Επιμέλεια – Κείμενα: Στρατής Παπαμανουσάκης
ΝΙΚΟΛΑΪ ΧΑΡΤΜΑΝ- NICOLAI HARTMANN
(Ρίγα, Λεττονία 1882- Γκέτινγκεν 1950)
Γερμανός μεταφυσικός φιλόσοφος και βιολόγος, μαθητής του Κοέν και του Νάτορπ, καθηγητής στα Πανεπιστήμια Μαρβούργου, Κολωνίας, Βερολίνου και Γοτίγγης, ορμώμενος από τη φιλοσοφία του Καντ και του Χούσσερλ προς μια νέα γνωσιολογία, οντολογία και αξιολογία, ένα κριτικό ρεαλισμό. Χρησιμοποιώντας την καντιανή κριτική, τη χουσσερλιανή φαινομενολογία, αλλά και τη σωκρατική απορητική, πέρα από ιδεοκρατία και πραγματο-κρατία, οδηγείται στην οντολογική μεταφυσική έρευνα και στον καθορισμό των ηθικών αξιών. Χωρίζει την πραγματικότητα σε ύλη, ζωή, συνείδηση και πνεύμα και διατυπώνει τα αξιώματα της επανάληψης, τροποποίησης, διαφοροποίησης και απόστασης για την κατασκευή του πραγματικού κόσμου (ανόργανος, οργανικός, συναισθηματικός, πνευματικός κόσμος). Θεωρείται ένας από τους επιφανέστερους φιλοσόφους και κύριος εκπρόσωπος της μεταφυσικής του 20ου αιώνα.
Έργα: Η λογική του όντος παρά τω Πλάτωνι (1909), Θεμελιώδη φιλοσοφικά ερωτήματα και βιολογία (1912), Σχέδιο μιας μεταφυσικής της γνώσεως (1921), Φιλοσοφία του γερμανικού ιδεαλισμού (1923-1929), Ηθική (1926), Το πρόβλημα του πνευματικού είναι (1933), Προς θεμελίωση της οντολογίας, (1935), Δυνατότης και πραγματικότης (1938), Η εποικοδομή του πραγματικού κόσμου (1940), Αυτοβιογραφία (1949), Η φιλοσοφία της φύσεως (1950), Αισθητική (1952).
Βιβλιογραφία: J. Kloster, Kritische Ontologie Nicolai Hartmanns, 1928, H. Heimsoeth – R. Heiss, N. Hartmann, Der Denker und sein Werk, 1952, K. Kanthack, N. Hartmann und das ende der Ontologie, 1962, Arnd. Grötz, Nicolai Hartmann’s Lehre vom Meuschen, 1989, Mart. Morgenstein, Nicolai Hartmann zür einführung, 1997, E. Lester – E. Behnke et al, The Encyclopedia of Phenomenology, 1997, Alessandro Gamba, In principio era il fine, Ontologia e teleologia in Nicolai Hartmann, 2004, Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ηλίου (Κ.Δ. Γεωργούλη), Βικιπαίδεια.
ΚΕΙΜΕΝΑ: Ν. ΧΑΡΤΜΑΝ, ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ ΕΙΝΑΙ (ΜΕΡ. Β’)
* * *
Η οντολογία είναι ο λόγος περί του όντος, δηλαδή η συζήτηση για τη μετοχή στο είναι. Το είναι λαμβάνεται συνήθως ως υποκειμενική υπαρκτική βεβαιότητα, ως πιστοποίηση φαινομένων, ως αντικειμενική απόφαση. Η φιλοσοφία όμως, το οντολογικό ερώτημα, αρχίζει πέρα από τις γλωσσικές σημασίες, οδηγώντας μας σε δυο βασικές τοποθετήσεις. Στην οντική και στην οντολογική εκδοχή του είναι. Στο ερώτημα που δέχεται την οντότητα των όντων (τί είναι αυτό που κάνει τα όντα να είναι;) και στην εκδοχή που αρνείται τον οριστικό χαρακτήρα του είναι (ποιά είναι η διαφορά ανάμεσα στα όντα και στο είναι;).
Η οντική εκδοχή προέρχεται από τον Αριστοτέλη. Μας οδηγεί στην ουσία, στην ενέργεια, στο είδος. Στο είναι που θεωρείται ως ον. Αλλά και στο είναι που ταυτίζεται με την ενέργεια, την ενέργεια με την κίνηση, την κίνηση με το πρώτο κινούν. Η σχέση είναι και όντων είναι κατ’ αρχήν σχέση αιτίας και αποτελέσματος. Αλλά ύστερα, όταν το πρώτο κοινούν ταυτίζεται με τον Θεό, το είναι αποδεσμεύεται από τον συσχετισμό του με τα όντα. Ενώ σχετικά με τα όντα το είναι ταυτίζεται με την ενέργεια ως κίνηση, σχετικά με το πρώτο κοινούν, ταυτίζεται με την ενέργεια ως ακινησία. Στην πρώτη περίπτωση έχουμε τη φύση των όντων, τη φυσική, στη δεύτερη το είναι καθ’ εαυτό, ανεξάρτητα από τα φύσει υπαρκτά, τη μεταφυσική. Η οντολογική εκδοχή οφείλεται στον Χάϊντεγγερ. Μας κατευθύνει στη διαφορά ανάμεσα στο είναι και στο φαίνεσθαι, στο είναι καθεαυτό και στον τρόπο με τον οποίο είναι τα όντα. Στην αλήθεια των όντων, στην παρουσία, στη φαινομενικότητα. Στην ύπαρξη, στο χρόνο και στο μηδέν. Ο Χάϊντεγγερ ανατρέχει στον Ηράκλειτο, στην αίνιγματική του φράση “φύσις κρύπτεσθαι φιλεῖ”. Τα όντα φαίνονται ενώ το είναι κρύπτεται, λανθάνει. Η διαφορά είναι και φαίνεσθαι γίνεται διαφορά λανθάνειν και αλήθειας. Τα όντα αληθεύουν ως φαινόμενα, ως άρνηση του λανθάνειν, ως ανάδυση από τη λήθη. Η αλήθεια των όντων δεν είναι πλέον ουσία, αλλά ενέργεια. Ενέργεια του υπάρχειν, ανάδυση από την απ-ουσία στην παρ-ουσία μέσα στη χρονικότητα. Τα όντα έτσι είναι ως απουσία και παρουσία, αυτοαπόκρυψη και φανέρωση, μηδέν και είναι. Τα όντα καταλήγουν να αιωρούνται μέσα στην οντολογική πραγματικότητα του μηδενός μέσα στο χρόνο (Sein und Zeit, Το Είναι και ο Χρόνος). Αλλά αφού το αντιληφθέν προηγείται του αντιλαμβανόμενου είναι, το είναι προϋπάρχει το μηδενός. Η συνείδηση χωρίς τα πράγματα είναι ένας κενός τόπος, ένα μηδέν. Η συνείδηση χρειάζεται τα πράγματα για να υπάρξει, όταν τα πράγματα χρειάζονται μόνο τον εαυτό τους. Το είναι δεν έχει ανάγκη το μηδέν για να προσδιοριστεί, αλλά αντίθετα το μηδέν, το υποκείμενο έχει μια ύπαρξη δανεική από το είναι (Sartre, L’ Etre et la Neant).