Του Γιώργου Λιμαντζάκη *
Αυτές τις μέρες κλείνουν 53 χρόνια από την δεύτερη φάση της διεθνοποίησης του Κυπριακού, η οποία επήλθε ως αποτέλεσμα της αποχώρησης των Τουρκοκυπρίων από τη δημόσια υπηρεσία στις αρχές του 1964 και της αδυναμίας των μερών να συμφωνήσουν ως προς τη διάδοχο κατάσταση. Τα ελάσσονα πολιτικά προβλήματα που η Κυπριακή Δημοκρατία αντιμετώπιζε ήδη από την ίδρυσή της είχαν αρχίσει να εξελίσσονται σε λειτουργικά, καθώς Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι αδυνατούσαν να συμφωνήσουν ως προς το ζήτημα των κοινών ή χωριστών δήμων στα μεγάλα αστικά κέντρα της Κύπρου, την εξωτερική πολιτική που θα ακολουθούσε το νέο κράτος και ως προς τον τρόπο συγκρότησης του Κυπριακού Στρατού (μεικτές ή χωριστές μονάδες). Ενώπιον των πολλαπλών αδιεξόδων που είχαν οδηγήσει ακόμη και στην καταψήφιση φορολογικής νομοθεσίας, ο πρόεδρος της Κύπρου Μακάριος επεδίωξε την αναθέωρηση του Κυπριακού Συντάγματος του 1960, προτείνοντας την τροποίηση 13 άρθρων του.[1]
Σε αντίθεση με τις προσδοκίες της ηγεσίας, η υποβολή του σχετικού υπομνήματος στον Τουρκοκύπριο αντιπρόεδρο Φαζίλ Κιουτσούκ (Fazıl Küçük) στις 30 Νοεμβρίου 1963 δεν διευκόλυνε την αναζήτηση συναινετικής λύσης, αλλά αντιθέτως, έγινε αντιληπτή ως επιθετική ενέργεια των Ελληνοκυπρίων που αποσκοπούσε στην απόλυτη επικράτησή τους στους κρατικούς θεσμούς. Στο πλαίσιο αυτό, η Άγκυρα έσπευσε να απορρίψει την πρωτοβουλία πριν ακόμη απαντήσει η τουρκοκυπριακή ηγεσία, επηρρεάζοντας καταλυτικά τις μετέπειτα εξελίξεις στο εσωτερικό του νησιού. Η αυξανόμενη ένταση στις διακοινοτικές σύντομα κλιμακώθηκε, όταν ένας αστυνομικός έλεγχος στη Λευκωσία οδήγησε στη δολοφονία δύο Τουρκοκυπρίων και αντίποινα οπλισμένων Τουρκοκυπρίων στο κέντρο της πόλης την επόμενη μέρα, 21 Δεκεμβρίου 1963. Η κρίση κλιμακώθηκε ραγδαία, καθώς οι συγκρούσεις σύντομα επεκτάθηκαν και στην ύπαιθρο.
Τα στρατιωτικά γεγονότα των επόμενων εβδομάδων δημιούργησαν μια έκρυθμη κατάσταση, στον απόηχο της οποίας η επιστροφή στην πρότερη κατάσταση (status quo ante) φάνταζε πλέον αδύνατη. Το Κυπριακό και τα εξαρτώμενα από αυτό προβλήματα στις διμερείς και πολυμερείς σχέσεις Ελλάδας και Τουρκίας επανερχόταν στην επικαιρότητα, θέτοντας νέα ερωτήματα: ήταν άραγε η αναδιοργάνωση της Κυπριακής Δημοκρατίας εσωτερική υπόθεση των δύο κοινοτήτων του νησιού, ή (και) των «εγγυητριών δυνάμεων» (Ελλάδας, Τουρκίας και Ηνωμένου Βασιλείου); Ή μήπως ήταν πλέον δικαιοδοσία του ΟΗΕ; Η κυπριακή κυβέρνηση θεωρούσε πως από τη στιγμή που η Κύπρος είχε καταστεί ανεξάρτητο κράτος -δυνάμει των Συνθηκών του 1959- η ανάμιξη τρίτων έπρεπε να εκλαμβάνεται ως ξένη επέμβαση, η οποία παρείχε το δικαίωμα στο θιγόμενο μέρος να προσφύγει στον ΟΗΕ. Στο πλαίσιο αυτό, και ενώπιον της παράτασης των συγκρούσεων και των συνεχών απειλών της Τουρκίας ότι θα επενέβαινε στρατιωτικά, η κυπριακή κυβέρνηση απευθύνθηκε τον Φεβρουάριο του 1964 στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, ζητώντας του να επαναβεβαιώσει την ανεξαρτησία και ακεραιότητα της Κύπρου.
