβαρο ανεβαίνει στην κορυφή του ιστού.
Ήταν ο ίδιος ιστός, που ήταν υψωμένη στο νησάκι, στην είσοδο του λιμανιού της Σούδας η Τουρκική σημαία, σύμβολο της επικυριαρχίας του σουλτάνου πάνω στο νησί μας, μαζί με τις σημαίες των Μεγάλων Δυνάμεων, όλα τα χρόνια της αυτόνομης Κρητικής Πολιτείας και υπεστάλησαν την 1η Φεβρουαρίου του 1913.
Οι επίσημοι στέκονται προσοχή και το πλήθος μένει για λίγες στιγμές άφωνο και σιωπηλό. Έπειτα ξεσπά σε ζητωκραυγές και αλαλαγμούς, σκεπάζοντας τον εκκλησιαστικό χορό που ψάλλει και τη μουσική που παιανίζει, σμίγοντας την έκρηξη της χαράς τους με τους ήχους από τις καμπάνες των εκκλησιών και τις ομοβροντίες από τοα κανόνια των ελλιμενισμένων πολεμικών. Τα δάκρυα των παρισταμένων έτρεχαν αυθόρμητα, ασταμάτητα και ελεύθερα.
Οι πρόγονοί μας, που αξιώθηκαν να ζήσουν εκείνες τις μεγάλες και ανεπανάληπτες ώρες, ανήκαν στην ευλογημένη από την μοίρα γενιά, αν αναλογισθούμε την μακριά σειρά των γενεών, που γεννηθήκανε και πεθάνανε σε μια υπόδουλη Κρήτη. Επτά αιώνες πέρασαν από τότε που αποκόπηκε το νησί από την Βυζαντινή Αυτοκρατορία περίπου στα 1206, και πέρασε, ύστερα από μια σύντομη διαμάχη μεταξύ Γένουας και Βενετίας αρχικά, στην κατοχή των Βενετών – στην Γαληνοτάτη Δημοκρατία του Αδρία – και αργότερα των Τούρκων. Επτακόσια χρόνια που, αν εξαιρέσουμε την τελευταία περίοδο της Βενετοκρατίας και το διάστημα που η Κρήτη αυτοκυβερνήθηκε ως Κρητική Πολιτεία, ήταν χρόνια καταπίεσης και στέρησης και των στοιχειωδών ανθρώπινων δικαιωμάτων.
Σκόπιμο και ενδιαφέρον είναι να γνωρίσουμε τα προηγηθέντα της επισήμου ενώσεως του νησιού των γενναίων με την Μητέρα Πατρίδα. Στην πραγματικότητα όμως η ένωση είχε γίνει λίγους μήνες πριν. Την 1η Φεβρουαρίου του ίδιου έτους, το Αγγλικό καταδρομικό «Yarmouth» αποβίβασε άγημα στη Σούδα, το οποίο αφού αφαίρεσε τις σημαίες των τεσσάρων προστάτιδων δυνάμεων του νησιού, μαζί με την τουρκική, τις παρέδωσε στα αντίστοιχα Προξενεία των χωρών τους, που έδρευαν στα Χανιά και στη συνέχεια αποχώρησε.
Το απόγευμα της ίδιας ημέρας, άγημα της Χωροφυλακής ύψωσε την γαλανόλευκη και επί του τελευταίου κρητικού εδάφους, όπου υψώνονταν τα σύμβολα της ξενοκρατίας. Η πράξη αυτή ήταν η επισφράγιση της ελληνικής κυριαρχίας στο νησί, 10 μήνες πριν από την επίσημη τελετή της ένωσης, την 1η Δεκεμβρίου του 1913, στο φρούριο του Φιρκά.
Μακρότατη είναι η ιστορία των επαναστάσεων και των κινημάτων της Κρήτης κατά τα έτη 1821, 1833, 1841, 1858, 1856-1869, 1878, 1889, ισόχρονος σχεδόν με τα έτη της δουλείας αυτής.
