Κάθε φορά που πλησιάζει η επέτειος της μεγαλειώδους λαϊκής εξέγερσης του Πολυτεχνείου, εμφανίζονται οι γνωστοί – άγνωστοι ακροδεξιοί αρνητές οι οποίοι προκειμένου να απαξιώσουν το φοιτητικό και εργατικό κίνημα που ξεσηκώθηκε κατά της χούντας τον Νοέμβριο του 1973, αναφέρονται υποτιμητικά στη «Γενιά του Πολυτεχνείου» που δήθεν εξαργύρωσε τους αγώνες που έδωσε με υπουργεία στη μεταπολίτευση.
Φυσικά, εκείνη η «Γενιά» στην οποία αναφέρονται ήταν τα 10-20 άτομα μέσα στους χιλιάδες αγωνιστές για τους οποίους ουδέποτε έμαθε κανείς αλλά αυτό μικρή σημασία έχει μπροστά στην προπαγάνδα.
Η «μπάλα» της απαξίωσης, μάλιστα, «παίρνει» και κάποιους οι οποίοι όχι απλά δεν εξαργύρωσαν ποτέ τους αγώνες που έδωσαν για «Ψωμί, Παιδεία και Ελευθερία» αλλά στάθηκαν ταπεινοί στο πλάι της Ιστορίας έχοντας κερδίσει τον σεβασμό ακόμα και των αντιπάλων τους.
Μια τέτοια περίπτωση ήταν ο Σάκης Καράγιωργας ο οποίος πέθανε μια ημέρα σαν σήμερα και ο οποίος στη ζωή του στάθηκε υπόδειγμα ήθους και αγωνιστικότητας.
«Θέλει αρετήν και τόλμην η ελευθερία»
Ο Διονύσης Καράγιωργας γεννήθηκε στις 17 Απριλίου 1930 στον Πύργο της Ηλείας. Έχασε τον πατέρα του την περίοδο της κατοχής και έτσι, αμούστακο παιδί ακόμα, αναγκάστηκε να βγει στο μεροκάματο προκειμένου να ενισχύσει τα πενιχρά οικονομικά εισοδήματα της οικογένειας.
Μέσα από τρομακτικές δυσκολίες, ωστόσο, κατάφερε να σπουδάσει. Το 1953 αποφοίτησε από την Ανώτατη Βιομηχανική Σχολή Πειραιώς και το 1954 από την Ανώτατη Σχολή Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών. Δυο χρόνια αργότερα προσελήφθη στη νεοσύστατη τότε Διεύθυνση Οικονομικών Μελετών της Τράπεζας της Ελλάδος.
Στη συνέχεια κέρδισε υποτροφία του Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών και άρχισε μεταπτυχιακές σπουδές στην London School of Economics.
Ανακηρύχθηκε διδάκτορας (PhD) του Πανεπιστημίου του Λονδίνου με τη διδακτορική του διατριβή που είχε ως θέμα τη φορολογία των ξένων επενδύσεων.
Έπειτα, επέστρεψε στην Ελλάδα όπου κατέλαβε σειρά σημαντικών οικονομικών θέσεων σε διάφορους τομείς του δημοσίου έχοντας παράλληλα πλούσιο ερευνητικό και συγγραφικό έργο.
Με την επιβολή της χούντας τον Απρίλιο του 1967, ο Καράγιωργας αποφάσισε πως δεν μπορούσε να κάτσει με σταυρωμένα τα χέρια. Μαζί με άλλους (Κώστας Σημίτης, Νίκος Κωνσταντόπουλος, Γεώργιος – Αλέξανδρος Μαγκάκης κλπ) ίδρυσε τη «Δημοκρατική Άμυνα» ξεκινώντας άμεσα την αντίσταση κατά του στρατιωτικού καθεστώτος.
Η αντίσταση αυτή δεν αποκλείει τον ένοπλο αγώνα και περιλαμβάνει και δυναμικές ενέργειες, όπως η τοποθέτηση (κυρίως χαμηλής ισχύος) εκρηκτικών μηχανισμών σε διάφορα επίκαιρα σημεία της Αθήνας που είχαν να κάνουν με το καθεστώς.