Το Ψήφισμα 186 και τα αποτελέσματά του
Το Συμβούλιο Ασφαλείας αντέδρασε εκδίδοντας το Ψήφισμα 186 στις 4 Μαρτίου 1964. Με το ψήφισμα αυτό δεν έλυνε όλα τα εκκρεμή ζητήματα, αλλά έδινε επαρκείς απαντήσεις στα σημαντικότερα από αυτά. Στην 1η του παράγραφο, το ψήφισμα καλούσε όλα τα μέλη να «απέχουν από οποιαδήποτε απειλή ή χρήση βίας ενάντια στην εδαφική ακεραιότητα και πολιτική ανεξαρτησία της κυρίαρχης Κυπριακής Δημοκρατίας». Ακολούθως, έδινε σαφή απάντηση ως προς το ζήτημα νομιμότητας της κυπριακής κυβέρνησης που έθετε η τουρκική πλευρά, ορίζοντας στην παράγραφο 2 ότι «η κυπριακή κυβέρνηση έχει ευθύνη για τη διατήρηση και αποκατάσταση του νόμου και της τάξης [από την οποία και ζητούσε] να λάβει όλα τα αναγκαία επιπρόσθετα μέτρα για τον τερματισμό της βίας». Με τον τρόπο αυτό, το Συμβούλιο Ασφαλείας αναγνώριζε την αμιγή ελληνοκυπριακή κυβέρνηση ως τη μόνη νόμιμη κυβέρνηση της Κύπρου, και αυτό παρά το γεγονός ότι οι Τουρκοκύπριοι είχαν πλέον αποχωρήσει από τις θέσεις τους στη διοίκηση και το ευρύτερο δημόσιο.[2]
Μια άλλη σημαντική πρόνοια του ψηφίσματος ήταν αυτή της παραγράφου 3, όπου αναφερόταν ότι η κατάσταση στο νησί αποτελούσε «απειλή για τη διεθνή ειρήνη και ασφάλεια». Προκειμένου αυτή να ανασχεθεί, η παράγραφος 4 προέβλεπε την συγκρότηση και αποστολή ειρηνευτικής δύναμης στο νησί, σύμφωνα με σχετικό αίτημα της βρετανικής πλευράς. Σύμφωνα με τη σχετική διατύπωση, «η σύνθεση και το μέγεθος της δύναμης θα προσδιοριστούν από το Γενικό Γραμματέα, σε συνεννόηση με τις κυβερνήσεις της Κύπρου, της Ελλάδας, της Τουρκίας και του Ηνωμένου Βασιλείου [ενώ] Ο διοικητής της δύναμης θα διοριστεί από το Γενικό Γραμματέα και θα αναφέρεται σε αυτόν».[3] Με βάση την παράγραφο 6, η αποστολή της δύναμης θα κάλυπτε «χρονικό διάστημα τριών μηνών», ενώ τα έξοδα θα καλύπτονταν «από τα κράτη που θα προσφέρουν δυνάμεις και από την κυβέρνηση της Κύπρου».
Παράλληλα, το Συμβούλιο Ασφαλείας επίσης ανταποκρίθηκε στο αίτημα της κυπριακής πλευράς για μεσολάβηση, και όρισε στην παράγραφο 7 του ψηφίσματος ότι «ο Γενικός Γραμματέας θα διορίσει μεσολαβητή, ο οποίος θα προσπαθήσει […] να προωθήσει μια ειρηνική και συμφωνημένη λύση του προβλήματος που αντιμετωπίζει η Κύπρος, σύμφωνα με το Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών […] Ο μεσολαβητής θα αναφέρεται περιοδικά για τις προσπάθειές του στο Γενικό Γραμματέα».[4] Σε αντίθεση με ότι συνέβη σε άλλες ειρηνευτικές αποστολές, όπως η UNEF (1956) και η ONUC (1960), ο διορισμός του μεσολαβητή περιλαμβανόταν στο ίδιο ψήφισμα με το οποίο συγκροτούνταν η ειρηνευτική δύναμη, καθιστώντας εξ ορισμού το μεσολαβητή το διεθνές πολιτικό όργανο που αποσκοπούσε στην μεταβολή και αναμόρφωση του δικοινοτικού χαρακτήρα της Κυπριακής Δημοκρατίας. O Γενικός Γραμματέας επέλεξε για την θέση αυτή τον Φινλανδό Σακάρι Τουομιόγια (Sakari Tuomioja), ενώ στις 6 Μαρτίου κοινοποίησε το διορισμό του στρατηγού Τριμ Γκιάνι (Trim Gyani) ως διοικητή της υπό σχηματισμό ειρηνευτικής δύναμης. Επρόκειτο για μια σημαντική αλλαγή, καθώς με τον τρόπο αυτό το Συμβούλιο Ασφαλείας έδειχνε -έστω και έμμεσα- ότι αναγνώριζε τη δυσκολία εφαρμογής των Συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου (1959) και ότι υπήρχε η ανάγκη να αναληφθεί πρωτοβουλία για μια νέα διευθέτηση του Κυπριακού.