Ουσιαστικά, πάντως, η ένωσε είχε από μήνες δρομολογηθεί, αμέσως μετά το ξέσπασμα του 1ου Βαλκανικού πολέμου, την 1η Οκτωβρίου του 1912, όταν ο Βενιζέλος κάλεσε στην Βουλή των Ελλήνων τους αντιπροσώπους της Κρήτης, επιβάλλοντάς την de facto. Δύο φορές ενωρίτερα το Νοέμβριο του 1911 και τον Μάρτιο του 1912, ο ίδιος ο Βενιζέλος το είχε αρνηθεί σ’ αυτούς , που ήταν συναγωνιστές του στο Θέρισο και στο Ακρωτήρι, φοβούμενος τις απειλές των Μεγάλων Δυνάμεων και την έκρηξη ενός νέου ελληνο – τουρκικού πολέμου.
Αλλά ας παραδώσουμε την σκυτάλη της γραφίδας στα σημαντικά κεφάλαια της ιστορίας, της πολιτικής και της διπλωματίας, στα οποία πρωταγωνιστικό και αποτελεσματικό ρόλο έπαιξε, ο δημιουργός της Ελλάδας των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών, ο πραγματοποιός της Ένωσης της Κρήτης με την Ελλάδα, Ελευθέριος Βενιζέλος.
Η ηρωική εξέγερση του ελληνικού λαού κατά του τουρκικού ζυγού το 1821 είχε μερική μόνο ευτυχή κατάληξη. Η αδυναμία των ελληνικών επαναστατικών δυνάμεων να επιβληθούν ολοκληρωτικά των τουρκικών επέφερε την ανάμειξη των Μεγάλων Δυνάμεων, Βρετανίας, Γαλλίας, Ιταλίας και Ρωσίας στην ελληνοτουρκική σύγκρουση και επιβολή στους Έλληνες μιας λύσης, η οποία δεν ήτο παρά τη συνιστώσα των αλληλοσυγκρουομένων συμφερόντων των εν λόγω Μεγάλων Δυνάμεων, όσον αφορά τις διεκδικήσεις των Ελλήνων.
Το νεοσύστατο Ελληνικό Κράτος, η δημιουργία του οποίου υπήρξε απόρροια της Συνθήκης του Λονδίνου του 1832, με την οποία τυπικώς ετερματίσθη η Επανάσταση του 1821, περιελάμβανε την Πελοπόννησο, την Αττική και Βοιωτία, τη Φθιώτιδα και τη Φωκίδα, την Αιτωλοακαρνανία, την Εύβοια, της Βόρειες Σποράδες και τις Κυκλάδες. Ήταν πολύ περιορισμένο εδαφικώς και φτωχό σε πόρους, κράτος. Δεν ανταποκρινόταν στους πόθους και τα οράματα των Ελλήνων, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων παρέμενε ακόμα υπό την οθωμανική κυριαρχία.
Το μικροσκοπικό Ελληνικό Κράτος του 1832, υπέκυπτε στη γοητεία του ρόλου του ως Εθνικού Κέντρου, των απανταχού πανελλήνων και αν θέσει ως στόχο της εξωτερικής του πολιτικής την απελευθέρωση όσων Ελλήνων ήσαν ακόμα υπόδουλοι στους Τούρκους.
Υπό τις συνθήκες αυτές η Ένωση της Κρήτης με την Μητέρα Ελλάδα εξελίχθη σε ένα από τους κύριους σκοπούς της αλυτρωτικής πολιτικής των κυβερνήσεων των Αθηνών. Οι Κρήτες είχαν πληρώσει με βαρύτατες θυσίες την συμμετοχή τους στη Επανάσταση του 1821 και ουδέποτε πίστεψαν στην αποκοπή τους από τον εθνικό κορμό.
Αλλεπάλληλες λοιπόν υπήρξαν οι μετά το 1821 εξεγέρσεις τους – ποταμοί αιμάτων πότισαν το Κρητικό χώμα – και όλες δεν οδηγούσαν στον πολυχρόνιο πόθο, αφού κατεπνίγοντο από τους αιμοσταγείς και φανατισμένους μωαμεθανούς, πολλοί εκ των οποίων ήταν απόγονοι εξισλαμισθέντων χριστιανών.
