Του Γιώργου Λιμαντζάκη *
Τι είναι η Συμφωνία και η Ζώνη Σένγκεν;
Η Ζώνη Σένγκεν είναι μια περιοχή ελεύθερης κυκλοφορίας για όλους τους πολίτες των συμβαλλόμενων κρατών, η οποία δημιουργήθηκε με βάση την Συνθήκη Σένγκεν (Schengen) που υπογράφτηκε στο ομώνυμο χωριό του Λουξεμβούργου μεταξύ πέντε κρατών-μελών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (Βέλγιο, Γαλλία, Γερμανία, Λουξεμβούργο και Ολλανδία) στις 14 Ιουνίου 1985. Η αρχική συμφωνία είχε στόχο την προοδευτική κατάργηση των ελέγχων στα κοινά σύνορα των συμβαλλόμενων κρατών, καθώς και την συνεργασία των αστυνομικών και δικαστικών αρχών τους. Με δεδομένο ότι η συνεργασία θεωρήθηκε ικανοποιητική από τα συμβαλλόμενα κράτη-μέλη, πέντε χρόνια αργότερα (19 Ιουνίου 1990) συμφώνησαν να υπογράψουν μια δεύτερη Σύμβαση Εφαρμογής η οποία συμπλήρωνε και εξειδίκευε την αρχική συμφωνία.
Παρότι το καθεστώς που διαμόρφωσαν οι συμφωνίες αυτές ήταν αποτέλεσμα επαφών σε διακυβερνητικό επίπεδο, δηλαδή εκτός του θεσμικού πλαισίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, σύντομα θέλησαν να μετάσχουν σε αυτό και άλλα κράτη-μέλη, τα οποία προσήλθαν σε διαβουλεύσεις με τα ανωτέρω και υπέγραψαν σχετικά πρωτόκολλα και συμφωνίες προσχώρησης. Πρώτη μεταξύ αυτών ήταν η Ιταλία (1990), ενώ σύντομα ακολούθησαν η Ισπανία και η Πορτογαλία (1991), η Ελλάδα (1992), η Αυστρία (1995) και οι Δανία, Φινλανδία και Σουηδία (1996). Με δεδομένο ότι οι τελευταίες τρεις συνδέονταν από το 1957 με τις Ισλανδία και Νορβηγία ως μέλη της Βόρειας Ένωσης Διαβατηρίων, αποφασίστηκε να μετάσχουν και αυτές στο χώρο Σένγκεν (1999), παρότι δεν ήταν κράτη-μέλη της ΕΕ.
Η πολιτική αυτή απόφαση δημιούργησε ένα ιδιόμορφο καθεστώς, καθώς στο χώρο Σένγκεν περιλαμβάνονται μέχρι σήμερα κράτη που δεν είναι μέλη της ΕΕ (Ισλανδία, Νορβηγία, Ελβετία, Λιχτενστάιν), ενώ παράλληλα υπάρχουν κράτη-μέλη της ΕΕ που δεν περιλαμβάνονται στο χώρο Σένγκεν (ΗΒ, Ιρλανδία, Ρουμανία, Βουλγαρία, Κροατία, Κύπρος). Παρά την ιδιομορφία αυτή, η Συμφωνία Σένγκεν αναγνωρίστηκε ως μέρος του κοινοτικού κεκτημένου (acquis communautaire) με την έναρξη ισχύος της Συνθήκης του Άμστερνταμ την 1η Μαΐου 1999, αν και από αυτήν εξαιρέθηκαν η Ιρλανδία και το Ηνωμένο Βασίλειο, επιλέγοντας να διατηρήσουν τους συνοριακούς ελέγχους με τα άλλα κράτη-μέλη της ΕΕ και τη δυνατότητα να εφαρμόζουν κατ’ επιλογή ορισμένες από τις διατάξεις της Συμφωνίας.