Το Ψήφισμα 186 δυσαρέστησε ιδιαίτερα την Τουρκία, καθώς αποδυνάμωσε περαιτέρω τη διπλωματική και στρατιωτική θέση της στο νησί και αναγνώρισε ως κατεξοχήν αρμόδια την κυπριακή κυβέρνηση που η ίδια επεδίωκε να αποδομήσει και καταλύσει. Στο πλαίσιο αυτό, η Άγκυρα αντέδρασε έμπρακτα στις πρόνοιές του, επιχειρώντας να επεκτείνει τον στρατιωτικό της έλεγχο προς την περιοχή της Κερύνειας και το χωριό Τέμπλος, στη βόρεια πλευρά του Πενταδάκτυλου. Σκοπός των επιχειρήσεων αυτών ήταν η διασφάλιση «εξόδου» του μεγαλύτερου τουρκοκυπριακού θύλακα προς τη θάλασσα, προοπτική που θα διευκόλυνε σημαντικά την επικοινωνία των Τουρκοκυπρίων με την Τουρκία και κατ’ επέκταση τη στρατιωτική τους ενίσχυση.[5] Παράλληλα, η τουρκική και η κυπριακή κυβέρνηση συνέχισαν να ανταλλάζουν οργισμένες διακοινώσεις όπου κατηγορούσαν η μία την άλλη για την κατάσταση στο νησί, με αποτέλεσμα το Συμβούλιο Ασφαλείας να εκδώσει νέο ψήφισμα στις 14 Μαρτίου 1964, με το οποίο επιβεβαίωνε το προηγούμενο και καλούσε εκ νέου τα κράτη -προφανώς μεταξύ αυτών και την Τουρκία- να απέχουν από οποιαδήποτε πράξη ή απειλή βίας κατά της Κύπρου.
Η συγκρότηση και χρηματοδότηση της UNFICYP
Σε εφαρμογή του Ψηφίσματος 186, αρκετά κράτη-μέλη των Ηνωμένων Εθνών πρόσφεραν κατά το επόμενο διάστημα στρατιωτικές μονάδες που θα συμμετείχαν στην ειρηνευτική δύναμη του οργανισμού στην Κύπρο.[6] Ως αποτέλεσμα της σχετικής κινητικότητας, η «Δύναμη των Ηνωμένων Εθνών στην Κύπρο» (United Nations Force in Cyprus, UNFICYP) άρχισε να συγκροτείται και τα πρώτα τμήματά της έφτασαν από τον Καναδά στην Κύπρο στις 13 Μαρτίου. Η σύνθεση της δύναμης ενισχύθηκε κατά τις αμέσως επόμενες βδομάδες, και στις 30 Απριλίου η δύναμη αριθμούσε ήδη 6.369 άνδρες από την Αυστραλία, την Ιρλανδία, τον Καναδά, τη Σουηδία, τη Φινλανδία και το Ηνωμένο Βασίλειο, ενώ συγκροτήθηκαν επικουρικές αστυνομικές μονάδες από την Αυστραλία, την Αυστρία, τη Δανία, τη Νέα Ζηλανδία και τη Σουηδία.[7] Έγινε προσπάθεια από μέρους του οργανισμού τα στρατεύματα να προέρχονται από ευρωπαϊκά κράτη που δεν ανήκαν στο ΝΑΤΟ και θεωρούνταν ουδέτερα, ώστε να αποφευχθεί ακόμη και η έμμεση ανάμιξη της συμμαχίας και να είναι ευχερέστερη η συνεργασία με την κυπριακή κυβέρνηση. Η πολιτική αυτή ευνόησε τη σταδιακή διαμόρφωση μιας γενικότερης πρακτικής, σύμφωνα με την οποία το στρατιωτικό προσωπικό που συμμετείχε σε ειρηνευτικές επιχειρήσεις μέχρι το τέλος του Ψυχρού Πολέμου δεν προερχόταν από κράτη-μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας ή άμεσα εμπλεκόμενα κράτη, ώστε να διασφαλιστεί η ουδετερότητα των ειρηνευτικών δυνάμεων.[8]
Στην περίπτωση της Κύπρου υπήρξε βέβαια μια σημαντική εξαίρεση από τον γενικό αυτό κανόνα, καθώς η Βρετανία συμμετείχε εξ αρχής και σε μεγάλο βαθμό στην οργάνωση και ενίσχυση της UNFICYP. Ο κυριότερος λόγος για αυτό ήταν ότι είχε κάθε λόγο να επιθυμεί την σταθεροποίηση της κατάστασης, καθώς η κλιμάκωση ή επέκταση των συγκρούσεων στο νησί μπορούσε όχι μόνο να θέσει σε κίνδυνο της ασφάλεια των εκεί στρατιωτικών της εγκαταστάσεων (κυρίως τις βάσεις Ακρωτηρίου και Δεκέλειας), αλλά και να εμπλέξει άμεσα κατά τρόπο αθέμιτο κάποια άλλη δύναμη, όπως τη Σοβιετική Ένωση. Εκτιμήσεις αυτού του είδους φαίνεται να επηρρέασαν σημαντικά την πολιτική του Λονδίνου στο Κυπριακό, με αποτέλεσμα οι βρετανικές δυνάμεις να αναλάβουν εξ αρχής ένα σημαντικό ρόλο στον περιορισμό των συγκρούσεων, ήδη από την εκδήλωση των πρώτων ταραχών στα τέλη του 1963.