Τελικά κάτι επετεύχθη. Μετά την επανάσταση των ετών 1866-69, η Υψηλή Πύλη ευρέθη στην αναπόδραστη ανάγκη να παραχωρήσει στον ελληνικό πληθυσμό της Μεγαλονήσου σημαντικές ελευθερίες.
Ολίγα χρόνια αργότερα, μετά την εξέγερση του 1878, επετεύχθη η σύναψη της Σύμβασης της Χαλέπας, στα πλαίσια της οποίας η Κρήτη απόκτησε καθεστώς περιορισμένης αυτονομίας.
Στην ευτυχή αυτή κατάληξη πάντως είχε συντελέσει αποφασιστικά η έκβαση του ρωσοτουρκικού πολέμου των ετών 1877-78, που καρπός της νίκης των Ρώσων υπήρξε η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου και παράλληλα η τόσο ευνοϊκή για τους Κρητικούς Σύμβαση της Χαλέπας.
Το καθεστώς που διεμορφώθη βάσει της Συμβάσεως της Χαλέπας αποτελούσε ορόσημο στην πορεία των Ελλήνων της Κρήτης προς την Ένωση με την Μητέρα Ελλάδα. Προσκόμματα όμως διάφορα στην πορεία αυτή έμελλε να παρεμβάλουν οι Μεγάλες Δυνάμεις, κάθε μια από τις οποίες επιχειρούσε να προωθήσει τα δικά της συμφέροντα.
Μετά από αλλεπάλληλες ωμότητες σε βάρος των χριστιανών της Κρήτης, κατέπλευσαν στην Μεγαλόνησο οι στόλοι των Μεγάλων Δυνάμεων και αποβίβασαν αγήματα στα Χανιά, ώστε να αποτραπεί η γενοκτονία των χριστιανών της Κρήτης. Οι σημαίες των Μεγάλων Δυνάμεων κυμάτιζαν παράλληλα με αυτή της Τουρκίας στο Φρούριο Φιρκά των Χανίων.
Οι χριστιανοί του νησιού με επικεφαλής τον Βενιζέλο συγκρότησαν επιτροπή έργο της οποίας θα ήταν η οργάνωση του ενόπλου αγώνα για τη Ένωση με την Μητέρα Ελλάδα και εγκατέστησαν στρατόπεδο επαναστατικών δυνάμεων στο Ακρωτήρι, στο σημείο όπου είναι σήμερα οι τάφοι των Βενιζέλων. Εκεί ψηλά, στο ηρωικό και μπαρουτοκαπνισμένο Ακρωτήρι, εκηρύχθη η Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα και έγινε πρόσκληση στον Βασιλέα Γεώργιο τον Α’ της Ελλάδας να καταλάβει την Μεγαλόνησο.
Ο μελλοντικός Εθνάρχης με το ένα χέρι κρατά το όπλο στο στρατόπεδο του Ακρωτηρίου και με το άλλο συντάσσει υπομνήματα προς τους Ευρωπαίους ναυάρχους, οι οποίοι απαιτούν τη διάλυση του επαναστατικού στρατοπέδου στο Ακρωτήρι. Τούτο δεν γίνεται και οι στόλοι των Μεγάλων Δυνάμεων με εντολή του επικεφαλής των ναυάρχων – Ιταλού Κανεβάρο – δίδεται το σήμα του βομβαρδισμού. Μια οβίδα σπάζει το κοντάρι της σημαίας που είχαν υψώσει οι «Ακρωτηριανοί» όπως τους αποκαλούσαν. Και τότε ο πολεμιστής Σπύρος Καγιαλεδάκης κάνει το σώμα του ζωντανό κοντάρι. Το γεγονός του βομβαρδισμού χριστιανών από χριστιανούς προκαλεί διεθνείς αντιδράσεις.
