Του Κανάκη Γερωνυμάκη
Ο Μουσταφά Νταϊλή πασάς εγεννήθηκε στη Β. Ήπειρο στο Τεπελένι της Αλβανίας. Ήτανε Αλβανός, μα οι Αλβανοί ενώ αρχικά αντιστάθηκαν γενναία κατά των Τούρκων, υπό τον Σκετέρμπεη (Γ. Καστριώτη), στη συνέχεια εξισλαμίστηκαν και έγιναν το εκτελεστικό όργανο της Τουρκίας, ειδικά στην αντιμετώπιση των επαναστατικών εξεγέρσεων των Ελλήνων. Όπως ο Μουσταφά πασάς, ο Χασάν πασάς, ο Βελίπασάς, ο Χουσείν πασάς, ο Ιμβραήμ πασάς, ο Ομέρ Βρυώνης, ο Αλή πασάς, ο Κιουπρουλού που κατέλαβε την Κρήτη και άλλοι. Ακόμα οι ζαφτηγέδες τους (οι χωροφύλακες αποτελούνταν μόνο από Τούρκους και Αλβανούς, μέχρι το 1878 που έγινε η Σύμβαση της Χαλέπας όπου από τότε μπορούσανε να είναι και από άλλους κατοίκους της Κρήτης.
Ο Μουσταφάς ήρθε στην Κρήτη αρχές της δεκαετίας του 1820 ως μπέης και σχεδόν επί μισό αιώνα ήτανε δεσπόζουσα φυσιογνωμία εναντίον των απελευθερωτικών αγώνων της Κρήτης. Γι’ αυτό οι Τούρκοι των αποκαλούσανε «Γκιριτλή» (Κρητικό). Όταν εμάχετο στη Μαλάξα εναντίον των επαναστατών ως χιλίαρχος, ετραυματίστηκε στο πόδι και κούτσαινε στην υπόλοιπη του ζωή. Το 1824 έγινε αρχιστράτηγος της Κρήτης και το 1827 έγινε πασάς. Το 1832, επί αιγυπτιοκρατίας έγινε και πολιτικός διοικητής της Κρήτης.
Το 1828 ο αγώνας της Κρήτης ήτανε ακόμα συρρικνωμένος από τα χτύπημα που του έδωσε ο Χουσεϊν πασάς το 1824, και στείλανε από την άλλη Ελλάδα τον γενναίο στρατηγό και φλογερό πατριώτη Χ’’ Μιχάλη Νταλιάνη με 600 πεζούς και 70 ιππείς για να αναπτερώσει τον αγώνα. Έφτασε στο Φραγκοκάστελο μα ενώ οι Σφακιανοί καπετάνιοι του επέμεναν να παρασύρουνε τον εχθρό στους ατραπούς και στα φαράγγια που αυτοί ήτανε γνώστες του εδάφους, και ο εχθρός δεν θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τον όγκο των δυνάμεών του, ο Χ’’ Μιχάλης επέμενε να δοθεί η μάχη στον κάμπο όπου η δύναμη του Χατζή Μιχάλη ετάχτηκε στον κάμπο και οι επαναστάτες στα ριζοβούνια. Εκεί τους βρήκε ο Μουσταφά πασάς και τους χτύπησε με πολλαπλάσιο στρατό στις 18-5-1828.
Στο φρούριο που, ως συνήθως δεν ήτο επανδρωμένο από εχθρούς, εκλείσθηκε ο Ασφενδιώτης στρατηγός Στρατής Δεληγιαννάκης με 60 πολεμιστές και αρκετούς άμαχους και από την πρώτη μέρα εσκοτωθήκανε 338 από τους άντρες του Χατζή Μιχάλη και στη συνέχεια άρχισε η πολιορκία του φρουρίου. Η πολιορκία εκράτησε μέχρι τις 24 Μάη. Ήδη είχανε σκοτωθεί περί τους 800 Τούρκοι στον κάμπο.
Μαζί με τους δικούς μας περί τα 1150 πτώματα και αρκετά άλογα νεκρά στις ζέστες του Μαΐου, οι αναθυμιάσεις ήτανε ανυπόφορες για πολιορκητές και πολιορκημένους. Στους πολιορκημένους είχανε εξαντληθεί τα τρόφιμα, το αλάτι μα και τα ξύλα για το μαγείρεμα. Ο Μουσταφάς επρότεινε στον Δεληγιαννάκη να παραδοθούνε μα δεν το δεχότανε επ’ ουδενί. Στις 24 του Μάη δέχτηκαν τους όρους του Δεληγιαννάκη και τους άφησαν και φύγανε με τον οπλισμό τους. Ο Δεληγιαννάκης επήγε και ενώθηκε με τους άλλους επαναστάτες, ενώ οι Τούρκοι πήγανε και καταβληστήκανε νοτίως της Σκαλωτής. Εκεί πήγανε και τους χτύπησαν οι επαναστάτες, βάζοντας και γύρω – γύρω φωτιές όπου τους έτρεψαν εις άτακτον φυγή και ενώ ο Παπαδοπετράκης γράφει ότι είχανε οι Τούρκοι απώλειες 1902 άντρες, ο Κριτοβουλίδης γράφει για 1700 μέχρι να πάνε στον Κόρακα νοτίως Ροδακίνου.