Όσον αφορά τη χρηματοδότηση των ειρηνευτικών επιχειρήσεων, σύμφωνα με γνωμοδότηση του Διεθνούς Δικαστηρίου στην υπόθεση Ορισμένων Δαπανών των ΗΕ, οι δαπάνες των ειρηνευτικών επιχειρήσεων είναι δαπάνες του οργανισμού, σύμφωνα με το Άρθρο 17 (παράγραφος 2) του Χάρτη. Κατά συνέπεια, όλα τα μέλη είναι υποχρεωμένα να συνεισφέρουν στη χρηματοδότηση των ειρηνευτικών επιχειρήσεων.[9]
Η διοίκηση της δύναμης δήλωσε έτοιμη να αναλάβει πλήρη επιχειρησιακή δράση στις 27 Μαρτίου, ενώ παρέλαβε από τους Βρετανούς την ίδια μέρα τον έλεγχο όλων των παρατηρητηρίων κατά μήκος και πέριξ των ζωνών κατάπαυσης του πυρός στην περιοχή της Λευκωσίας (κατά μήκος της λεγόμενης «Πράσινης Γραμμής»). Το ίδιο διάστημα έφτασε και ο μεσολαβητής των ΗΕ στην Κύπρο, με σκοπό να βοηθήσει «στην επίτευξη του τερματισμού των συγκρούσεων και στην επίλυση του ζητήματος βάσει του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών».[10] Η άφιξη του μεσολαβητή αναπτέρωσε τις ελπίδες για μια ειρηνική διευθέτηση, καθώς η ανάπτυξη της διεθνούς δύναμης στο νησί είχε περιέργως καταφέρει το αντίθετο. Πολλοί εκτιμούσαν ότι η διεθνής παρουσία θα «πάγωνε» την υφιστάμενη στρατιωτική κατάσταση, κατά συνέπεια έπρεπε να βελτιώσουν και ενισχύσουν άμεσα τις θέσεις τους πριν αναλάβει καθήκοντα η ειρηνευτική δύναμη. Στο πλαίσιο αυτό και παρά τη συνεχή ενίσχυσή της UNFICYP σε ανθρώπινο και υλικό δυναμικό, η κατάσταση συνέχισε να είναι έκρυθμη στην ύπαιθρο μέχρι τις 14 Ιουνίου. Από τα τέλη Μαΐου φαινόταν ότι η κατάσταση σταδιακά θα σταθεροποιούνταν, αλλά η κυπριακή κυβέρνηση αποφάσισε να συνεχίσει τις επιχειρήσεις, ώστε να θέσει υπό τον έλεγχό της τους περισσότερους απομονωμένους θύλακες μέχρι την ανάληψη των καθηκόντων της ειρηνευτικής δύναμης στο σύνολο του νησιού.[11]
Η δράση της UNFICYP μετά το καλοκαίρι του 1964
Το ακόλουθο διάστημα η ειρηνευτική δύναμη επιχείρησε να προσαρμοστεί καλύτερα στις ανάγκες της σύγκρουσης, κατανέμοντας τα τμήματά της με βάση την πυκνότητα των συγκρούσεων και τα διοικητικά όρια των επαρχιών, ώστε να είναι ευχερέστερη η συνεργασία με τις τοπικές αρχές (τόσο τις κυπριακές, όσο και με την τουρκοκυπριακή ηγεσία). Στην περιοχή της Λευκωσίας έδρευαν τα τμήματα του Καναδά και της Φινλανδίας, ενώ ένα τμήμα μεικτής σύνθεσης έδρευε στη Λεύκα και άλλο ένα στην Κερύνεια. Δύο ακόμη αντίστοιχης σύνθεσης κάλυπταν από κοινού τις Επαρχίες Λάρνακας, Λεμεσού και Πάφου.
Παρά τα όσα είχαν προηγηθεί στις αρχές του έτους, η ελληνοκυπριακή ηγεσία σύντομα έτεινε «χείρα φιλίας» στους Τουρκοκύπριους. Ως απάντηση στις προτάσεις της UNFICYP για απομάκρυνση φυλακίων και οδοφραγμάτων και την άρση των οικονομικών κυρώσεων, ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος ενημέρωσε στις 21 Απριλίου 1965 τον ειδικό απεσταλμένο του ΟΗΕ και το διοικητή της δύναμης ότι η κυβέρνηση προετοίμαζε μέτρα που θα διευκόλυναν την εξομάλυνση της κατάστασης στη Λάρνακα, τη Λεμεσό και το Κτήμα Πάφου. Μόλις την επομένη, ο πρόεδρος της Κύπρου κάλεσε σε ραδιοφωνική ομιλία του τους Τουρκοκύπριους να επανέλθουν στα σπίτια τους και τις δουλειές τους, προσφέροντας γενική αμνηστία σε όλους τους πολίτες για όλες τις πράξεις από τις αρχές Δεκεμβρίου του 1963, υποσχόμενος την καταστροφή όλων των οχυρώσεων και των δυο πλευρών εντός και γύρω από οικισμούς. Παρότι οι προτάσεις αυτές υποστηρίχθηκαν από τον διοικητή της UNFICYP στρατηγό Γκιάνι, η τουρκοκυπριακή ηγεσία απέρριψε τα μέτρα για εξομάλυνση, επειδή θα περιορίζονταν στο νότιο τμήμα του νησιού και δεν περιλάμβαναν την άρση του οικονομικού αποκλεισμού.