Το επεισόδιο της σημαίας γίνεται θρύλος και σύμβολο. Στο μεταξύ η επανάσταση έχει ξεσηκώσει όλους τους Κρητικούς. Ο κίνδυνος να περιπλακεί το Κρητικό ζήτημα έκανε τις Δυνάμεις να αποφασίσουν τη διεθνή κατοχή των πόλεων Χανιά – Ρέθυμνο –Ηράκλειο. Η νέα αυτή εξέλιξη οδήγησε τον Βασιλιά της Ελλάδας Γεώργιο τον Α’ και την κυβέρνηση Δεληγιάννη σε ενεργότερη παρέμβαση.
Εκστρατευτικό σώμα από 1.500 άνδρες με αρχηγό το Συνταγματάρχη του Ιππικού Τιμολέοντα Βάσσο, υπασπιστή του Βασιλιά, αποβιβάστηκε την η Φεβρουαρίου του 1897 στο Κολυμπάρι, κοντά στο μοναστήρι της Γωνιάς. Η Τουρκία διαμαρτυρήθηκε στις Μεγάλες Δυνάμεις και στην Ελλάδα και έφερε στη θέση του Βέροβιτς πασά, που είχε παραιτηθεί, το Φωτιάδη πασά.
Με τις σφαγές των χριστιανών των Χανίων και την πυρπόληση των οικιών της πόλης μια νέα επανάσταση απλώνεται σε όλη την Κρήτη. Ο στρατός του Τιμολέοντα Βάσσου κυρίεψε ύστερα από μάχη και με τη βοήθεια εντοπίων πολεμιστών και ανατίναξε το φρούριο των Βουκολιών στις 7 Φεβρουαρίου και την επόμενη ημέρα επιτέθηκε εναντίον του πύργου της Αγιάς και των τουρκικών στρατώνων στη θέση Λιβάδια του Γαλατά, έξι χιλιόμετρα από τα Χανιά.
Στη συνέχεια εμποδιζόμενος ο Τιμολέων Βάσσος να βαδίσει κατά των Χανίων από τις Μεγάλες Δυνάμεις προς υπεράσπιση του χριστιανικού στοιχείου, προσωρινά στρατοπέδευσε στο παραπλεύρως κείμενο χωματοβούνι «Μονοκούμαρο» – πλησίον της Μάνδρας των Αγροτικών Φυλακών της Αγιάς – και επί τόπου έκανε έπαρση της Ελληνικής Σημαίας στην Τουρκοκρατούμενη Κρήτη για πρώτη φορά. Εάν το γεγονός ελάμβανε χώρα στο νομό Ηρακλείου, οι εκεί συμπατριώτες μας θα είχαν αναγείρει μεγαλοπρεπές μνημείο.
Επειδή η στάση των Ευρωπαϊκών Δυνάμεων κάθε άλλο παρά φιλική ήταν προς τον ελληνικό στρατό, συμβάλλουσας και της προβληθείσας τουρκικής αντίστασης, αναγκάσθηκε ο Τιμολέων Βάσσος να μεταφέρει το στρατόπεδό του στον Πλατανιά, αρχικά και στη συνέχεια στον Αλικιανό. ‘Έλαβε τελεσίγραφο των Μεγάλων Δυνάμεων να μην πλησιάσει στα Χανιά, σε ακτίνα μικρότερη από έξι χιλιόμετρα. Στις άλλες πόλεις της Κρήτης αποβιβάσθηκαν ισχυρά στρατεύματα των Δυνάμεων.
Ο Βενιζέλος δεν κάνει πίσω και τον Μάρτιο του κρίσιμου έτους 1897 αναλαμβάνει ως εκπρόσωπος των επαναστατημένων Κρητών, τις διαπραγματεύσεις με τους ναυάρχους των Μεγάλων Δυνάμεων, για την επίλυση του ζητήματος της Μεγαλονήσου, δηλαδή του Κρητικού ζητήματος. Το διπλωματικό αστέρι του Βενιζέλου αρχίζει να ανέρχεται στον ουράνιο θόλο και μετά 8 ακριβώς χρόνια σο ιστορικό Θέρισο, θα μεσουρανήσει ο επαναστάτης Βενιζέλος.
