Του Αντώνη Παπαγιαννάκη
Τα γεγονότα του Κιλελέρ -η συμπλοκή δηλαδή έξω από το χωριό του Κιλελέρ στις 6 Μαρτίου 1910 και οι συγκρούσεις που ακολούθησαν στο συλλαλητήριο της Λάρισας- καθώς και τα συλλαλητήρια των επόμενων ημερών σε Καρδίτσα και Τρίκαλα ήταν η κορύφωση μιας εξέγερσης που διήρκεσε σχεδόν 30 χρόνια.
Μετά το Κιλελέρ, η σύγκρουση κολίγων και τσιφλικάδων αρχίζει να περνά όλο και περισσότερο από τα χέρια των ανθρώπων που δούλευαν τη γη στα χέρια αυτών που υποτίθεται ότι τους εκπροσωπούσαν, από το χωράφι δηλαδή και τις κοινότητες στα έδρανα της Βουλής. Από την αρχή βέβαια το αγροτικό ζήτημα εξελισσόταν παράλληλα σε δύο επίπεδα: το αγροτικό ζήτημα των κοινοτήτων του θεσσαλικού κάμπου ήταν αυτό της βίαιης σύγκρουσης με τα όργανα των τσιφλικάδων. Το αγροτικό ζήτημα της Βουλής ήταν η σύγκρουση ανάμεσα στους ξεπερασμένους ιστορικά γεωκτήμονες και σε όσους επιθυμούσαν τον -έστω και καθυστερημένο- αστικό εκσυγχρονισμό της Ελλάδας.
«πού ‘σαι καημένο τουρκικό!»
Με τη φράση αυτή αναπολούσαν οι καλλιεργητές του κάμπου την εποχή που η γη τους αποτελούσε τμήμα της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Το γιατί, δεν είναι δύσκολο να το αντιληφθούμε. Για να πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή, θα πρέπει να πάμε στα 1881, όταν το μεγαλύτερο κομμάτι της Θεσσαλίας και η επαρχία της Άρτας αποσπώνται από την καταρρέουσα οθωμανική αυτοκρατορία και προσαρτώνται στο νεοελληνικό κράτος, όπως όριζαν οι συνθήκες του Βερολίνου (1878) και της Κωνσταντινούπολης (1881). Μέχρι τότε η γη δεν ανήκε σε κανέναν, παρά μόνο στον Αλλάχ. Ωστόσο, με αποφάσεις του Σουλτάνου, κομμάτια γης αποδίδονταν σε τοπικούς άρχοντες ή σε μοναστήρια, τα οποία διατηρούσαν πάνω στις συγκεκριμένες γαίες μόνο ένα είδος επικαρπίας/κατοχής, αφού η έννοια της ιδιοκτησίας δεν υπήρχε στο οθωμανικό δίκαιο. Στα πλαίσια αυτά οι καλλιεργητές ή οι κοινότητες καλλιεργητών για τις μεγαλύτερες εκτάσεις, ήταν υποχρεωμένοι να αποδίδουν στον επικαρπωτή/κάτοχο το μισό ή το ένα τρίτο του καθαρού προϊόντος, εφόσον αυτό υπήρχε. Το καθεστώς αυτό εξασφάλιζε σε γενικές γραμμές τους πόρους των καλλιεργητών και τους προστάτευε από τις κακές χρονιές, τις καταστροφές ή τις λεηλασίες, ενώ οι σχέσεις των κοινοτήτων με την κεντρική εξουσία ήταν χαλαρές και μάλλον απόμακρες.
Στα τρία όμως χρόνια που μεσολάβησαν ανάμεσα στις δύο προαναφερθείσες συνθήκες (1878-1881) οι επικαρπωτές των γαιών αυτών σπεύδουν να πουλήσουν τη γη που δεν τους ανήκει· η αυτοκρατορία ξεψυχάει και τα τσιφλίκια ξεπουλιούνται σε εξευτελιστικές τιμές. Αγοραστές είναι σχεδόν πάντα πάμπλουτοι έλληνες του εξωτερικού, οι γνωστοί ανιδιοτελείς πατριώτες και εθνικοί ευεργέτες. Έτσι, ό,τι ίσχυε μέχρι τότε ανατρέπεται ουσιαστικά σε μία νύχτα και ο κάμπος υπάγεται από το οθωμανικό στο ελληνορωμαϊκό δίκαιο ως δια μαγείας. Οι γη έχει πλέον ιδιοκτήτη, οι καλλιεργητές της και τα υπάρχοντά τους αποτελούν μέρος αυτής της ιδιοκτησίας, ενώ η κεντρική εξουσία κάνει την εμφάνισή της με ποικίλους τρόπους και αγκαλιάζει ασφυκτικά τους υποτελείς της. Γιατί, αν και οι ελληνικές αρχές εγκαθίστανται επίσημα στη Θεσσαλία τρεις μήνες μετά την προσάρτηση, έχουν προηγηθεί οι επιστάτες των νέων ιδιοκτητών, συνεπικουρούμενοι φυσικά απ’ όλους τους προστάτες της ατομικής ιδιοκτησίας: τους δημοσιογράφους, την εκκλησία, τη χωροφυλακή, το στρατό, τη δικαιοσύνη, τους δημάρχους και νομάρχες και την πλειοψηφία των βουλευτών. Ανάμεσα στους τελευταίους φιγουράρουν και οι περισσότεροι τσιφλικάδες ή οι δηλωμένοι εκπρόσωποί τους.