Κατά την υπογραφή της Συνθήκης Προσχώρησής τους στην ΕΕ το 2003, τα περισσότερα από τα νέα κράτη-μέλη προσχώρησαν παράλληλα και στο κεκτημένο της Ζώνης Σένγκεν (Εσθονία, Λετονία, Λιθουανία, Μάλτα, Ουγγαρία, Πολωνία, Σλοβενία, Σλοβακία και Τσεχία), ενώ κατά την υπογραφή της προσχώρησής τους το 2005 αντίστοιχα δεσμεύτηκαν να ενταχθούν κάποια στιγμή σε βάθος χρόνου και οι Βουλγαρία και Ρουμανία, καθώς και η Κροατία, το 2011, αλλά προς το παρόν η εφαρμογή του κεκτημένου αυτού έχει ανασταλεί για αυτές τις χώρες (implementation suspended κατά την επίσημη ορολογία).
Ποιό είναι το αντικείμενο και η χρησιμότητα της συμφωνίας;
Το κύριο αντικείμενο της Συμφωνίας Σένγκεν είναι η κατάργηση των ελέγχων στα εσωτερικά σύνορα μεταξύ κρατών-μελών και η εφαρμογή κοινών κανόνων στα εξωτερικά τους σύνορα, ώστε να εξασφαλιστεί και ενισχυθεί η ασφάλεια στο εσωτερικό του Χώρου Σένγκεν. Με δεδομένο ότι η Ελλάδα είναι εδαφικά αποκομμένη από τα υπόλοιπα συμβαλλόμενα μέρη (βλέπε χάρτη), αυτό σημαίνει ότι το σύνολο των χερσαίων και θαλάσσιων συνόρων της Ελλάδας είναι ταυτόχρονα και εξωτερικά όρια του Χώρου Σένγκεν, οπότε η άρση των ελέγχων στο εσωτερικό του χώρου αυτού αφορά ουσιαστικά μόνο τα διεθνή της αεροδρόμια. Στο ίδιο αυτό πλαίσιο, μπορεί κανείς εύκολα να αντιληφθεί ότι η γεωγραφική θέση της Ελλάδας στην άκρη της Ευρώπης την φέρνει σε μειονεκτική θέση σε σχέση με άλλα κράτη της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης, καθώς ελέγχει ένα μεγάλο αναλογικά μέρος των πυλών εισόδου στο χώρο αυτό, επωμιζόμενη ένα σημαντικό οικονομικό και πολιτικό κόστος για τη διαχείρισή τους, το οποίο πολλά κράτη-μέλη δεν φαίνεται να αντιλαμβάνονται.
Το πιο αναγνωρίσιμο ίσως στοιχείο της συμφωνίας είναι το ότι οι πτήσεις στα διεθνή αεροδρόμια διαχωρίζονται πλέον σε πτήσεις «εντός Σένγκεν» και «εκτός Σένγκεν», ώστε οι επιβάτες των πρώτων να προωθούνται με το δυνατόν λιγότερες διατυπώσεις. Στο πλαίσιο της ίδιας συμφωνίας, τα συμβαλλόμενα μέρη έχουν καταρτίσει από κοινού λίστα χωρών των οποίων οι πολίτες χρειάζονται βίζα για να μπουν στο χώρο Σένγκεν, ενώ έχουν συμφωνήσει να θεσπίσουν κοινούς κανόνες για την παραχώρηση ασύλου. Παράλληλα, έχουν δημιουργήσει μια κοινή βάση δεδομένων που ονομάζεται Σύστημα Πληροφόρησης Σένγκεν (SIS), το οποίο παρέχει τη δυνατότητα στις δικαστικές και αστυνομικές αρχές των συμβαλλόμενων κρατών να μοιράζονται σημαντικό όγκο αρχείων για καταζητούμενα ή ανεπιθύμητα άτομα, όπως επίσης και για κλεμμένα ή λαθραία αντικείμενα.
Πως επηρεάζει η ανθρωπιστική κρίση την εφαρμογή της συμφωνίας;
Η Συνθήκη εφαρμοζόταν επί χρόνια χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα, αλλά η όξυνση του μεταναστευτικού προβλήματος τα τελευταία χρόνια και η έλλειψη συντονισμού μεταξύ των κρατών-μελών ανέδειξαν τις αδυναμίες της. Ταυτόχρονα, ο συνεχιζόμενος πόλεμος στη Συρία και το γενικότερο κλίμα αστάθειας στη Μέση Ανατολή, αποτέλεσμα της ξένης παρέμβασης και μιας Αραβικής Άνοιξης που ποτέ δεν καλοκαίριασε, επιδείνωσαν σημαντικά την ανθρωπιστική κρίση στην περιοχή, διογκώνοντας αντίστοιχα το μεταναστευτικό ρεύμα προς την Ευρώπη. Με δεδομένο ότι η σημερινή Ευρώπη αδυνατεί να διαμορφώσει και εφαρμόσει μια κοινή μεταναστευτική πολιτική, τα κράτη-μέλη του μεσογειακού νότου (Ελλάδα, Ιταλία, Ισπανία) βρέθηκαν και βρίσκονται σε αρκετά δύσκολη θέση, καθώς καλούνται να υπερασπιστούν και εφαρμόσουν το κεκτημένο της Σένγκεν υπό ιδιαίτερα δυσμενείς πολιτικά και οικονομικά συνθήκες.