Η ήττα της Ελλάδας στον πόλεμο του 1897, με τις τεράστιες οικονομικές επιπτώσεις και την καταρράκωση του κύρους των ελληνικών κυβερνήσεων και βεβαιότατα, είχε δυσμενείς επιπτώσεις στον διαρκή αγώνα για την Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα. Με τα δεδομένα αυτά, η Ένωση της Κρήτης με την Μητέρα Ελλάδα δεν ήταν δυνατό να επιτευχθεί εκείνη την περίοδο. Η ηττημένη Ελλάδα του 1897 δεν ήταν πλέον σε θέση να συνδράμει στον αγώνα των Κρητών.
Έτσι επιλαμβάνονται του θέματος πλήρως οι Μεγάλες Δυνάμεις, οι οποίες υπόσχονται αυτονομία στους εξεγερμένους Κρητικούς. Ο Βενιζέλος ταυτόχρονα εξελέγη Πρόεδρος της Συνέλευσης, δηλαδή ηγέτης του Κρητικού Αγώνος και στη συνέχεια έκανε την ακόλουθη δήλωση:
Εφόσον η Ένωση, υπό τας νέας περιστάσεις δεν είναι εφικτή, είμεθα υποχρεωμένοι να δεχθώμεν την υποσχομένην υπό των Μεγάλων Δυνάμεων αυτονομίαν, ως νέον σταθμό για την εκπλήρωση του εθνικού ιδεώδους. Όσον αφορά τον πόθον των Κρητών, για ένωση με την Ελλάδα, τούτο θα επιτευχθεί, όταν οι περιστάσεις το επιτρέψουν.
Τον Ιούλιο του 1898 οι Μεγάλες Δυνάμεις, τηρώντας τα υποσχεθέντα, όσον αφορά την παραχώρηση αυτονομίας στην Μεγαλόνησο, έστειλαν σχέδιο προσωρινού πολιτεύματος, αλλά οι Τούρκοι αντέδρασαν βίαια και επακολούθησαν φόνοι Ελλήνων της Κρήτης και Άγγλων.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την επίσπευση της εφαρμογής του αυτονομιακού καθεστώτος. Το Νοέμβριο του 1898 έφυγαν από την Κρήτη και οι τελευταίοι Οθωμανοί στρατιώτες και εκπρόσωποι των Μεγάλων Δυνάμεων ανέλαβαν την Διοίκηση του νησιού.
Ύπατος Αρμοστής ωρίσθη ο Πρίγκιπας Γεώργιος, δευτερότοκος γιός του Βασιλέως των Ελλήνων Γεωργίου του Α’, υπό την επικυριαρχία του Σουλτάνου. Ο Αρμοστής έφθασε στο νησί και αποβιβάσθηκε στη Σούδα τον Δεκέμβριο του 1898, εσχημάτισε την πρώτη κυβέρνηση της Αυτόνομης Κρητικής Πολιτείας. Σε αυτή την κυβέρνηση ο Βενιζέλος ανέλαβε το Χαρτοφυλάκιο του Συμβούλου επί της Δικαιοσύνης και ανέλαβε να συντάξει τον συνταγματικό χάρτη του απελευθερωμένου νησιού. Παράλληλα εισηγήθη και άλλα θέματα της αρμοδιότητάς του, όπως Οργανισμό Δικαστηρίων, περί Κρητικής Ιθαγένειας, περί ζωοκλοπής, Κρητικής Πολιτείας, Δικονομίας κλπ.