Κατά συνέπεια, το Κυπριακό εξακολούθησε να απασχολεί το Συμβούλιο Ασφαλείας ακόμη και μετά την εγκατάσταση της ειρηνευτικής δύναμης. Αρχικά κάθε τρεις μήνες και αργότερα κάθε έξι, το Συμβούλιο συνεδρίαζε για να συζητήσει το Κυπριακό πρόβλημα και τις σχετικές εξελίξεις, αλλά και για να ανανεώσει την εντολή της UNFICYP.[12] Εκτός από τις περιπτώσεις αυτές, το Συμβούλιο συνήλθε και εκτάκτως ορισμένες φορές, όπως τον Αύγουστο του 1964, όταν η τουρκική αεροπορία βομβάρδισε την Τυλληρία και επιχείρησε απόβαση στρατευμάτων στα Κόκκινα (Erenköy), ένα μικρό θύλακα στα βορειοδυτικά του νησιού. Η κυπριακή κυβέρνηση προσέφυγε τότε στο Συμβούλιο Ασφαλείας, το οποίο συνήλθε εκτάκτως στις 9 Αυγούστου και υιοθέτησε ψήφισμα με το οποίο καταδίκαζε τη χρήση βίας και έκανε έκκληση για κατάπαυση του πυρός. Παρά ταύτα, οι τουρκικές επιχειρήσεις συνεχίστηκαν, οδηγώντας το Συμβούλιο να συνέλθει και πάλι στις 11 Αυγούστου, ζητώντας με νέο ψήφισμα να πάψουν όλες οι εχθροπραξίες και να σταματήσουν οι πτήσεις που γίνονταν πάνω από το έδαφος της Κύπρου, κατά παράβαση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της. Με την απόφαση αυτή το Συμβούλιο Ασφαλείας παρέμβαινε για πρώτη φορά στα καθήκοντα του Γενικού Γραμματέα -ο οποίος είχε την πλήρη και αποκλειστική ευθύνη για τη δημιουργία, το συντονισμό και τη δράση της δύναμης- ζητώντας απευθείας από τον διοικητή της ειρηνευτικής δύναμης «να επιβλέψει την κατάπαυση του πυρός και να ενισχύσει τις μονάδες της UNFICYP στις ζώνες όπου διεξάγονταν πολεμικές επιχειρήσεις».[13]
Απολογισμός της πολιτικής του ΟΗΕ αναφορικά με την Κύπρο
Η συγκρότηση και δράση της ειρηνευτικής δύναμης χαιρετίστηκε με ικανοποίηση από την κυπριακή ηγεσία, καθώς θεωρήθηκε έμπρακτη στήριξη της διεθνούς κοινότητας προς τη Λευκωσία και υπολογίσιμη ασφάλεια απέναντι σε έναν ευμεγέθη και επιθετικό γείτονα που διαρκώς απειλούσε μια μικρή χώρα με περιορισμένες αμυντικές δυνατότητες. Υπό την έννοια αυτή, η συγκρότηση και εγκατάσταση της ειρηνευτικής δύναμης στην Κύπρο έγινε αντιληπτή ως διπλωματική επιτυχία της «μικρής» και αδύναμης δημογραφικά Κύπρου έναντι μιας «μεγάλης» πολιτικά και στρατιωτικά Τουρκίας που την εποφθαλμιούσε. Κατά το ίδιο σκεπτικό, το Ψήφισμα 186 αποτελούσε επιτυχία και από τη σκοπιά της προώθησης των εθνικών συμφερόντων, καθώς αναγνώριζε την υφιστάμενη κατάσταση και την αμιγή ελληνοκυπριακή κυβέρνηση ως νόμιμη, διασφαλίζοντας την ανεξαρτησία και ασφάλεια της Κύπρου σε εμφανή αντίθεση με τα σχέδια σημαντικών διεθνών παραγόντων της εποχής.[14]
Από την άλλη πλευρά, η εγκατάσταση και δράση της ειρηνευτικής δύναμης στην Κύπρο παγίωσε τον φυσικό διαχωρισμό των δύο κοινοτήτων, καθώς ευνόησε την παράταση της υφιστάμενης κατάστασης και έκανε ελάχιστα για να διευκολύνει τη συμφιλίωση και την επιστροφή όσων είχαν μετακινηθεί στις αρχικές εστίες τους. Κατά συνέπεια, η νέα στρατιωτική και πολιτική κατάσταση -η οποία ήταν ιδιαίτερα δυσχερής για τους Τουρκοκύπριους- άρχισε να γίνεται αντιληπτή ως μόνιμη από μεγάλο μέρος του πληθυσμού, ενισχύοντας τη θέση και τα ερείσματα των ακραίων στοιχείων στο εσωτερικό των δύο κοινοτήτων, τα οποία επέμεναν στη μη συνεργασία και στην αυτοτελή λειτουργία των κοινοτικών θεσμών τους, είτε εντός είτε εκτός του επίσημου κράτους. Υπό την έννοια αυτή οι εξελίξεις ευνόησαν τη δημιουργία ενός φαύλου κύκλου (vicious circle), καθώς η παγίωση της υφιστάμενης κατάστασης οδηγούσε σε παράταση της πολιτικής εκκρεμότητας, και η παράταση της εκκρεμότητας οδηγούσε σε ανάγκη ανανέωσης της εντολής της ειρηνευτικής δύναμης, ώστε να παραμείνει στο νησί.[15] Ένα από τα άμεσα αποτελέσματα της πολιτικής αυτής ήταν η ενίσχυση και καλύτερη οργάνωση των τουρκοκυπριακών θυλάκων σε βάθος χρόνου, αλλά και η διαμόρφωση μιας νέας de facto πραγματικότητας, στο πλαίσιο της οποίας οι δύο κοινότητες ζούσαν μεν ειρηνικά, αλλά χωριστά. Ως απόρροια της νέας αυτής κατάστασης, το ποσοστό των Τουρκοκυπρίων που υποστήριζαν την ομοσπονδία ή τη διχοτόμηση ως τελική λύση αυξήθηκε μέσα στα επόμενα χρόνια, χωρίς οι Ελληνοκύπριοι να μπορούν -ή να θέλουν- να τους πείσουν για το αντίθετο.