Η απάντηση των κοινοτήτων του κάμπου είναι άμεση. Η εξέγερση ξεκινά με την εμφάνιση των τραμπούκων των τσιφλικάδων. Σε ένα πρώτο επίπεδο εκδηλώνεται αυθόρμητα με ξυλοδαρμούς ή και δολοφονίες επιστατών, πυρπολήσεις αποθηκών, συγκρούσεις με τη χωροφυλακή και το στρατό. Σε ένα δεύτερο επίπεδο και με το πέρασμα των χρόνων, δημιουργούνται τοπικές αγροτικές ενώσεις σε όλο τον κάμπο που προσπαθούν να οργανώσουν τον αγώνα αλλά και να τον μεταφέρουν σε ένα πιο «πολιτισμένο» επίπεδο.
Εμπνευστές αυτών των ενώσεων είναι αγρότες, τεχνίτες ή επαγγελματίες αλλά κυρίως είναι οι μορφωμένοι γόνοι των κολίγων, δικηγόροι, δημοσιογράφοι ή γιατροί. Οι ενώσεις αυτές λειτουργούν δημοκρατικά, θέτουν ως στόχο τους την (υπό ποικίλες συνθήκες) απαλλοτρίωση των τσιφλικιών, έχουν επαφές με τους βουλευτές που υποστηρίζουν την απαλλοτρίωση, παρεμβαίνουν με διαβήματά τους στη Βουλή, αλλά και διοργανώνουν όλα τα μεγάλα συλλαλητήρια στις μικρές ή μεγαλύτερες πόλεις του κάμπου, ανάμεσα τους και τα συλλαλητήρια που οδήγησαν στα γεγονότα του Κιλελέρ.
Βέβαια, η αυθόρμητη και βίαιη αντίσταση των καλλιεργητών εξακολουθεί παράλληλα και δεν διακόπτεται ούτε χαλιναγωγείται από τις ενώσεις· δεν θα μπορούσε άλλωστε. Αντίθετα, οι τελευταίες χρησιμοποιούν πολλές φορές και με έξυπνο τρόπο το ανεξέλεγκτο των καλλιεργητών, για τις πιέσεις που ασκούν στην Βουλή και στην κυβέρνηση.
Τώρα, παρόλο που στα συλλαλητήρια της περιόδου μαρτυρείται πως ανέμιζαν μαύρες και κόκκινες σημαίες και κάποιοι βουλευτές διαμαρτύρονται για «αρχάς αναρχισμού ή σοσιαλισμού», «δημαγωγούς» και «αντεθνικούς σκοπούς» ενώ ορισμένοι δημοσιογράφοι αποφαίνονται πως «ήρξαντο να αναφαίνονται εκ μέρους των χωρικών αναρχικές τάσεις», η εμπλοκή των σοσιαλιστών της εποχής στο αγροτικό κίνημα τουλάχιστον μέχρι το 1910 είναι ένα σημείο ιδιαίτερα σκοτεινό. Ο ιδιόμορφος αναρχο-σοσιαλιστής Μαρίνος Αντύπας είναι η μόνη σίγουρη περίπτωση γνωστού σοσιαλιστή που συμμετείχε στο αγροτικό κίνημα. Από το καλοκαίρι του 1906 που βρέθηκε στο τσιφλίκι ενός θείου του στη Θεσσαλία με σχέδια για εφαρμογή του σοσιαλισμού, μέχρι τη δολοφονία του το Μάρτιο του 1907, γύριζε στις κοινότητες του κάμπου με σύντροφό του το λαρισαίο Θανάση Καραλόπουλο παρακινώντας τους κολίγους σε εξέγερση. Από ‘κει και πέρα, το «αναρχο-αθεϊστικό» (όπως εύστοχα χαρακτηρίστηκε από τους αντιπάλους του) κίνημα του Βόλου και της Λάρισας, με επίκεντρά του τα εργατικά κέντρα των δύο πόλεων, συνδέθηκε με το αγροτικό κίνημα, όμως αυτό έγινε κυρίως μετά την εξέγερση του 1910.