Στις 14 Ιουλίου 1969, ο Καράγιωργας βρισκόταν στο σπίτι του στην Αγία Παρασκευή. Κάποια στιγμή προφασιζόμενος πως θέλει να μελετήσει κατέβηκε στο υπόγειο προκειμένου να προετοιμάσει έναν ακόμα εκρηκτικό μηχανισμό.
Η μικρής ισχύος βόμβα, ωστόσο, «έσκασε» στα χέρια του με αποτέλεσμα τον βαρύτατο τραυματισμό του. Η σύζυγός του ήταν αυτή που τον μετέφερε αιμόφυρτο στο νοσοκομείο. Οι γιατροί κατάφεραν να τον κρατήσουν στη ζωή αλλά ο Καράγιωργας έχασε όλα τα δάχτυλα και το μεγαλύτερο μέρος της παλάμης του δεξιού χεριού και την ακοή του από το δεξί του αυτί.
Από εκεί και πέρα ανέλαβαν οι ασφαλίτες. Τα βασανιστήρια και οι απάνθρωπες ανακρίσεις έγιναν καθημερινότητα. Ο Καράγιωργας έμεινε σε πλήρη απομόνωση για περίπου πέντε μήνες. Εκεί, ωστόσο, συνέχισε να γράφει. Και αφού δεν είχε, πλέον, το δεξί του χέρι, έμαθε να γράφει με το αριστερό!
Όταν βγήκε από την απομόνωση της Ασφάλειας Προαστίων και μεταφέρθηκε στις φυλακές Αβέρωφ ήταν ένας άλλος άνθρωπος. Ένα ράκος με εμφανή τα σημάδια της αλόγιστης βίας πάνω του.
Η δίκη της «Δημοκρατικής Άμυνας» (εκτός από τον Καράγιωργα κατηγορούνταν ακόμα 34 άτομα) έγινε τον Απρίλιο του 1970. Στην απολογία του ενώπιον του στρατοδικείου (σημαντικό μέρος της οποίας μπορείτε να διαβάσετε στο τέλος του αφιερώματος) ο Σάκης Καράγιωργας, στην πραγματικότητα, είναι αυτός που δικάζει το δικτατορικό καθεστώς.
Ο βασιλικός επίτροπός Ι. Λιάπης, μετά από αγόρευση που διήρκεσε επτά ώρες, ζήτησε την επιβολή της θανατικής ποινής. Το στρατοδικείο, ωστόσο, δεν τόλμησε να του επιβάλει μια τέτοια ποινή καθώς ήδη η διεθνής κατακραυγή για την κράτηση και τα βασανιστήρια ήταν τεράστια.
Στον Καράγιωργα επιβλήθηκε ποινή 18 ετών και έμεινε στη φυλακή μέχρι τον Αύγουστο του 1973 και τη γενική αμνηστία που χορήγησε στους πολιτικούς κρατούμενους το καθεστώς του Παπαδόπουλου.
«Κάτσε κάτω κουλοχέρη…»
Την περίοδο της μεταπολίτευσης ο Σάκης Καράγιωργας δεν παύει να αγωνίζεται. Επιστρέφει στη θέση του στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και στο πλάι του πανίσχυρου τότε φοιτητικού κινήματος συγκρούεται με την κυβέρνηση Καραμανλή διεκδικώντας την ουσιαστική αναβάθμιση της ανώτατης εκπαίδευσης αλλά και του θεσμικού πλαισίου λειτουργίας της.
Και δε μένει στα λόγια. Μπαίνει στο δημόσιο διάλογο με προτάσεις: Προτείνει τη δημιουργία ευέλικτων προγραμμάτων με στόχο την εξειδίκευση και την εξέλιξη της κάθε επιστήμης, αγωνίζεται για τη δημιουργία σύγχρονων βιβλιοθηκών, ζητά την καθιέρωση οικονομικών παροχών στους φοιτητές προκειμένου να είναι ευκολότερη η πρόσβασή τους σε επιστημονικά βοηθήματα και άλλα.