Δυστυχώς όμως οι σχέσεις του Βενιζέλου με τον Ύπατο Αρμοστή όχι μόνο δεν ήσαν αγαθές, αλλά οξύνοντο συνεχώς, μέχρι που έφθασαν σε οριστική ρήξη και οδήγησε τον Βενιζέλο στο Κίνημα ή καλλίτερα στην Επανάσταση του Θερίσου τον Μάρτιο του 1905, με σκοπό την επίτευξη της ένωσης της Κρήτης με την Ελλάδα, έστω και ενόπλως. Το έναυσμα εδόθη με την εισήγηση του Βενιζέλου για την δημιουργία Κρητικής Πολιτοφυλακής, ώστε να επέλθει η αποχώρηση των στρατευμάτων των Μεγάλων Δυνάμεων από την Κρήτη, που θα εσήμαινε την επίτευξη της ανεξαρτησίας της Μεγαλονήσου και αυτό θα αποτελούσε τον πρόλογο της πολυπόθητης Ένωσης.
Ο Πρίγκιπας είχε άλλες βλέψεις, όνειρα και στόχους, να κάνει την Κρήτη δικό του προτεκτοράτο, δικό του βασίλειο. Όλα τα παραπάνω οδήγησαν στην παύση του Βενιζέλου από το αξίωμα του Συμβούλου επί της Δικαιοσύνης στις 20 Μαρτίου του 1901 και γέννησαν την ένοπλη εξέγερση του Θερίσου. Οι καρποί της εξέγερσης στο Θέρισο υπήρξαν ικανοποιητικοί και υπολογίσιμοι: Οι επαναστάτες αμνηστεύτηκαν, στην Κρήτη παρεχωρήθη μια συνταγματικώς κατοχυρωμένη αυτονομία, η ανάκληση ξένων στρατευμάτων και ο σχηματισμός Πολιτοφυλακής στελεχωμένης από Αξιωματικούς του Ελληνικού Στρατού. Παράλληλα αναγνωρίστηκε στον Βασιλέα των Ελλήνων το δικαίωμα να ορίζει και να διορίζει αυτός τον Ύπατο Αρμοστή των Μεγάλων Δυνάμεων στην Κρήτη.
Έτσι με την νομική αυτή φόρμουλα πήρε τέλος η θητεία του Πρίγκιπα Γεωργίου και στη θέση του διορίσθηκε ο Αλέξανδρος Ζαΐμης, πρώην πρωθυπουργός ο οποίος ανέλαβε τα καθήκοντά του τον Σεπτέμβριο του 1906.
Κατά τη διάρκεια της θητείας του Ζαΐμη , η Κρητική Πολιτεία απέκτησε δικό της Σύνταγμα και δική της Πολιτοφυλακή. Συνεπώς έμενε μόνο η πολυπόθητη Ένωση με τη Μητέρα Ελλάδα.
Στις 15 Αυγούστου 1909 εκδηλώθηκε εξέγερση στην Αθήνα από Αξιωματικούς του Στρατού Ξηράς και του Ναυτικού, που πέρασε στην Ιστορία ως το Κίνημα στο Γουδί. Ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος βασική και κατευθυντήρια γραμμή είχε την αλλαγή της στάσεως των ελληνικών κυβερνήσεων στο Κρητικό ζήτημα και γενικά στα τμήματα του Ελληνισμού, που ήσαν ακόμα υπόδουλα στην Τουρκία, γιατί θεωρούσαν την στάση αυτή των ελληνικών κυβερνήσεων δειλή και άτολμη.
Οι εξελίξεις ήταν ραγδαίες. Η κυβέρνηση Ράλλη παραιτήθηκε και ο βασιλιάς Γεώργιος ο Α’ αποδέχθηκε τα περισσότερα από τα αιτήματα του Στρατιωτικού Συνδέσμου. Ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος, επειδή δεν είχε πλέον καμία απολύτως εμπιστοσύνη στον τότε πολιτικό κόσμο και με σκοπό να θέσει σε εφαρμογή το μεταρρυθμιστικό του σχέδιο, εκάλεσε από την Κρήτη τον Ελευθέριο Βενιζέλο.
Οι κινηματίες Αξιωματικοί του Γουδιού, στηρίχθηκαν στις αρχηγικές και διπλωματικές του ικανότητες, που είχαν γίνει γνωστές στο Πανελλήνιο και πέραν αυτού και πίστευαν, ότι μόνο αυτός μπορούσε να βγάλει την Ελλάδα από το τέλμα. Έτσι, τον Οκτώβριο του 1910, ο Βενιζέλος έγινε Πρωθυπουργός της Ελλάδας.