Το 1850 τον πήγε ο σουλτάνος βεζύρη στην Κων/ πολη. Το 1856 έκανε διοικητή της Κρήτης ο Μουσταφάς τον γιό του Βελή πασά, όπου αυτός υπέγραψε το «Κάτι Χουμαγιούν» για σεβασμό ζωής τιμής και ιδιοκτησίας των ραγιάδων και περί αναγνωρίσεως των δημογερόντων να παρεμβάινουν σε δικαστικά, κληρονομικά και άλλα θέματα. Αυτός υπέγραψε και το «τανζιμάτ» για μεταρρυθμίσεις. Όλα αυτά μένανε στα χαρτιά. Οι κακοποήσεις και η ασήκωτη φορολογία, ανάγκασε τους Κρητικούς να κάνουνε νέα επανάσταση, διότι ο Χακίμ Ισμαήλ πασάς, από, το 1861 ήτανε και αυτός πάρα πολύ σκληρός. Την 15-5-1866 εσυγκεντρώθηκε 5.000 κόσμος στα ιστορικά Μπουτσουνάρια και συντάξανε υπόμνημα προς τον σουλτάνο όπου το κοινοποιήσανε στους πρόξενους των Μ. Δυνάμεων, στους βασιλιάδες Αγγλίας και Γαλλίας, καθώς και στον τσάρο της Ρωσίας. Η απάντηση ήρθε αρνητική και απειλητική.
Ο σουλτάνος εκτιμώντας την σοβαρότητα της καταστάσεως έστειλε τον Μουσταφά πασά, που ήτανε τότε βεζύρης, σαν ειδικότερο και ικανότερο να διαχειριστή την κατάσταση, όπου έφτασε στην Κρήτη στις 30-8-1866. Στις 20-7-1866 σε συγκέντρωση στον Εμπρόσνερο απεφασίστει να γίνει νέα επανάσταση.
Στις 21-8-1866 στο Ασκύφου Σφακίων έγινε η επίσημη διακήρυξη για έναρξη της επανάστασης. Ο Μ. πασάς εκάλεσε τους επαναστάτες να καταθέσουν τα όπλα υποσχόμενος την ικανοποίηση όλων των δίκαιων αιτημάτων μα η επιτροπή από τους κάμπους που ήτανε τότε του απάντησε «ΕΝΩΣΗ ή ΘΑΝΑΤΟΣ».
Αυτός επήγε πρώτα και έσπασε την πολιορκία της Καντάνου, έκαψε τους Λάκκους, το Θέρισος και τα Μεσκλά και στις 12 Οκτωβρίου 1866 εχτύπησε στη μάχη του Βαφέ τον Ζυμβρακάκη που του σκότωσε 70 επαναστάτες, μετά πήγε και πολιόρκησε το Αρκάδι με τα γνωστά αποτελέσματα. Στα ηρακλειώτικα, στον Αγ. Μύρωνα σφαγιάσανε πολλά γυναικόπαιδα.
Στην Τύλισο έγινε μεγάλη μάχη όπου σκοτωθήκανε 600 Τούρκοι, μα μεταξύ των δικών μας νεκρών ήτανε και ο καταγόμενος από Κομητάδες Σφακίων αρχηγός του Μαλεβιζίου Παύλος Ντεντιδάκης. Στις 17-12-1866 έπιασε πάλι την ορεινή Κυδωνία και πέρασε στο Σέλινο όπου από εκεί έστελνε μηνύματα των Σφακιανών να πάνε να του καταθέσουνε υποταγή, γιατι διαφορετικά θα μπει και θα κάνει τα Σφακιά ολοκαύτωμα. Δεν πήγανε όμως οι Σφακιανοί και αυτός πέρασε τον στρατό του με πλοία στα Σφακιά, όπου επίεζε, ή υποταγή, ή ολοκαύτωμα.
Χάριν των άνω των 25.000 γυναικοπαίδων κατέθεσαν «πλασματική υποταγή», όπως την παρουσιάζει ο Μουρέλος στην Ιστορία της Κρήτης, που αποδείχθει πλασματική, διότι όταν έφευγε τον χτυπήσανε στου Κατρέ των Λαγκό και γράφει ο Ψιλάκης ότι εκεί είχε απώλειες 1.200 άντρες. Η ήττα του αυτή εθεωρήθηκε πολύ ταπεινωτική και τον ανακάλεσαν στην Κων/πολη.
Ο Μουσταφά πασάς απέχτησε στην Κρήτη τεράστια περιουσία. Γράφει δια αυτόν ο Ψιλάκης στην Ιστορία της Κρήτης: «Απέκτησεν απείρους θησαυρούς. Πλην των απέραντων ιδιοκτησιών του στην πόλη του Ηρακλείου και εν τη υπαίθρω χώρα. Είχε μέγα σαπωνοποιείο και 50 ελαιοτριβεία σε διάφορα χωριά, έκταση στα Μπουτστουνάρια, εντός του Ηρακλείου, μεγαλοπρεπές μέγαρο, στην Πηγή του Ρεθύμνου μέγαρο και 4.000 ελιές. Και την Τριμάρτυρη των Χανίων της είχε σαπουναριό».
Τους ήρωες μας πρέπει να τους θυμόμαστε για λόγους τιμής και μνήμης, μα ενδείκνυται να ξέρομε κάποια πράγματα και για τους εχθρούς μας.