Παράλληλα, επιχειρεί να στρατευτεί κομματικά μέσα από τις τάξεις του ΠΑΣΟΚ (του οποίου υπήρξε ιδρυτικό μέλος) αλλά η εμπειρία αυτή ήταν, μάλλον, τραυματική αφού γρήγορα συνειδητοποίησε πως αυτή ήταν μια αδιέξοδη πολιτική επιλογή.
Βαθιά σοσιαλιστής ο Καράγιωργας θεώρησε πως το νέο κόμμα ερχόταν με νέες ιδέες. Ο ίδιος, άλλωστε, εκτιμούσε πως υπήρχε μεγάλη αναγκαιότητα για τη δημιουργία ενός σύγχρονου σοσιαλιστικού κόμματος.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου ήταν προσωπικός του φίλος από παλιά. Η περίφημη «Διακήρυξη της 3ης του Σεπτέμβρη» τον έπεισε πως όσα έλεγε ο Παπανδρέου τα εννοούσε.
Ο Καράγιωργας ήταν μέλος της Προσωρινής Κεντρικής Επιτροπής και του Εκτελεστικού Γραφείου αλλά όσο και αν τον πίεσαν εκείνος δεν έβαλε υποψηφιότητα για βουλευτής στις εκλογές του 1974.
Από την πτώση της χούντας, στις διεργασίες για την ίδρυση του ΠΑΣΟΚ και τη μεγάλη κρίση που έπληξε το κόμμα το 1975, ο «μήνας του μέλιτος» κράτησε λιγότερο από δυο χρόνια.
Ο Σάκης Καράγιωργας άσκησε σκληρή κριτική στον τρόπο με τον οποίο ο Ανδρέας Παπανδρέου ασκούσε την ηγεσία στο εσωτερικό του ΠΑΣΟΚ. Κατά τη διάρκεια μιας προσυνεδριακής διαδικασίας, το 1975, ο Καράγιωργας άκουσε έναν «σύντροφό» του να του μιλάει απαξιωτικά και να του φωνάζει «κάτσε κάτω κουλοχέρη»!
Ανάμεσα στις διαγραφές των μελών του ΠΑΣΟΚ που ακολούθησαν ήταν βέβαια και αυτή του Σάκη Καράγιωργα. Τρομακτικά προφητικός ο Σάκης Καράγιωργας θα γράψει το 1981:
«Τα κέντρα εξουσίας προετοίμασαν μια πολιτική διάρθρωση του εξής τόπου: Δύο αστικά κόμματα που να έχουν βασικό στρατηγικό σκοπό τη διαχείριση της καπιταλιστικής ανάπτυξης και κυρίως τον εκσυγχρονισμό της ελληνικής αστικής κοινωνίας σε όλα τα επίπεδα. Αυτά τα κόμματα θα εναλλάσσονται στην εξουσία. Γιατί δύο κόμματα; Γιατί κάθε εκσυγχρονισμός έχει ένα κόστος που πέφτει στις πλάτες κάποιας κοινωνικής ομάδας. Αυτή την κοινωνική δυσαρέσκεια θα την απορροφά μια το ένα κόμμα και μια το άλλο».
Μέσα στο «μεθύσι» της περιβόητης «Αλλαγής» ο Σάκης Καράγιωργας είχε δει αυτά που όλοι οι υπόλοιποι θα έβλεπαν χρόνια αργότερα.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Καράγιωργας, που στο μεταξύ είχε εκλεγεί πρύτανης του Παντείου, αφιερώθηκε στο επιστημονικό του έργο χωρίς ποτέ να πάψει να είναι ενεργός πολιτικά και κοινωνικά.
Μια ημέρα σαν σήμερα, στις 17 Αυγούστου 1985, η μεγάλη καρδιά του τον πρόδωσε. Μετά από πολλά εμφράγματα και επιπλοκές που έφεραν αυτά στην κλονισμένη υγεία του, ο Σάκης Καράγιωργας, έφυγε από τη ζωή αφήνοντας πίσω του μια τεράστια πολιτική, κοινωνική και επιστημονική κληρονομιά.
