Μια συλλογική φαντασίωση πλανιέται πάνω από την Ελλάδα. Μια φαντασίωση που μας βολεύει, γιατί δεν μας ξεβολεύει. Ότι δήθεν το σάπιο πολιτικό κατεστημένο σαν ώριμο φρούτο, σε κάποια εκλογική μάχη ―σύντομα ή λιγάκι αργότερα―θα πέσει και η εκλογική πολιτική βούληση του λαού μας θα ανοίξει το δρόμο για μια λαϊκή κυβέρνηση ή αλλιώς μια συγκυβέρνηση με το λαό. Η Αριστερά και ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να ξεφύγουν από αυτήν τη φαντασίωση.
Της Σοφίας Σακοράφα
Η φαντασίωση του «ώριμου φρούτου» έχει σαν πρώτο αποτέλεσμα την παραγωγή ενός καθημερινού καθηκοντολόγιου: συνεδριάσεις και ξανά συνεδριάσεις, πραγματοποίηση συνελεύσεων από τις οποίες απουσιάζει η μαζικότητα, ατέρμονες συζητήσεις για τη μετεξέλιξη του νέου πολιτικού φορέα, ο οποίος όμως δεν μετρά στις τάξεις του παρά μια μικρή αριθμητική διεύρυνση, επιφύλαξη, φόβος και αμηχανία μπροστά στις κινηματικές διαδικασίες. Ένα καθηκοντολόγιο που υποτάσσει το περιεχόμενο στη μορφή: πρέπει να γίνει αυτό, όπως κι αν γίνει τελικά. Σαν δεύτερο αποτέλεσμα διακρίνουμε την απουσία στρατηγικής, την απουσία θεωρίας, η οποία εξαντλείται με τη διατύπωση ενός γενικόλογου ευρήματος, που ακούει στο όνομα «εναλλακτική πρόταση».
Δύο αποτελέσματα που προκαλούν και πλήθος συνέπειες διολίσθησης. Θυμίζω την επίκληση της θεσμικότητας σε μια σειρά συναντήσεων με πολιτικότατο περιεχόμενο: συνάντηση Πέρες (ο σφαγιαστής του παλαιστινιακού λαού), συνάντηση Ράιχενμπαχ (ο γκαουλάιτερ), συνάντηση Σουλτς (ο εκπρόσωπος του αδίστακτου ευρωπαϊκού διευθυντηρίου). Θυμίζω τη στρογγυλή ανακοίνωση μετά την τελευταία συνάντηση, που έκανε λόγο για «αδυναμία» του προγράμματος. Θυμίζω «τις ήσυχες μέρες του Αυγούστου», οπότε και συντελέστηκε το άγριο ξεπούλημα της Αγροτικής στον εκλεκτό τραπεζίτη.
Θα αφήσω για τους πιο ειδικούς τη μαρξιστικού τύπου ανάλυση για τη σχέση ανάμεσα στη θεωρία και την πράξη, η οποία δεν είναι σχέση εξωτερική, ούτε βέβαια γραμμική σχέση χρονικής διαδοχής. Με απλά λόγια θα πω ότι η πράξη για την Αριστερά πρέπει να εκφράζει τη συλλογική, κοινωνική δράση που αποβλέπει στο μετασχηματισμό της βάρβαρης πραγματικότητας που σήμερα ζούμε. Συνεπώς, δεν περιορίζεται σε ένα στεγνό καθηκοντολόγιο. Αν δεχτούμε, από την άλλη, ότι η θεωρία είναι η ερμηνεία του πραγματικού, τότε γίνεται πέρα για πέρα σαφές ότι δεν μιλάμε απλά για ενότητα πράξης και θεωρίας αλλά για σοβαρή εμπλοκή της μιας στην άλλη.
Γιατί όμως σήμερα υπάρχει αυτό το κενό; Ένα κενό που με απλά λόγια διατυπώνεται από τους πολίτες: «πού είστε;», «τι κάνετε;», «διατυπώστε συγκεκριμένη πρόταση». Κι ενώ η κοινωνία μας προβληματίζεται σοβαρά, θα έλεγα με ζωτικό ενδιαφέρον για τα παραπάνω, το «ώριμο φρούτο» δηλώνει πανέτοιμο να κάνει αυτό που είναι εγγεγραμμένο στο πολιτικό του DNA ως νόμος επιβίωσης: με σχεδιασμό, με πολιτική αποφασιστικότητα, με γκεμπελική μεθοδολογία, πραγματοποιεί μια ολομέτωπη επίθεση ως την απόλυτη επικράτησή του, η οποία συνεπάγεται την πλήρη εξόντωση του λαού μας. Το μεγάλο εργαστήριο του συστήματος έχει στόχο να σκοτώσει το πειραματόζωο. Καθόλου δεν φαίνεται – και δεν υπήρξε ποτέ―έτοιμο να αποδεχτεί την ήττα του, θυμίζοντας εκείνο τον παλιό στίχο «το σάπιο σύστημα εκεί που σάπιζε ξανατονώθηκε».