Δύο χρόνια αργότερα, το 1912 άρχισαν οι νικηφόροι Βαλκανικοί πόλεμοι, ο πρώτος κατά της Τουρκίας και ο δεύτερος κατά της Βουλγαρίας. Απελευθερώθηκαν τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου με το ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη, η Ήπειρος και η Μακεδονία και τα σύνορά μας επεξετάθησαν από την Λάρισα στον ποταμό Νέστο, στο νομό Καβάλας και στην Ήπειρο εκεί που είναι σήμερα τα Ελληνοαλβανικά σύνορα. Η προσάρτηση των παραπάνω εδαφών έγινε σύμφωνα με την συνθήκη του Βουκουρεστίου και υπογράφτηκε τον Ιούλιο του 1913. Παράλληλα επετεύχθη και η πολυπόθητη Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα. Οι αγώνες, οι θυσίες και το αίμα πολλών γενεών του Κρητικού λαού δικαιώθηκαν, έστω και αργά.
Αιώνες αίματος και δακρύων της μαρτυρικές Μεγαλονήσου εύρισκαν επιτέλους την ιστορική τους δικαίωση. Πρωταγωνιστής στον τιτάνιο αγώνα του Κρητικού λαού, για την Ένωση ήταν ο μεγαλοφυής πολιτικός, ο πρωταθλητής της Ευρωπαϊκής διπλωματίας και ο Επαναστάτης του Θερίσου και του Ακρωτηρίου, ο Ελευθέριος Βενιζέλος.
Αξίζει να επισημανθεί και να τονισθεί, πως η Ένωση της Μεγαλονήσου με την Ελλάδα έγινε με την διπλωματική και μόνο ευστροφία του γίγαντα πολιτικού Ελευθέριου Βενιζέλου:
Ο Βενιζέλος απλά ανήγγειλε την Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα μεταξύ άλλων θεμάτων στα Υπουργεία Εξωτερικών των Μεγάλων δυνάμεων με έγγραφό του και οι εκεί αρμόδιοι του απήντησαν – επίσης απλά – ότι έλαβαν το έγγραφό του. Τελικά βέβαια η ενσωμάτωση της Κρήτης στην ανεξάρτητη Ελλάδα κυρώθηκε με την Συνθήκη των Αθηνών.
Η ευτυχής λύση του Κρητικού ζητήματος με την Ένωση διδάσκει , πως για την επίτευξη τέτοιων εθνικών σκοπών απαιτείται η μακρόχρονη και η ανυποχώρητη αγωνιστικότητα ενός λαού, οι ψύχραιμοι διπλωματικοί χειρισμοί και οι αποφασιστική στάση ενός συμπαγούς και ομονοούντος εθνικού κράτους.
Η πάντοτε επιβαρυντική στάση και ο άσχημος ρόλος των Μεγάλων Δυνάμεων σε βάρος των εθνικών κρατών, λυγίζει και υποχωρεί μπροστά στην αισώπεια, στην άτρωτη, και γρανιτώδη θέληση ενός λαού για να ζήσει ελεύθερος και στο τέλος επικρατεί το δίκαιον.
Συμπερασματικά μπορούμε να χαρακτηρίσουμε τον βασιλιά Κωνσταντίνο, ως το δαφνοστεφές σύμβολο και τον Πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο ως τον πραγματοποιό της Ένωσης της Κρήτης με την Μητέρα Ελλάδα.
Επιταγή της τοπικής ιστορίας είναι, εμείς οι Κρητικοί πρέπει πρώτα να είμαστε Βενιζελικοί και μετά να έχουμε την κομματική μας ταυτότητα.
ΦΩΚΙΩΝ Θ. ΒΕΡΥΚΑΚΗΣ
* Το παραπάνω κείμενο έγραψε ο εκλιπών δύο μήνες περίπου πριν φύγει από τον κόσμο ετούτο