Η συγκλονιστική απολογία του στο στρατοδικείο
«Κύριοι στρατοδίκαι, εὑρίσκομαι σήμερον ἐνώπιόν σας ὡς κατηγορούμενος διότι διώκομαι ἀπὸ τὴν δικτατορικὴν κυβέρνησιν. Ὁ λόγος τῆς διώξεώς μου εἶναι ἁπλὸς ἀλλὰ οὐσιαστικός. Διώκομαι διότι ὡς πνευματικὸς ἄνθρωπος ἐθεώρησα ἔθνικον καθῆκον μου ν’ ἀγωνισθῶ διὰ ν’ ἀποκτήση ἐκ νέου ὁ ἑλληνικὸς λαὸς τὸ δικαίωμα ν’ ἀποφασίζη μόνος του καὶ ἐλευθέρως διὰ τὴν μοῖραν του καὶ τὰ πεπρωμένα του.
[…]
Ὁ ἑλληνικὸς λαός, κύριοι στρατοδίκαι, ἔχει ἀπὸ αἰῶνας τώρα συνδέσει τὴν μοῖραν του μὲ τὴν Εὐρώπην. θέλει νὰ ἀνήκη εἰς τὴν Εὐρώπην καὶ ἐλπίζει ὅτι εἰς τὸν πολιτισμένον τοῦτον χῶρον θὰ δυνηθῆ νὰ πραγματοποίηση ἀνώτερα ἐπίπεδα εὐημερίας καὶ πολιτισμοῦ. Ἀλλὰ ἡ σημερινὴ κυβέρνησις φαίνεται ὅτι δὲν θέλει ἡ Ἑλλὰς νὰ ἀνήκη εἰς τὴν Εὐρώπην. Καὶ τοῦτο διότι κινδυνεύει νὰ χάση τὴν ἐξουσίαν. Ἡ δημοκρατικὴ Εὐρώπη δὲν ἀνέχεται σήμερα δικτατορίας εἰς τὸν χῶρον της.
Οὕτω, μόνον, δύναται νὰ ἐξηγηθῆ ἡ ἀπόφασις τὴν ὁποίαν ἔλαβε ἡ σημερινὴ κυβέρνησις περὶ ἀποχωρήσεως τῆς Ἑλλάδος ἐκ τοῦ Συμβουλίου τῆς Εὐρώπης, ὡς καὶ αἱ προσπάθειαι περὶ ἐμπορικοῦ ἀνοίγματος πρὸς τὴν ὁλοκληρωτικὴν Ἀνατολὴν καὶ τὴν ὑπανάπτυκτον Ἀφρικήν. Ἀλλὰ καὶ αἱ τελευταῖαι αὗται προσπάθειαι δὲν φαίνεται νὰ τελεσφοροῦν. Οὕτω, σήμερον ἡ Ἑλλὰς εὑρίσκεται σχεδὸν εἰς διεθνῆ ἀπομόνωσιν, ἡ ὁποία προμηνύει μεγάλα δεινὰ διὰ τὴν παροῦσαν καὶ τὰς ἐπερχομένας γενεάς.
