Ο τίτλος του κειμένου που θα διαβάσατε δε λέει την αλήθεια. Για την ακρίβεια λέει τη μισή αλήθεια. Πράγματι, υπήρξε ένα ακραίο κοινωνικό πείραμα που έθεσε σε κίνδυνο τη ζωής της Μαρίνας Αμπράμοβιτς. Η άλλη μισή αλήθεια είναι πως η ίδια η Μαρίνα Αμπράμοβιτς «έστησε» αυτό το ακραίο κοινωνικό πείραμα. Η ίδια ήταν που σκέφτηκε και έκανε πράξη αυτό το πείραμα το οποίο εξελίχθηκε σε ένα όργιο ταπείνωσης. Η ίδια έθεσε τη ζωή της σε κίνδυνο.
Η «αιρετική» Μαρίνα Αμπράμοβιτς
Η Μαρίνα Αμπράμοβιτς γεννήθηκε στις 30 Νοεμβρίου του 1946 στο Βελιγράδι. Μεγάλωσε στη Γιουγκοσλαβία του Τίτο. Ο θείος της ήταν ο Πατριάρχης Βαρνάβα της Σερβικής Ορθόδοξης εκκλησίας. Οι δύο της γονείς ήταν Παρτιζάνοι. Ο πατέρας της, μάλιστα, αναγνωρίστηκε ως εθνικός ήρωας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
«Τα γενέθλια μου ήταν θλιβερές περιστάσεις, όχι χαρούμενες. Πρώτον, ποτέ δεν έπαιρνα ωραία δώρα, δεύτερον, η οικογένειά μου ποτέ δεν ήταν πραγματικά ενωμένη. Ποτέ δεν υπήρχε χαρά. Θυμάμαι ότι στα δέκατα έκτα γενέθλια μου έκλαιγα με λυγμούς, επειδή κατάλαβα για πρώτη φορά πως κάποια μέρα θα πέθαινα. Δεν ένιωθα καμιά αγάπη, αισθανόμουν απόλυτα εγκαταλειμμένη απ’ όλους. Άκουγα ξανά και ξανά το Κοντσέρτο για πιάνο αρ.21 του Μότσαρτ. Υπήρχε κάτι σ’ εκείνη τη μουσική που έκανε την ψυχή μου να αιμορραγεί. Τότε ήταν που έκοψα τις φλέβες μου κι έτρεξε τόσο αίμα που νόμισα πως θα πέθαινα. Όντως το κόψιμο ήταν βαθύ αλλά δεν είχε πειράξει την κερκιδική αρτηρία που είναι ζωτικής σημασίας. Η γιαγιά μου με πήγε στο νοσοκομείο και εκεί μου έκαναν τέσσερα ράμματα. Ποτέ δε μίλησε γι’ αυτό στη μητέρα μου». Με τον τρόπο αυτό είχε περιγράψει η ίδια τα παιδικά της χρόνια και, μάλλον, δεν χρειάζεται να προσθέσουμε κάτι περισσότερο…
Ήταν φοιτήτρια στην Ακαδημία Καλών Τεχνών στο Βελιγράδι το 1965-1970. Ολοκλήρωσε τις μεταπτυχιακές της σπουδές στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Ζάγκρεμπ, το 1972. Ένα χρόνο νωρίτερα παντρεύτηκε τον Σέρβο καλλιτέχνη Νέσα Παρίποβιτς, με τον οποίο και χώρισε το 1976, και στη συνέχεια εγκατέλειψε τη Γιουγκοσλαβία και μετακόμισε στο Άμστερνταμ.
Η Αμπράμοβιτς εισέβαλε στον χώρο της τέχνης με πάταγο. Σε μια εποχή που η έννοια performance ήταν άγνωστη η Σέρβα καλλιτέχνης «έσκασε» σαν βόμβα με την σειρά «Rythm». Ξεκινώντας από το «Rythm 10» και φτάνοντας στο «Rythm 0» μέσα σε τέσσερις παραστάσεις κατάφερε να σοκάρει τους πάντες.
Η σειρά ξεκίνησε το 1973 με το «Rythm 10». Εκεί, λοιπόν, κάνοντας χρήση 20 μαχαιριών και 2 μαγνητόφωνων, η Αμπράμοβιτς «έπαιζε» ένα ρώσικο παιχνίδι στο οποίο κτυπά το μαχαίρι με ρυθμικές κινήσεις ανάμεσα στα δάκτυλα του χεριού της. Κάθε φορά που η καλλιτέχνης έκοβε τον εαυτό της με το μαχαίρι, άλλαζε μαχαίρι, επιλέγοντας ένα καινούργιο από τα 20 που ήδη είχε και έτσι επαναλάμβανε τη διαδικασία καθώς κάμερες κατέγραφαν τα όσα συνέβαιναν.