Παράλληλα, η εμμονή αρκετών κρατών-μελών του «πυρήνα» να τηρηθεί η Συμφωνία Δουβλίνο ΙΙ αναφορικά με την επαναπροώθηση των παράνομων μεταναστών στις χώρες «πρώτης εισόδου» δυσχεραίνει περαιτέρω την κατάσταση και επιτείνει την αίσθηση αδιεξόδου, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις τα ίδια κράτη-μέλη έχουν εκφραστεί αρνητικά για την ικανότητα των χωρών του νότου να διασφαλίσουν τα εξωτερικά όρια της Σένγκεν, αναφερόμενα ιδίως στην Ελλάδα. Το κατά πόσο οι ισχυρισμοί αυτοί είναι βάσιμοι ή όχι υπερβαίνει το αντικείμενο αυτού του άρθρου, αλλά σε κάθε περίπτωση γεγονός παραμένει το ότι αρκετά κράτη-μέλη έχουν ήδη υιοθετήσει περιοριστικά μέτρα αντίθετα προς τη φύση και το γράμμα της Συνθήκης Σένγκεν.
Επικαλούμενες τα άρθρα 23 και 25 αυτής, η Γαλλία, η Γερμανία, η Αυστρία και η Σουηδία έχουν επαναφέρει τους εθνικούς ελέγχους σε ορισμένα σημεία της επικράτειάς τους, ενώ πρόσφατα η Δανία ανέστειλε επίσημα την εφαρμογή της Συνθήκης στο σύνολο της επικράτειάς της. Στο πλαίσιο των ανωτέρω, γίνεται πλέον εμφανές και ακόμη και στους πιο αισιόδοξους ευρωπαϊστές ότι η μεταναστευτική κρίση έχει επηρεάσει καταλυτικά τη συνοχή της Ευρώπης, δείχνοντας σε ποιό βαθμό είναι πιστή στις αρχές της για «ενότητα στην πολυμορφία», ειρήνη, ευημερία και αλληλεγγύη. Η οικονομική κρίση των τελευταίων ετών είχε ήδη παραδώσει σχετικά μαθήματα, αλλά η εξέλιξη του μεταναστευτικού φαίνεται να την δοκιμάζει ακόμα περισσότερο.
Η ανάγκη επαναπροσδιορισμού των στόχων και αρχών μας
Με δεδομένο το ότι στη σημερινή Ευρώπη δεν υπάρχουν οι ιδέες ή οι ηγέτες που θα ενέπνεαν τους λαούς και τους θεσμούς της να λειτουργήσουν αποτελεσματικά και από κοινού, η διέξοδος από τη σημερινή κατάσταση φαίνεται να προσφέρεται για μια ακόμη φορά σε διακυβερνητικό επίπεδο, αν όχι σε εθνικό. Έναντι της απροθυμίας των δυνατών να βοηθήσουν τους πιο δοκιμαζόμενους (και εδώ δεν θα πω «αδύναμους», γιατί σε μια «οικογένεια» η αντιμετώπιση δεν μπορεί να είναι τέτοια), οι τελευταίοι θα πρέπει να αναζητήσουν πολιτικές που θα ανταποκρίνονται στις δικές τους ανάγκες, αφού δεν μπορούν να πείσουν τους πρώτους να συνεργαστούν. Στο πλαίσιο αυτό, μια κοινωνικά και πολιτικά υπεύθυνση εθνική ηγεσία θα όφειλε να έρθει σε συνεννόηση με τις χώρες που αντιμετωπίζουν παρόμοια προβλήματα (Ιταλία, Ισπανία, Μάλτα, Κύπρο) προτείνοντας στενότερη συνεργασία και τη χάραξη κοινής πολιτικής και στάσης έναντι των υπόλοιπων Ευρωπαίων εταίρων, με την ελπίδα ότι τρεις και τέσσερις φωνές ακούγονται πιο καθαρά και αποτελεσματικά από μια.