[…]
Ἔρχομαι, τέλος, εἰς τὰς ἀποφάσεις τῆς κυβερνήσεως ἐπὶ τοῦ προβλήματος τῆς οἰκονομικῆς ἀναπτύξεως τῆς χώρας. Εἰς χώρας εἰς τὰς ὁποίας λειτουργεῖ ὁ μηχανισμὸς τῆς ἀγορᾶς, ταχεῖα οἰκονομικὴ ἀνάπτυξις εἶναι ἂν ὄχι ἀνέφικτος πάντως ἐξαιρετικῶς δύσκολος, ὅταν εἰς τὴν χώραν ἔχει ἐπιβληθῆ δικτατορία. Ὁ λόγος εἶναι ἁπλοῦς. Ἡ οἰκονομικὴ ἀνάπτυξις ἀπαιτεῖ θυσίας τοῦ λαοῦ κατὰ τὸ παρὸν πρὸς ἐξασφάλισιν ἀνωτέρου ἐπιπέδου εὐημερίας εἰς τὸ μέλλον. Ἀλλὰ ἐὰν δὲν λειτουργῆ ἡ δημοκρατικὴ διαδικασία λήψεως τῶν ἀποφάσεων καὶ ὁ λαὸς δὲν συμμετέχη εἰς τὴν ἀπόφασιν περὶ τοῦ πόσην θυσίαν θὰ φέρη διὰ τὴν ἀνάπτυξιν καὶ περὶ τοῦ πῶς θὰ διανεμηθοῦν οἱ καρποὶ τῆς ἀναπτύξεως, δὲν εἶναι διατεθειμένος νὰ συμμετάσχη ἐνεργῶς εἰς τὴν ἀναπτυξιακὴν προσπάθειαν. Εἰς τὴν περίπτωσιν αὐτὴν ἡ χώρα θὰ παραμένη οἰκονομικῶς στάσιμος. Τοῦτο ἀκριβῶς συμβαίνει εἰς τὴν Πορτογαλίαν, ἡ ὁποία ἐπὶ τεσσαράκοντα ἔτη παραμένει εἰς κατάστασιν οἰκονομικῆς στασιμότητος. Τοῦτο συνέβη ἐπίσης εἰς τὴν χώραν μας ἀμέσως μετὰ τὸ κίνημα τῆς 21ης Ἀπριλίου. Ὁ μέσος ἐτήσιος ρυθμὸς ἀναπτύξεως κατὰ τὴν πρὸ τοῦ 1967 δεκαετίαν ἦτο μεταξὺ τῶν μεγαλυτέρων τοῦ κόσμου καὶ προσήγγιζεν τὸ 7%. Τὸ 1967 καὶ 1968 ὁ ἐτήσιος ρυθμὸς ἀναπτύξεως ἐμειώθη εἰς 4% περίπου.
[…]
Κατὰ τὴν τριετίαν 1967-1969 ἡ κυβέρνησις διέθεσεν ὁλόκληρον σχεδὸν τὸ ἀνεπίσημον συναλλαγματικὸν ἀπόθεμα ἐξ 120 ἑκατομμυρίων δολαρίων περίπου πρὸς κάλυψιν τῶν σοβαρῶν ἐλλειμμάτων τοῦ ἰσοζυγίου πληρωμῶν, καὶ δεύτερον, προσέφυγε εἰς τὴν σύναψιν βραχυπροθέσμων δανείων μὲ λίαν ἐπαχθεῖς ὅρους, ὡς πληροφορούμεθα ἀπὸ ξένας ἐφημερίδας, δεδομένου ὅτι ἡ κυβέρνησις δὲν ἀνακοινώνει τοὺς ὅρους δανεισμοῦ. Οὕτω, ἐντὸς τῶν πρώτων δύο ἐτῶν ἀπὸ τοῦ κινήματος τὸ ἐξωτερικὸν δημόσιον χρέος ηὐξήθη κατὰ 65% περίπου. Ἡ κυβέρνησις διὰ νὰ ἐπιτύχη οἰκονομικὴ ἀνάπτυξιν ὑπερχρεώνει τὸν ἑλληνικὸν λαὸν εἰς τοὺς ξένους. Εἰς τὴν οὐσίαν οἱ Ἕλληνες τῆς σήμερον τρώγουν τὸ ψωμὶ τῆς αὔριον.
[…]
Κύριοι στρατοδίκαι, πρὸ ἡμερῶν ἔτυχε νὰ διαβάσω τὸ βιβλίον τοῦ περίφημου Ἄγγλου συγγραφέως Ὄργουελ ὑπὸ τὸν τίτλον 1984. Τὸ βιβλίον τοῦτο περιγράφει μίαν χώραν εἰς τὴν ὁποίαν ἔχει ἐπιβληθῆ δικτατορία. Ἀναλύει δὲ τὰς «ἐπιστημονικὰς» μεθόδους αἱ ὁποῖαι χρησιμοποιοῦνται εἰς τὴν φανταστικὴν αὐτὴν χώραν διὰ νὰ κρατεῖται ἡ δικτατορικὴ κυβέρνησις εἰς τὴν ἐξουσίαν. Ὡς πλέον χαρακτηριστικὰς μεθόδους ἀναφέρει τὴν λογοκρισίαν, τὸν ἐλέγχον τῆς διανοήσεως, τὴν ἀστυνόμευσιν τῶν πολιτῶν, τὰ βασανιστήρια ὡς ἀνακριτικὴν μέθοδον κ.λπ. Ἐὰν ἐδιάβαζα τὸ βιβλίον τοῦτο πρὸ τοῦ 1967 θὰ ἐτρόμαζα. Διαβάζοντάς το σήμερα δὲν μοῦ προκάλεσε μεγάλην ἐντύπωσιν.