Απογοητευμένοι από τις εξελίξεις αυτές ήταν όμως και τα Ηνωμένα Έθνη και η διοίκηση της UNFICYP, καθώς δεν είχαν προβλέψει μια τέτοια εξέλιξη. Ο πλήρης διαχωρισμός των κοινοτήτων και η στρατιωτική και πολιτική παγίωση της νέας κατάστασης δεν ήταν ο σκοπός της παρέμβασης των Ηνωμένων Εθνών και της παρουσίας της ειρηνευτικής δύναμης στο νησί, αλλά χωρίς τη συναίνεση ή και πρωτοβουλία των άμεσα ενδιαφερόμενων δεν μπορούσαν να κάνουν και αλλιώς. Κατά συνέπεια, τα Ηνωμένα Έθνη και η ειρηνευτική δύναμη είχαν «εγκλωβιστεί» στην Κύπρο χωρίς να μπορούν να συμβάλουν αποτελεσματικά στην αντιμετώπιση των προβλημάτων ασφαλείας του νησιού (βλέπε άλλωστε την απραξία της UNFICYP κατά τη διάρκεια της τουρκικής εισβολής του 1974), ενώ και στο πεδίο της διαμεσολάβησης μεταξύ των δύο κοινοτήτων δεν τα πήγαν πολύ καλύτερα. Η χρηματοδότηση της UNFICYP άρχισε σύντομα να γίνεται προβληματική, αλλά η ειρηνευτική δύναμη δεν μπορούσε να φύγει από την Κύπρο χωρίς να υπάρχει λύση στο πολιτικό πρόβλημα. Η αποχώρησή της θα ευνοούσε πιθανότατα τη συνέχιση των συγκρούσεων, με ενδεχόμενη μια κλιμάκωση σε ελληνοτουρκικό πόλεμο, εκτός αν μεσολαβούσαν οι Ηνωμένες Πολιτείες ή συνδυασμός κρατών της δυτικής συμμαχίας. Προκειμένου να αποφευχθεί ένα τέτοιο σενάριο, τα Ηνωμένα Έθνη κατέβαλαν προσπάθειες να συνεχιστούν και ενισχυθούν οι διαπραγματεύσεις κατά τα επόμενα χρόνια (διμερείς, πολυμερείς ή διακοινοτικές), ενθαρρύνοντας την προσφορά ανταλλαγμάτων ακόμη και από τρίτα μέρη, όπως η «προσφορά» της βάσης Δεκέλειας από τη Βρετανία το 1965.
Όσον αφορά την αποστολή της ειρηνευτικής δύναμης, η UNFICYP ανήκει σε μια ιδιάζουσα κατηγορία επιχειρήσεων, καθώς μαζί με την ONUC (Ειρηνευτική Δύναμη του ΟΗΕ στο Κογκό, 1960) αποτελούν τις μόνες ειρηνευτικές επιχειρήσεις «πρώτης γενιάς» που δεν δημιουργήθηκαν για την αντιμετώπιση διακρατικών συρράξεων.[16] Η UNFICYP είναι μάλιστα η μόνη ειρηνευτική δύναμη της ψυχροπολεμικής περιόδου που βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη. Συμπερασματικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι το έργο της ειρηνευτικής δύναμης και τα αποτελέσματα της μεσολάβησης του διεθνούς οργανισμού υπήρξαν αμφίσημα: η UNFICYP μπορεί να πέτυχε να διατηρήσει την «τάξη» που διαμόρφωσαν de facto οι συγκρούσεις του εξαμήνου Δεκέμβριος 1963 -Ιούνιος 1964 (peace keeping), αλλά απέφυγε να αναλάβει σοβαρά καθήκοντα στο πεδίο της ειρήνευσης (peace making) των κοινοτήτων, αποτυγχάνοντας έτσι να συμβάλει ουσιαστικά στην επίτευξη μιας τελικής και βιώσιμης λύσης του Κυπριακού, όσο αυτό ήταν πρακτικά δυνατό χωρίς έξωθεν παρεμβάσεις.[17] Δυστυχώς για την Κύπρο και τους χρηματοδότες της UNFICYP, η ειρηνευτική δύναμη αποδείχθηκε ανίκανη να παράσχει τα εχέγγυα και το κατάλληλο περιβάλλον για μια πολιτική διευθέτηση που θα διευκόλυνε την απομάκρυνσή της.