Σε περίπτωση που δεν υπάρχει κοινό έδαφος ή ανταπόκριση στη βάση αυτή, η ελληνική ηγεσία θα όφειλε να εξετάσει νηφάλια και όσο το δυνατόν πιο αντικειμενικά όλα τα σενάρια, περιλαμβανομένης της προοπτικής εξόδου από το Χώρο Σένγκεν. Με δεδομένο ότι μια τέτοια απόφαση θα προκαλούσε αλλεργικές αντιδράσεις από μεγάλο μέρος των μέσων ενημέρωσης, αλλά και τμήμα της ελληνικής κοινωνίας, η σχετική απόφαση θα πρέπει να είναι αποτέλεσμα ώριμης και ενδελεχούς μελέτης, κατά την οποία θα ληφθεί υπόψη κάθε σχετική παράμετρος, δυνατότητα και επίπτωση, χωρίς έξωθεν πιέσεις και χωρίς εμμονές, με αποκλειστικό γνώμονα το κοινωνικό και εθνικό συμφέρον, και το τι είναι επωφελέστερο και πιο βιώσιμο για την Ελλάδα.
Επιχειρώντας μια πρώτη ανάλυση, χάριν σκοπιμότητας της ανωτέρω συζήτησης, ας δούμε λίγο τα πεδία στα οποία θα έπρεπε να περιμένουμε αλλαγές:
Τι θα άλλαζε με την αποχώρηση της Ελλάδας από το Χώρο Σένγκεν;
Ως προς το μεταναστευτικό:
Μια ενδεχόμενη απόφαση της Ελλάδας να εγκαταλείψει το Χώρο Σένγκεν θα καθιστούσε αυτομάτως τη χώρα μας μη ελκυστική για τους μετανάστες, καθώς η είσοδός τους στην ελληνική επικράτεια δεν θα συνεπαγόταν πια την είσοδό τους στο «σκληρό πυρήνα» της Ευρώπης. Με δεδομένο ότι η Ελλάδα δεν θα μπορούσε πια να εκδίδει έγγραφα και θεωρήσεις εισόδου για το Χώρο Σένγκεν, οι μετανάστες δεν θα μπορούσαν πια να συνεχίσουν ανεμπόδιστα το ταξίδι τους για την κεντρική ή δυτική Ευρώπη. Αντιθέτως, με δεδομένη την επαναφορά των εθνικών ελέγχων σε όλο το μήκος των χερσαίων και θαλάσσιων συνόρων, θα ήταν ορατός ο κίνδυνος αποκλεισμού τους στην ελληνική επικράτεια, με απρόβλεπτες περιπλοκές που θα μπορούσαν να παρατείνουν σημαντικά το κόστος και το χρόνο ταξιδιού τους προς την Ευρώπη. Κατά συνέπεια, μπορούμε βάσιμα να υποθέσουμε ότι οι περισσότεροι μετανάστες θα απέφευγαν πλέον την Ελλάδα, καθώς η είσοδος τους σε αυτή θα εξομοιωνόταν με την είσοδο σε άλλα γειτονικά κράτη-μέλη της ΕΕ που δεν είναι μέρος του Χώρου Σένγκεν, όπως η Βουλγαρία, η Ρουμανία και η Κροατία. Με βάση την έως τώρα πρακτική, οι περισσότεροι μετανάστες δεν ενδιαφέρονται να εγκατασταθούν στις χώρες αυτές και συνήθως τις διασχίζουν βιαστικά, τηρώντας την ολιγοήμερη προθεσμία αποχώρησης που τους δίνεται κατά την είσοδό τους σε αυτές.