Όλα αυτά λοιπόν, με στιγμές έντασης και περιόδους ύφεσης μέχρι το 1923, όταν ο πραξικοπηματίας Πλαστήρας και οι συνθήκες τις εποχής βάζουν μια και καλή το νεοελληνικό κράτος στο δρόμο της αστικής δημοκρατίας, απαλλοτριώνοντας τα τσιφλίκια (με αποζημιώσεις φυσικά για τους τσιφλικάδες) και μοιράζοντας τη γη στους πρώην κολίγους και νυν μικροϊδιοκτήτες…
Για ποιον ήταν νίκη η «λύση» του αγροτικού ζητήματος;
Για τους αστούς πολιτικούς, τους καπιταλιστές που δε συνδέονταν με τη γη αλλά και για τους ανιδιοτελείς υποστηρικτές των κολίγων ήταν σίγουρα μια μεγάλη νίκη η επικράτηση έναντι των οπαδών ενός (ανύπαρκτου εξάλλου για το βαλκανικό χώρο) γαιοκτητικού παρελθόντος, που έμπαιναν εμπόδιο στην επιδιωκόμενη αστική καπιταλιστική ανάπτυξη.
Για τους οπαδούς ενός κακοχωνεμένου μαρξισμού με το ντετερμινιστικό του κομμάτι ασφαλώς υπερτονισμένο, ήταν ένας θρίαμβος: επιτέλους θα διαλύονταν οι παραδοσιακές κοινότητες, επιτέλους θα γέμιζε ο κάμπος εργοστάσια, επιτέλους θα προλεταριοποιούνταν ο πληθυσμός της υπαίθρου, επιτέλους η ιστορία θα περνούσε στο επόμενο στάδιο και θα άνοιγε ο δρόμος για το μεθεπόμενο…
Για τους ίδιους τους καλλιεργητές τώρα και τις κοινότητές τους, η ατομική/οικογενειακή καλλιέργεια και ο πολυτεμαχισμός της γης ήταν μια σαφέστατη βελτίωση σε σχέση με το δουλοκτητικό καθεστώς της περιόδου μετά το 1881. Αν, ωστόσο, αυτό που διεκδικούσαν οι αυθόρμητες λαϊκές εξεγέρσεις ήταν η χαμένη ελευθερία που έχαιραν οι κοινότητες επί οθωμανικού καθεστώτος, προσδίδοντας έτσι στους αγώνες χαρακτηριστικά και στόχους πολύ πιο ελευθεριακά από τα αντίστοιχα των δημοκρατών εκπροσώπων τους αλλά και των σοσιαλιστών της εποχής, τότε η «λύση» ήταν ένας καθαρός συμβιβασμός.
Η παρακαταθήκη όμως αυτού του αγώνα και οι μνήμες λαϊκής αντίστασης υπήρξαν ανεκτίμητα και στην ιστορία της αυτονομίας που γράφουν οι από κάτω στον ελλαδικό χώρο η συγκεκριμένη περίοδος είναι από τις πιο σημαντικές, αν και ελάχιστα γνωστή και βαριά διαστρεβλωμένη και αφομοιωμένη απ’ τους μηχανισμούς της κυριαρχίας.
Βιβλιογραφία:
- Γιάννης Κορδάτος, «Ιστορία του αγροτικού κινήματος στην Ελλάδα», εκδ. Μπουκουμάνη, 1973
- Λάζαρος Αρσενίου, «Το έπος των Θεσσαλών αγροτών και οι εξεγέρσεις τους 1881 – 1993», εκδ. Φ.Ι.Λ.Ο.Σ., Τρίκαλα 1994
- Χρήστος Βραχνιάρης, «Ανάμεσα σε δύο εξεγέρσεις Κιλελέρ 1910 – Τρίκαλα 1925», εκδ. Αλφειός, 1985
- Γιώργος Δ. Καρανικόλας, «Κιλελέρ», εκδ. Γραμμή, 1980
- Κώστας Βεργόπουλος, «Το αγροτικό ζήτημα στην Ελλάδα», εκδ. Εξάντας, 1975