Η αδυναμία αυτή της ειρηνευτικής δύναμης αναδεικνύει παράλληλα την αδυναμία του διεθνούς οργανισμού να προσφέρει ουσιαστικά στην αποκατάσταση της ειρήνης και της ασφάλειας, παρά την παρουσία των θεσμών του στην Κύπρο εδώ και πάνω από μισό αιώνα. Κατά συνέπεια, η Κύπρος υπήρξε και παραμένει θύμα όχι μόνο της επιθετικότητας και αδιαλλαξίας της Άγκυρας, αλλά και της ανεπάρκειας των Ηνωμένων Εθνών -και κατ’ επέκταση της διεθνούς κοινότητας- να διασφαλίσει ένα ασφαλές διεθνές περιβάλλον όπου η πολιτική ανεξαρτησία και εδαφική ακεραιότητα των μελών της θα είναι απόλυτα σεβαστή.
Βιβλιογραφία
- Αντωνόπουλος Κ., «Οι Ειρηνευτικές Επιχειρήσεις του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών» στο Χ. Δίπλα, Ε. Δούση (επιμ.), Εξήντα χρόνια από την ίδρυση των Ηνωμένων Εθνών, Ειρήνη, Ανθρώπινα Δικαιώματα, Βιώσιμη Ανάπτυξη και Θεσμική Μεταρρύθμιση, I. Σιδέρης, 2007.
- Δεκλερής Μιχάλης, Κυπριακό: Η τελευταία ευκαιρία, 1972-1974, Σιδέρης, 2003.
- Δρουσιώτης Μακάριος, Η πρώτη διχοτόμηση: Κύπρος 1963-1964, Αλφάδι, Λευκωσία 2005.
- Κουφουδάκης Βαγγέλης, Κυπριακό-Ελληνοτουρκικές Σχέσεις 1960-1986 στο συλλογικό Οι Ελληνοτουρκικές Σχέσεις 1923-1987, επιμ. Θ. Βερέμη, ΕΛΙΑΜΕΠ/ Γνώση, 1991.
- Κρανιδιώτης Ν. Γιάννος, Το Κυπριακό Πρόβλημα: η ανάμιξη του ΟΗΕ και οι ξένες επεμβάσεις στην Κύπρο, 1960-1974. Διατριβή, Εκδόσεις Θεμέλιο, 1984.
- Λάζου Ευάγγελος, Κύπρος 1963-1964, οι Ενδοκοινοτικές Συγκρούσεις στο περιοδικό Άμυνα και Διπλωματία, Νοέμβριος 2007.
- Λάμπρου Κ. Γιάννης, Ιστορία του Κυπριακού: Τα χρόνια μετά την ανεξαρτησία, 1960-2004, Λευκωσία 2004.
- Λιάκουρας Πέτρος, Το Κυπριακό: Από τη Ζυρίχη στη Λουκέρνη, Ι. Σιδέρη, 2007.
- Οζκιούρ Α. Όζντεμιρ, Η Κύπρος στη ζωή μου, μετάφραση (από τα αγγλικά) Γ. Λάμψα, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2000.
- Παπαδόπουλος Λεωνίδας, Το Κυπριακό Ζήτημα, Κείμενα 1959-1974, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1999.
- Ριζάς Σ., Ένωση Διχοτόμηση Ανεξαρτησία, 1963-1967, Βιβλιόραμα, 2000.
- Χριστοδουλίδης Θ., Μπουραντώνης Δ. (επιμ.), Ο ΟΗΕ στο κατώφλι της μεταψυχροπολεμικής εποχής, Ι. Σιδέρης, 1998.
[1] Οι προτάσεις του Μακαρίου είχαν δεδηλωμένο σκοπό την κατάργηση των διαχωριστικών γραμμών της Ζυρίχης και την «ανεμπόδιστη και υγιή συνεργασία των κοινοτήτων» (αν και αμφίσημη έννοια), προκειμένου να εξασφαλισθεί η ομαλή λειτουργία του νεοσύστατου κράτους. Στην πορεία, βέβαια, ήταν εμφανές ότι θα χρειαζόταν να αλλοιωθούν ή και να καταργηθούν κάποια από τα προνόμια που είχε εξασφαλίσει η Τουρκία για τους Τουρκοκύπριους στη Ζυρίχη, γεγονός που προκάλεσε μια -μάλλον αναμενόμενη- αντίδραση της πλευράς αυτής.