Αναφορικά με την πτυχή αυτή του μεταναστευτικού και τις εκτιμώμενες επιπτώσεις, κάποιος θα μπορούσε να υποστηρίξει ότι οι περισσότεροι μετανάστες δεν έχουν ακριβή εικόνα των χωρών της Ευρώπης και του που ακριβώς, ποιόν και τι θα συναντήσουν, κατά συνέπεια η αλλαγή του καθεστώτος εξόδου από την Ελλάδα είναι και θα τους παραμείνει αδιάφορη. Ο ισχυρισμός αυτός έχει κάποια βάση, αλλά πριν βιαστεί κανείς να κρίνει καλό θα ήταν να συνεκτιμήσει το ότι τα κυκλώματα που κατευθύνουν τους μετανάστες έχουν αρκετά ακριβή εικόνα του πολιτικού τοπίου, και πιθανότατα θα προσαρμοστούν άμεσα στις νέες συνθήκες. Στο πλαίσιο αυτών, μπορεί κανείς να αναμένει ότι ο χάρτης των μεταναστευτικών ροών θα άλλαζε σύντομα, με τον κύριο όγκο των μεταναστών να αναζητάει αμεσότερη πρόσβαση προς τις χώρες του «πυρήνα», πιθανότατα μέσω Ιταλίας και Ισπανίας.
Με βάση τους ανωτέρω υπολογισμούς, το ενδιαφέρον των Ευρωπαίων για φράχτη στα σύνορα Ελλάδας-ΠΓΔΜ και μεικτές περιπολίες στο Αιγαίο θα ατονούσε σημαντικά, καθώς οι πρωτοβουλίες αυτές θα στερούνταν πλέον αντικειμένου και χρησιμότητας, και το επίκεντρο του ενδιαφέροντος θα μετακινούνταν δυτικότερα. Η αναίρεση των πρωτοβουλιών αυτών θα έδινε μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων στην ελληνική κυβέρνηση, μια «ανάσα» σίγουρα πολύτιμη, με δεδομένο το ότι ήδη πιέζεται αρκετά με την εφαρμογή ενός μη βιώσιμου οικονομικού προγράμματος και τη διαχείριση των ογκούμενων λαϊκών αντιδράσεων. Στο ίδιο πλαίσιο, η αύξηση των μεταναστευτικών ροών μέσω Ιταλίας και Ισπανίας θα πίεζε τις χώρες αυτές να αναθεωρήσουν την έως τώρα συμβιβαστική πολιτική τους, συμπαρασύροντας πιθανότατα και πιο «μεγάλους» παίκτες, όπως η Γαλλία. Σε μια τέτοια περίπτωση, το καθεστώς Σένγκεν θα μπορούσε να τεθεί ξανά επί τάπητος σε ευρωπαϊκό επίπεδο, με όρους αρκετά πιο ευνοϊκούς για την Ελλάδα.
Ως προς την ελευθερία μετακίνησης, την οικονομία και τον τουρισμό:
Η κυριότερη ανησυχία πολλών είναι ότι μια ενδεχόμενη έξοδος της Ελλάδας από τον Χώρο Σένγκεν θα στερούσε στους Έλληνες υπηκόους τη δυνατότητα να ταξιδεύουν «ελεύθερα» στην Ευρώπη με ταυτότητα, όπως γίνεται σήμερα. Η άποψη αυτή δεν ευσταθεί για δύο λόγους. Αφενός, οι Έλληνες υπήκοοι ήδη υπόκεινται ελέγχους κατά την είσοδό τους σε αρκετά κράτη-μέλη, ανεξάρτητα από το αν έχουν μαζί τους ταυτότητα ή διαβατήριο. Από την άλλη, μια αποχώρηση της Ελλάδας από τον Χώρο Σένγκεν δεν αναμένεται να αλλάξει σημαντικά αυτό που ήδη συμβαίνει, καθώς με βάση σειρά ευρωπαϊκές συνθήκες (και όχι μόνο τη Σένγκεν), οι πολίτες της ΕΕ είναι ελεύθεροι να κινούνται στο Χώρο Σένγκεν χωρίς βίζα. Στη χειρότερη περίπτωση, οι Έλληνες υπήκοοι θα χρειάζονταν διαβατήριο για να ταξιδέψουν στο Χώρο Σένγκεν, και άρα όντως, ναι, δεν θα μπορούσαν με ταυτότητα. Το καθεστώς αυτό ισχύει θεωρητικά και για την είσοδο στα κράτη-μέλη της ΕΕ που δεν μετέχουν σε αυτόν (Ηνωμένο Βασίλειο, Ιρλανδία, Κύπρος, Βουλγαρία, Ρουμανία, Κροατία), αλλά προσωπικά δεν έχω υπόψη κάποια περίπτωση κατά την οποία δεν επετράπη σε Έλληνες υπηκόους η είσοδος σε αυτές τις χώρες με ταυτότητα. Κατά συνέπεια, θα μπορούσε κανείς ρεαλιστικά να αναμένει ότι η δυνατότητα αυτή θα παρέμενε ως έχει και μετά την αποχώρηση της Ελλάδας από τον Χώρο Σένγκεν.