Την επόμενη χρονιά έκανε το «Rythm 5». Χρησιμοποιώντας ένα φλεγόμενο αστέρι βουτηγμένο σε πετρέλαιο η καλλιτέχνης άναψε φωτιά στην έναρξη της παράστασης. Αρχικά στεκόταν έξω από το αστέρι. Έκοβε τα νύχια των χεριών και των ποδιών της καθώς και τα μαλλιά της. Όταν τελείωσε έριχνε τα κομμάτια στη φωτιά δημιουργώντας έτσι μια έκρηξη φωτός κάθε φορά. Με την κίνηση αυτή η Αμπράμοβιτς έκανε μια αναφορά στις πολιτικές που βίωσε στη Γιουγκοσλαβία καθώς το αστέρι συμβόλιζε τον κομμουνισμό και το κόψιμο των νυχιών και των μαλλιών την σωματική και ψυχική κάθαρση. Στο τέλος της παράστασης η Αμπράμοβιτς πήδηξε στο κέντρο του φλεγόμενου αστεριού, όπου και λιποθύμησε από την έλλειψη οξυγόνου.
Λίγο καιρό αργότερα δημιούργησε το «Rythm 2» το οποίο επί της ουσίας ήταν ένα πείραμα για να διαπιστώσει εάν μια κατάσταση απώλειας των αισθήσεων, θα μπορούσε να ενσωματωθεί σε μια παράσταση. Αυτό το έκανε «σπάζοντας» την παράσταση σε δυο μέρη. Στο πρώτο πήρε ένα χάπι που χορηγείται σε κατατονικούς και στο δεύτερο ένα χάπι που χορηγείται σε επιθετικά και καταθλιπτικά άτομα. Το σώμα της αντέδρασε βίαια στο πρώτο χάπι και έπεσε σε πλήρη ακινησία με το δεύτερο.
Το ιστορικό, ταπεινωτικό και επικίνδυνο «Rythm 0»
Και αν όλα τα παραπάνω σας φαίνονται από υπερβολικά έως παράλογα είναι που δε γνωρίζεται τι έγινε στο «Rythm 0». Το 1974 η Αμπράμοβιτς μπαίνει στο Studio Morra στη Νάπολη. Τοποθετεί στο κέντρο της σκηνής ένας μεγάλο τραπέζι και πάνω σε αυτό αφήνει 72 αντικείμενα. Μπροστά από το τραπέζι υπάρχει μια επιγραφή που λέει πως οι επισκέπτες της έκθεσης μπορούν να τα χρησιμοποιήσουν όπως εκείνοι θέλουν πάνω στο κορμί της επί έξι ολόκληρες ώρες. «Οδηγίες: Υπάρχουν 72 αντικείμενα πάνω στο τραπέζι τα οποία κάποιος μπορεί να τα χρησιμοποιήσει επάνω μου όπως επιθυμεί. Εγώ είμαι το αντικείμενο. Κατά τη διάρκεια της περφόρμανς παίρνω την πλήρη ευθύνη».
Ποια ήταν αυτά τα αντικείμενα; Μεταξύ άλλων ένα σφυρί, ένα τσεκούρι, ένα πριόνι, ένα ψαλίδι, ένα μαχαίρι, ένα κουδούνι, ένα φτερό, ένα πιρούνι, ένας καθρέφτης, ένα άρωμα, ένα καπέλο, ένα τριαντάφυλλο, ένα αρνίσιο κόκαλο, ένα σάλι, ζάχαρη, μέλι, κραγιόν, καρφίτσες, βελόνες, μια εφημερίδα και μια φωτογραφική μηχανή Polaroid. Πάνω στο τραπέζι υπήρχε ακόμα ένα πιστόλι και δίπλα του μια σφαίρα!
«Ήθελα να δω μέχρι που μπορεί να φτάσει το κοινό αν ο καλλιτέχνης δεν κάνει τίποτα, δεν αντιδρά. Υπήρχαν αντικείμενα με τα οποία το κοινό μπορούσε να κάνει όμορφα πράγματα, υπήρχε όμως και το αντίθετο. Μπορούσαν ακόμα και να βάλουν τη σφαίρα στο όπλο και να με σκοτώσουν. Ήθελα όμως να πάρω αυτό το ρίσκο. Να δω πώς θα αντιδράσει το κοινό σε μια τέτοια περίσταση» είχε πει η ίδια, χρόνια αργότερα, σε μια συνέντευξή της.