Φτάνουμε λοιπόν στο κρίσιμο ερώτημα: «Τώρα τι κάνουμε;». Είναι πέρα για πέρα αλήθεια ―μακριά από μένα η όποια θεωριτικοποίηση της αδυναμίας μας―ότι είναι πολύ δύσκολο να πούμε σήμερα με ακρίβεια τι κάνουμε και πώς το κάνουμε, ήταν άλλωστε πάντα δύσκολη η σχέση ανάμεσα στην πράξη και τη θεωρία. Επίσης είναι δεδομένο ότι η όποια ανατρεπτική θεωρία δεν μπορεί να μην έχει λάθη, σφάλματα, να μην περιλαμβάνει και στοιχεία που τελικά να καταλήγουν αναντίστοιχα με την εκάστοτε πραγματικότητα. Δεν γίνεται λοιπόν λόγος για την τέλεια θεωρία, αλλά για μια επαρκή θεωρία που θα θεμελιώνει επαρκή πράξη. Αυτό σήμερα δεν υπάρχει.
Μπορεί να υπάρξει; Μπορούμε μετά από μια μακρά περίοδο, κατά την οποία η Αριστερά είτε επεξεργαζόταν αιτιολογίες για να καλύψει τρομακτικές στρεβλώσεις είτε αποκοπτόταν από την κοινωνία εμπεδώνοντας ελιτίστικες προσεγγίσεις, να δείξουμε επάρκεια; Μια επάρκεια που δεν θα μας οδηγήσει ούτε στο να ξανασιδερώσουμε τσαλακωμένες σημαίες, ούτε στη διολίσθηση και την ενσωμάτωση στον αστικό κοινοβουλευτισμό;
Μπορούμε, κατά την άποψή μου μπορούμε. «Κλέβω» μια συλλογιστική του Ευτύχη Μπιτσάκη, που αναρωτιέται πώς ο Μαρξ έγινε αυτός που έγινε. Λέει λοιπόν ότι προφανώς ο Μαρξ δεν θα μπορούσε να υπάρξει εάν δεν υπήρχε το προλεταριάτο, αλλά και οι αγώνες του. Αλλά εξίσου προφανώς ο Μαρξ δεν θα γινόταν Μαρξ αν δεν υπήρχε μια μακρά παράδοση στο χώρο της ιστορίας, της φιλοσοφίας και των οικονομικών θεωριών. Τέλος, ο Μαρξ δεν θα γινόταν Μαρξ εάν δεν μετείχε στο εργατικό και στα κοινωνικά κινήματα της εποχής του.
Μπορούμε λοιπόν, υπό τις εξής όμως συνθήκες:
Συνθήκη πρώτη. Στην πατρίδα μας από το 2001, με κορυφαία στιγμή έξαρσης το 2008 και βέβαια τα δύο τελευταία χρόνια, θυμίζω λαικές συνελεύσεις, κίνημα πλατειών, τεράστιες κινητοποιήσεις στις 5 του Μάη, στις 12 Φλεβάρη, υπάρχει ένας αγωνιζόμενος λαός. Ένας λαός, που σε πολλές περιπτώσεις πρόκρινε το αυθόρμητο έναντι του συνειδητού. Μέγα λάθος; Για να δούμε πόσες φορές στην πατρίδα μας, ή και αλλού, το περιώνυμο συνειδητό κατάφερε περισσότερα πράγματα από το «αφελές» αυθόρμητο; Από τη μεταπολίτευση και μετά καμία. Ένα αυθόρμητο κίνημα, που έλιωσε κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες, που ξαπόστειλε δοτούς πρωθυπουργούς που ήρθαν για να μείνουν, και που κυρίως γέννησε και απαιτεί διαδικασίες ισότιμες, συμμετοχικές, αμεσοδημοκρατικές, χωρίς διαμεσολάβηση και γραμμές από τα πάνω. Αυτή λοιπόν είναι η πρώτη συνθήκη, ο σεβασμός, όχι ο ρητορικός, ο πραγματικός σεβασμός σε αυτό το πλούσιο υλικό διαδικασιών που γέννησε το αυθόρμητο και μάλιστα ένας σεβασμός που έμπρακτα θα ενσωματωθεί και στις διαδικασίες της Αριστεράς.
