Του Θέμη Τζήμα
Η συνέντευξη του Γ. Στουρνάρα σχετικά με το “τείχος άμυνας” που μαζί με τον πρόεδρο της Δημοκρατίας και άλλους παράγοντες έστηναν εν αγνοία της νόμιμης κυβέρνησης της χώρας, απέναντι σε πιθανές ενέργειες της τελευταίας στο πλαίσιο του συνταγματικού της ρόλου – ασχέτως του αν συμφωνεί ή διαφωνεί κανείς με αυτές – αποτελούν ομολογία σχεδιασμού πραξικοπήματος με τη στήριξη και με τη συμμετοχή της προεδρίας της δημοκρατίας.
Η συνέντευξη αυτή δεν έρχεται σαν κεραυνός εν αιθρία, ούτε σε ό,τι έχει να κάνει με την Ελλάδα, ούτε σε σχέση με τον τρόπο που λειτουργούν διάφορες δημοκρατίες εντός ευρώ, με τα εισαγωγικά να γίνονται ολοένα καταλληλότερα. Ο πρόεδρος της δημοκρατίας και γεφυροποιός Τσίπρα – Καραμανλή άλλωστε, έχει επανειλημμένα δηλώσει ότι αντιλαμβάνεται τις αρμοδιότητές του με τρόπο σχετικό, δηλαδή εν δυνάμει διευρυμένο στο πλαίσιο μιας σαφούς πολιτικής επιδίωξης, παράταξης και κοινωνικού μπλοκ, που ομνύει με κάθε κόστος στο όνομα του ευρώ. Η συνέντευξη του Στουρνάρα όμως έρχεται να αποκαλύψει μια υπόγεια και εν δυνάμει αντισυνταγματική λειτουργία εναντίον της εκλεγμένης τότε κυβέρνησης.
Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας υποχρεούται ως εκ του νόμου και της θέσης του να τηρεί το θεσμικό του ρόλο εντός του συνταγματικού πλαισίου της χώρας πρωτίστως Η δε επιλογή της παραμονής ή μη της χώρας στην ευρωζώνη, της έκδοσης ή μη διπλού νομίσματος αποτελεί ακόμα αρμοδιότητα της όποιας εκλεγμένης δημοκρατικά κυβέρνησης, όπως άλλωστε το καλοκαίρι, ο Σόιμπλε και όλοι οι παράγοντες της ευρωζώνης είχαν αναγνωρίσει. Αντιθέτως προς αυτούς, ο διοικητής της ΤτΕ και ο πρόεδρος της Δημοκρατίας, μαζί με άλλους τα ονόματα των οποίων ακόμα δε γνωρίζουμε αποδείχτηκαν βασιλικότεροι του βασιλέως, όπως πάντα έπρατταν οι ντόπιοι τοποτηρητές σε κάθε αποικία και αποφάσισαν ότι είχαν υποχρέωση και δικαίωμα να κάμψουν το σύνταγμα και να καταλύσουν το ρόλο της κυβέρνησης εφόσον χρειαζόταν, προκειμένου να διασφαλίσουν συγκεκριμένα ταξικά συμφέροντα.
Πρόκειται αφενός για ομολογία σχεδιασμού πραξικοπήματος στον οποίο φέρεται εμπλεκόμενος και ο εκ του ρόλου του, υποτίθεται εγγυητής του συντάγματος και αφετέρου για κατάδειξη επιστροφής της αστικής δημοκρατίας από ένα ρόλο σχετικής ουδετερότητας σε ένα ρόλο με σαφέστατα ταξικά χαρακτηριστικά που επιβάλλει εις βάρος της κοινωνικής πλειοψηφίας. Για να καταλάβουμε τη βαρύτητα της ομολογίας Στουρνάρα ας αναρωτηθούμε τι θα λέγαμε αν ο αρχηγός ΓΕΕΘΑ για παράδειγμα, ομολογούσε ότι είχε έρθει σε επαφή με τον πρόεδρο της Δημοκρατίας για να ορθώσει τείχος άμυνας απέναντι στην υποτιθέμενη χρήση νομισματικών αποθεμάτων που βρίσκονται στο νομισματοκοπείο ή σε σχεδιασμό της κυβέρνησης για έκδοση διπλού νομίσματος; Επιπλέον ας αναρωτηθούμε και κάτι ακόμα: πού βρίσκονται οι εισαγγελείς και ο πρόεδρος της Βουλής και τι πρόκειται να πράξουν δεδομένης αυτής της ομολογίας;
Αυτό όμως που είναι πιο εντυπωσιακό είναι οι αγαστές σχέσεις της κυβέρνησης με το Γ. Στουρνάρα, ιδίως μετά την υπογραφή του τρίτου μνημονίου και παρά το ρόλο του τελευταίου. Οι καταγγελίες Τσίπρα εναντίον του διοικητή της ΤτΕ μετατράπηκαν σε καταγγελίες εναντίον του Λαφαζάνη και της Κωνσταντοπούλου, ενώ και η Βουλή «ευτυχώς» άρχισε να λειτουργεί όπως πριν, χωρίς να γίνεται ενοχλητική για Στουρνάρα και λοιπούς παράγοντες, εξ ου και ο Παυλόπουλος συνεχάρη την πρωτοχρονιά το Βούτση.
Καθίσταται προφανές έτσι, ότι η υπογραφή του τρίτου μνημονίου δεν ήταν μόνο μια πράξη με οικονομικό – κοινωνικές αλλά και με πολιτειακές συνέπειες. Σηματοδότησε τη συνθηκολόγηση της κυβέρνησης με μια στρεβλή και ταξικά μονομερή λειτουργία της Γ’ ελληνικής δημοκρατίας που την ωθεί σε βαθιά και πλήρη απαξίωση με απρόβλεπτες συνέπειες. Όταν επίδοξοι πραξικοπηματίες δρουν ελεύθερα, φτάνοντας μέχρι τα ανώτατα κλιμάκια του κράτους, τίποτα καλό δεν προμηνύεται.