Η ίδια στέκεται μερικά βήματα πιο πίσω, εντελώς ακίνητη και με το βλέμμα κολλημένο στο άπειρο. Όλα τα ρούχα της αφαιρέθηκαν από πάνω της με ξυραφάκια και ένας άνδρας την ανάγκασε να πιέσει ένα γεμάτο όπλο στο λαιμό της. Η αίθουσα σταδιακά γεμίζει και το πείραμα είναι έτοιμο να ξεκινήσει. Ως που μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος; Στην αρχή το κοινό της συμπεριφέρεται φιλικά και με ευγένεια. Της δίνει ρόλους, την αγκαλιάζει, τη φιλάει, τη χαϊδεύει, προσπαθεί να την κάνει να γελάσει. Τη βάζει να κάτσει ή να ξαπλώσει. Όσο περνάει η ώρα, ωστόσο, και με δεδομένο πως η Αμπράμοβιτς δεν αντιδρά σε οτιδήποτε και αν της κάνουν, τα πράγματα αρχίζουν και σοβαρεύουν. Το κοινό αντιδρούσε πιο επιθετικά. Αρχικά δοκιμάζουν πάνω της τα αγκάθια από το τριαντάφυλλο. Την τσιμπάνε με τις βελόνες και τις καρφίτσες.
Μετά η κατάσταση αγρίεψε. Της έσκισαν τα ρούχα. Τη χλεύασαν. Την παρενόχλησαν σεξουαλικά. Κάποιος της κάρφωσε το μαχαίρι κοντά στο καβάλο ενώ ένας άλλος τη χαράκωσε το λαιμό και ρούφηξε το αίμα της. Τα πράγματα έδειχναν να ξεφεύγουν από κάθε έλεγχο όταν κάποιος από το κοινό πήρε το όπλο, έβαλε μέσα τη σφαίρα και στη συνέχεια έβαλε την Αμπράμοβιτς να το κρατήσει και να το στρέψει στο λαιμό της. Κάποιος άλλος έσπευσε να πάρει το όπλο και να το ξαναβάλει στο τραπέζι.
Μετά από έξι ώρες η Αμπράμοβιτς άρχισε να κινείται και να περπατά ανάμεσα στον κόσμο.
«Τι τυχερή που είμαι που είμαι ζωντανή», είπε η ίδια η Μαρίνα Αμπράμοβιτς όταν το πείραμα τελείωσε και περπάτησε γυμνή και ταλαπωρημένη ανάμεσα στους ανθρώπους που πριν από μερικά λεπτά την βασάνιζαν και τώρα απέστρεφαν το βλέμμα τους από πάνω της. Κανείς δεν μπορούσε να δει αυτό που ο ίδιος λίγο νωρίτερα είχε δημιουργήσει. Το πείραμα, όμως, είχε πετύχει… Η Αμπράμοβιτς είχε αποδείξει (με κίνδυνο τη ζωή της) το πόσο μοχθηρή μπορεί να γίνει η ανθρώπινη φύση αν της δοθεί το ελεύθερο.
«Μετά από έξι ώρες έγινα και πάλι ο εαυτός μου, σταμάτησα να είμαι η μαριονέτα του κοινού. Δεν μπορούσαν να με κοιτάξουν στο πρόσωπο. Δεν ήθελαν καμία αλληλεπίδραση ή αντιπαράθεση μαζί μου. Δεν ήθελαν να θεωρηθούν υπόλογοι ή να κριθούν για αυτό που έκαναν. Φαινόταν σαν να ήθελαν να ξεχάσουν πώς τους άρεσε να με πληγώνουν» είχε πει η Αμπράμοβιτς και είχε συμπληρώσει: «Ήταν μια περφόρμανς που έσπρωξε το σώμα μου στα όρια του. Όταν γύρισα στο ξενοδοχείο διαπίστωσα ότι είχε ασπρίσει ένα μέρος από τα μαλλιά μου. Αυτό που έμαθα είναι ότι αν αφήσεις το κοινό να αποφασίσει μπορεί να σε σκοτώσει. Ένιωσα πραγματικά βιασμένη. Έκοψαν τα ρούχα μου, έβαλαν τα αγκάθια από το τριαντάφυλλο στο στομάχι μου, ένα άτομο με σημάδεψε με το όπλο στο κεφάλι και ένα άλλο του τράβηξε το χέρι. Δημιούργησε μια επιθετική ατμόσφαιρα».