Συνθήκη δεύτερη. Αξιοποίηση της παράδοσης των οικονομικών και πολιτικών θεωριών και τακτικών, όχι βάζοντάς τες στο εικονοστάσι, αλλά στη ζωή. Κυρίως αντλώντας τες από τη ζωή. Μια πρόταση, αυτή για τη συγκρότηση Επιτροπής Λογιστικού Ελέγχου, κάλεσε για πρώτη φορά μέσα στα δύο χρόνια τους πολίτες να κοιτάξουν έναν άλλο δρόμο, έξω από το μονόδρομο της εν ψυχρώ εκτέλεσης. Μια πρόταση απαλλαγμένη από εικονοστάσια και μεταφυσικά ευχολόγια, κάλεσε τον πολίτη ―όπως πολύ ορθά διάβασα σε ένα κείμενο―να διευρύνει το «τρέχον» περιεχόμενο της έννοιας «ρεαλισμός», συνδέοντάς το με εκείνο της έννοιας «αναγκαίο», και ταυτόχρονα προσέφερε τεκμηριωμένη απόδειξη ότι σε χρόνο ενεστώτα, κάπου αλλού, τα πράγματα έγιναν εντελώς αλλιώς. Συνθήκη δεύτερη λοιπόν, η αριστερά να μη «θολώνει» στις έννοιες ρεαλισμός, αναγκαίο, απόδειξη. Να περάσει από το στάδιο της αμήχανης παρατήρησης, από το στάδιο του κομματικού ιεροτυπικού «της από τα πάνω επικοινωνίας», από το στάδιο της διεκδίκησης της εξουσίας στο όνομα του λαού, επιτέλους στο στάδιο που να τολμά να διεκδικεί μαζί με τον λαό και να υιοθετεί, χωρίς σύνδρομα αλαζονείας και πρωτοκαθεδρίας, πρακτικές που αποδεδειγμένα ενισχύουν την εξουσία του λαού.
Συνθήκη τρίτη. Η αέναη εμπλοκή με το κίνημα. Σήμερα ζούμε σε συνθήκες ενός πρωτοφανούς οικονομικού και κοινωνικού πολέμου. Αυτός ο πόλεμος έχει θύτες, το κεφάλαιο, και θύματα, τους λαούς. Έχει επιτιθέμενο και αμυνόμενο. Και ο ιστορικός ρόλος της Αριστεράς σε αυτήν τη συγκλονιστική περίοδο είναι η πυροδότηση της σύγκρουσης και της ανατροπής. Κενός χώρος που ισοδυναμεί με τη λογική «περιμένω να γίνω πρωταγωνιστής όταν πεθάνει ο πρωταγωνιστής», είτε δημιουργεί άλλους πρωταγωνιστές είτε θα έχει ως αποτέλεσμα, όταν γίνουμε πρωταγωνιστές, να μην έχουμε πλέον εκείνο το δυναμικό κοινό που δεν θα στηρίζει απλώς χειροκροτώντας αλλά θα σκηνοθετεί την παράσταση της ζωής του συμμετέχοντας.
Τρεις συνθήκες που, για να επανέλθω στην αρχή του κειμένου μου, ξεβολεύουν. Είναι ξεβόλεμα η αναγνώριση και υιοθέτηση μη δικών σου και εν πολλοίς άγνωστων διαδικασιών. Είναι ξεβόλεμα να μη μιλάμε με θαυμασμό για το μακρινό Εκουαδόρ, αλλά να μιλούν οι άλλοι με θαυμασμό για τις ρήξεις που εμείς, εδώ, σήμερα κάνουμε. Είναι ξεβόλεμα να αφήνεις την ασφάλεια του στρογγυλού και να περνάς στο χώρο του άγνωστου αιχμηρού.
Κλείνοντας, αντιγράφω ένα κομμάτι του Σλάβοϊ Ζίζεκ, το οποίο λέει ότι ακόμη κι αν δεν γνωρίζουμε τώρα, αυτήν τη στιγμή, τι πρέπει να κάνουμε οφείλουμε να δράσουμε αμέσως, γιατί η αδράνειά μας θα μπορούσε να έχει σύντομα καταστροφικές συνέπειες. Περισσότερο από ποτέ άλλοτε, είμαστε υποχρεωμένοι να ζήσουμε σαν να ήμασταν ελεύθεροι. Και ο ελεύθερος δεν βολεύεται, δεν συμβιβάζεται, δεν διολισθαίνει. Ο ελεύθερος είναι ανένδοτος και κάνει Ανένδοτο!
Η Σοφία Σακοράφα είναι βουλευτής Β΄ Αθηνών του ΣΥΡΙΖΑ ΕΚΜ. Το άρθρο δημοσιεύεται στο τεύχος 11 του UNFOLLOW που κυκλοφορεί.