Πολλοί έχουν επίσης υποστηρίξει ότι η έξοδος της Ελλάδας από τον Χώρο Σένγκεν θα αποθάρρυνε ή θα δυσκόλευε τους επισκέπτες από τα κράτη-μέλη να την επισκεφθούν, και κατά συνέπεια θα είχε αρνητικές επιδράσεις στον τουρισμό. Η εκτίμηση αυτή ωστόσο είναι λανθασμένη, επειδή εκτός της Σένγκεν η Ελλάδα θα ήταν σε θέση να καθορίσει ελεύθερα το καθεστώς εισόδου στην επικράτειά της. Στο πλαίσιο της δυνατότητας αυτής, θα μπορούσε να ορίσει ότι οι υπήκοοι των κρατών-μελών θα εξακολουθήσουν να μπορούν να έρχονται μόνο με ταυτότητα ή διαβατήριο. Παράλληλα, και με δεδομένο ότι η Ελλάδα δεν θα δεσμευόταν πια από τα αυστηρά κριτήρια εισόδου υπηκόων τρίτων χωρών στον Χώρο Σένγκεν, θα μπορούσε να αναθεωρήσει το καθεστώς εισόδου για μη Ευρωπαίους τουρίστες που ενδιαφέρονται να την επισκεφθούν τη χώρα μας και δεν μπορούν λόγω της δυσκολίας έκδοσης βίζας Σένγκεν. Στην κατηγορία αυτή εμπίπτουν οι Ρώσοι και οι Κινέζοι, αλλά και υπήκοοι αρκετών άλλων κρατών που θα μπορούν ευκολότερα πλέον να επισκεφθούν την Ελλάδα, προσφέροντας σημαντικούς πόρους και θέσεις εργασίας σε μια χώρα που ήδη δοκιμάζεται σκληρά. Με δεδομένη μάλιστα την ένταση στις ρωσοτουρκικές σχέσεις, μια τέτοια απόφαση θα μπορούσε να οδηγήσει στη δημιουργία ενός σημαντικού ρεύματος Ρώσων τουριστών το προσεχές κιόλας καλοκαίρι.
Ποιά μπορεί να είναι η πολιτική διαχείριση μιας τέτοιας απόφασης;
Σε κάθε περίπτωση, και πέρα από τα προσωρινά ή μακροπρόθεσμα οφέλη, θα είχε μεγάλη σημασία ο τρόπος διαχείρισης της «εξόδου» αυτής από την υπεύθυνη ελληνική κυβέρνηση. Στο πλαίσιο της συζήτησης αυτής, αλλά και σε πείσμα όσων θεωρούν ότι η Ελλάδα είναι και πρέπει να μένει σε καθεστώς περιορισμένης κυριαρχίας, οφείλει να αναφερθεί ότι δεν υπάρχει πρόνοια στις ευρωπαϊκές συνθήκες για αποχώρηση ή αποπομπή μέλους από το χώρο Σένγκεν. Οι σχετικές αναφορές των άρθρων 23 και 25 της Συνθήκης Σένγκεν κάνουν λόγο μόνο για την «προσωρινή επαναφορά εθνικών ελέγχων», και για διάστημα που δεν θα υπερβαίνει τους έξι μήνες. Κατά συνέπεια, η Ελλάδα μπορεί και πρέπει να εγκαταλείψει τον χώρο αυτό μόνο στο βαθμό που η ίδια το επιθυμεί, και όχι ως αποτέλεσμα ξένων πιέσεων ή αποφάσεων, σε συνεννόηση πάντα και σε συνεργασία με τα άλλα κράτη-μέλη.