[…]
Εἶχα χρέος μου νὰ ἀγωνισθῶ εἰς τὰ πλαίσια τῆς ὀργανώσεως αὐτῆς πρὸς ἀποκατάστασιν τῶν δημοκρατικῶν ἐλευθεριῶν εἰς τὴν χώραν. Εἶχα χρέος, πρῶτον, ὡς ἄνθρωπος ἀπέναντι τῆς ἱστορίας. Ἀπέναντι δηλαδὴ ὅλων ἐκείνων οἱ ὁποῖοι ἠγωνίσθησαν μὲ τὸν λόγον ἢ μὲ τὰ ὅπλα, ἐκείνων ποὺ ἔχυσαν ποταμοὺς αἵματος διὰ νὰ κληροδοτήσουν εἰς ἡμᾶς τὴν ἐλευθερίαν καὶ τὴν δημοκρατίαν. Δεύτερον, εἶχα χρέος ὡς καθηγητὴς ἀπέναντι εἰς τοὺς φοιτητάς μου.
Εἰς τοὺς νέους αὐτοὺς δὲν μετέδιδα μόνον ξηρὰς ἐπιστημονικὰς γνώσεις. Τοὺς εἶχα γαλουχήσει μὲ τὴν ἰδέαν ὅτι ὀρθαὶ ἀποφάσεις ἐπὶ τῶν μεγάλων προβλημάτων τῆς χώρας λαμβάνονται μόνον μὲ τὴν δημοκρατικὴν διαδικασίαν ἐπιλογῆς, θὰ ἤμουν ἀσυνεπὴς καὶ θὰ ἐθεωρεῖτο δι’ ἐμὲ φυγομαχία ἐὰν διὰ τοῦ ἀγῶνος μου δὲν ἐδικαίωνα τὰς ἰδέας μου περὶ ἐλευθερίας καὶ δημοκρατίας ἀπέναντι τῶν φοιτητῶν μου.
Τέλος, κύριοι στρατοδίκαι, εἶχα ἕνα προσωπικὸν χρέος ἀπέναντι τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ καὶ τῆς πατρίδος. Αὐτὸς ὁ λαὸς ἔκανεν πολλὰς θυσίας καὶ δαπανὰς χάριν ἐμοῦ. Μὲ ἔσπουδασεν εἰς τὰ ἑλληνικὰ πανεπιστήμια, μὲ ἔστειλεν μὲ ὑποτροφίαν δι’ ἀνωτέρας σπουδὰς εἰς τὸ ἐξωτερικόν, μὲ ἔκανεν καθηγητὴν ἀνωτάτης σχολῆς καὶ ἀνώτατον κρατικὸν λειτουργόν.
Δι’ ὅλας αὐτὰς τὰς θυσίας τί ζητεῖ ὡς ἀντάλλαγμα ἀπὸ ἐμὲ ὁ ἑλληνικὸς λαὸς καὶ ἡ πατρίς; Τί ζητεῖ ἀπὸ ὅλους τοὺς πνευματικοὺς ἀνθρώπους; Δύο μόνον πράγματα. Νὰ προσφέρουν τὰς ἐπιστημονικάς των ὑπηρεσίας καὶ νὰ εἶναι οἱ θεματοφύλακες τῶν ἠθικῶν καὶ πνευματικῶν ἀξιῶν τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ. Εἶχα ὑποχρέωσιν, ἑπομένως, κύριοι στρατοδίκαι, νὰ ἐξοφλήσω αὐτὸ τὸ μεγάλο χρέος μου, ἀκόμη καὶ ἐὰν παρίστατο ἀνάγκη νὰ δώσω καὶ τὴν ζωήν μου».