Για λόγους τακτικής και ψυχολογίας, θα ήταν καλό θα διατηρηθούν τα προσχήματα και οι νομικές δεσμεύσεις των κρατών-μελών όπως προκύπτουν από τις σχετικές συμφωνίες. Στο πλαίσιο αυτών, η αποχώρηση της Ελλάδας από τον Χώρο Σένγκεν θα μπορούσε να βαπτιστεί «αναστολή του κεκτημένου», κατά τρόπο αντίστοιχο αυτού που ισχύει για τα κράτη-μέλη της ΕΕ που δεν συμμετέχουν στο χώρο αυτό. Υπό την έννοια αυτή, η Ελλάδα δεν θα εξαιρείτο μόνιμα από το κεκτημένο της Σένγκεν, αλλά θα ανέστειλε προσωρινά την εφαρμογή του (για διάστημα που θα μπορούσε ενδεχομένως να οριστεί), αναγνωρίζοντας ότι κάποια στιγμή θα επανέλθει στην πλήρη εφαρμογή του. Με άλλα λόγια, δεν υπάρχει λόγος να το παίξουμε (πάλι) «αντάρτες» και «επαναστάτες», κόβοντας τις γέφυρες επικοινωνίας με την Ευρώπη. Οι περισσότεροι γνωρίζουμε πια που οδηγούν οι πολιτικές και οι χειρισμοί αυτοί. Αυτό που πραγματικά χρειάζεται η Ελλάδα σήμερα είναι λίγη σωφροσύνη και σοβαρότητα. Να μπορέσουμε να εξετάσουμε νηφάλια τι μας εξυπηρετεί, να το επιδιώξουμε και να το εφαρμόσουμε. Αυτό είναι όλο.
Αναγνωρίζοντας μια από τις πιο αρνητικές πτυχές του να ζούμε στην Ελλάδα, η πολεμική των καναλιών και του τύπου κατά της εξόδου από τη Σένγκεν θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη, στη βάση ενός ψυχολογικού συμπλέγματος που επιβάλει την εμμονή σε οτιδήποτε ευρωπαϊκό αντί οποιουδήποτε κοινωνικού, πολιτικού και οικονομικού κόστους. Στο πλαίσιο αυτό, τα μέσα επικοινωνίας επιχειρούν να μας πείσουν ότι πρέπει να «μείνουμε Ευρώπη» μέχρι τέλους, για όσο διάστημα «μας θέλουν» και με όποιο τρόπο μπορούμε να τους «πείσουμε». Χωρίς να χρειάζεται να υπεισέλθουμε στα κίνητρά της, η επιχειρηματολογία αυτή είναι θλιβερή, επειδή όχι μόνο μας υποβιβάζει σε καθεστώς υποτελούς και αποθαρρύνει μια νηφάλια αντιμετώπιση της κατάστασης, αλλά και επειδή επιπροσθέτως καταφέρνει να φοβίσει μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης, αποτρέποντας την ενασχόληση με τα πολιτικά δρώμενα της χώρας και αφήνοντας ανοιχτό το πεδίο σε επίδοξους «σωτήρες» που βλέπουμε που μας έχουν φέρει… Σε πείσμα λοιπόν όσων έχουν συμφέρον από την παράταση αυτού του αδιεξόδου, οφείλουμε να δούμε τα πράγματα πιο ξεκάθαρα, και να κρίνουμε το δυνατόν πιο αντικειμενικά τι είναι καλύτερο για μας και τα παιδιά μας. Επειδή σε κάθε περίπτωση, το διακύβευμα της σημερινής κρίσης ξεπερνά τις μικροκομματικές σκοπιμότητες, και αφορά το που στεκόμαστε ως κοινωνία και ως κράτος. Περαστικά μας!
Περισσότερα για το Χώρο και τη Συνθήκη Σένγκεν μπορεί κανείς να βρει εδώ:
· http://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/?uri=URISERV%3Al33020
· http://ec.europa.eu/dgs/home-affairs/e-library/docs/schengen_brochure/schengen_brochure_dr3111126_el.pdf
(τελευταία επίσκεψη 12.2.2016)
*Απόφοιτος Τουρκικών Σπουδών, κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος (ΜΑ)
στις Διεθνείς και Ευρωπαϊκές Σπουδές, Υποψήφιος Διδάκτωρ
στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Πάντειου Πανεπιστημίου.