[2] Το Ψήφισμα 186/1964 «επιβεβαίωσε τη διεθνή νομική υπόσταση της κυπριακής κυβέρνησης (παρότι η καταστατική της σύνθεση και οι αρμοδιότητές της δεν ανταποκρίνονταν πλέον στις συνταγματικές ρυθμίσεις) και διακήρυξε την νομιμότητά της, καλώντας την να λάβει όλα τα αναγκαία συμπληρωματικά μέτρα για τον τερματισμό της βίας και της αιματοχυσίας στην Κύπρο», ενώ παράλληλα ζητήθηκε η συναίνεσή της για την αποστολή της ειρηνευτικής δύναμης στο νησί, μετά το διορισμό ειδικού μεσολαβητή με εντολή του Γενικού Γραμματέα Ου Θαντ και τη σύμφωνη γνώμη της κυπριακής κυβέρνησης. Λ. Παπαδόπουλος, Το Κυπριακό Ζήτημα, Κείμενα 1959-1974, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1999, σελ. 17.
[3] Ο Γενικός Γραμματέας επίσης αναλάμβανε να ενημερώνει πλήρως τις κυβερνήσεις που θα συμμετέχουν στη δημιουργία της δύναμης, καθώς και να αναφέρεται περιοδικά στο Συμβούλιο Ασφαλείας σχετικά με τη λειτουργία της δύναμης. Γ. Κρανιδιώτης, Το Κυπριακό Πρόβλημα: η ανάμιξη του ΟΗΕ και οι ξένες επεμβάσεις στην Κύπρο, 1960-1974, Εκδόσεις Θεμέλιο, 1984, σελ. 84-85.
[4] Όπως παραπάνω, σελ. 85.
[5] Παράλληλα, μονάδες της ΤΟΥΡΔΥΚ (Τουρκική Δύναμη Κύπρου, το αντίστοιχο της ΕΛΔΥΚ) επιχείρησαν να αποκλείσουν τη διάβαση Μπογαζίου στο ύψος της Αγύρτας (Ağırdağ), αποκρούστηκαν όμως από ελληνοκυπριακά σώματα, τα οποία αντεπιτέθηκαν στις 25 Απριλίου. Σοβαρές συγκρούσεις έλαβαν επίσης χώρα στις 5 και 6 Μαρτίου στο μεικτό χωριό της Επαρχίας Λάρνακας Άγιος Θεόδωρος (Boğaziçi), με δεκάδες θύματα και από τις δυο πλευρές. Ε. Λάζου, «Κύπρος 1963-1964, οι Ενδοκοινοτικές Συγκρούσεις», Άμυνα και Διπλωματία, Νοέμβριος 2007, σελ. 108.
[6] Στην περίπτωση των ειρηνευτικών επιχειρήσεων «πρώτης γενιάς», όπως η UNFICYP, οι άνδρες που τις επανδρώνουν φέρουν συνήθως ελαφρύ οπλισμό και ο αριθμός τους είναι σχετικά περιορισμένος, ένδειξη της τάσης η παρουσία του οργανισμού να καθίσταται μάλλον συμβολική κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου.
[7] Η δύναμη αρχικά αποτελείτο κυρίως από τα καναδικά και βρετανικά αποσπάσματα (η ένταξη των βρετανικών τμημάτων στην ειρηνευτική δύναμη έγινε κατόπιν διαπραγματεύσεων με τη βρετανική κυβέρνηση), ενώ ακολούθησαν τον Απρίλιο αποσπάσματα από τη Σουηδία, την Ιρλανδία και τη Φινλανδία. Ένα τμήμα 1.000 ανδρών από τη Δανία και ένα νοσοκομείο εκστρατείας από την Αυστρία ακολούθησαν το Μάιο, μαζί με σουηδικές εφεδρείες που μεταφέρθηκαν από την ONUC στο Κογκό.
[8] Πράγματι, από τις χώρες που μετείχαν στη δύναμη μόνο η Βρετανία και ο Καναδάς ήταν μέλη της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας. Αυτό οφείλεται στην ιδιόρρυθμη πρακτική που καθιερώθηκε στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, κατά την οποία απαιτείται η συναίνεση του κράτους αναφορικά και με τη σύνθεση της ειρηνευτικής δύναμης. Η συγκρότηση της δύναμης ολοκληρώθηκε στις 8 Ιουνίου, με το δυναμικό της να φτάνει σε πλήρη ανάπτυξη τους 6.411 αξιωματικούς και στρατιώτες.
[9] Οι πόροι αυτοί δε διατίθενται από τον τακτικό προϋπολογισμό του οργανισμού, αλλά από ειδικούς λογαριασμούς που αφορούν αποκλειστικά στις ειρηνευτικές επιχειρήσεις. Κ. Αντωνόπουλος, «Οι Ειρηνευτικές Επιχειρήσεις του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών», 2007, σελ. 85.
[10] Μ. Δρουσιώτης, Η πρώτη διχοτόμηση: Κύπρος 1963-1964, Αλφάδι, Λευκωσία 2005, σελ. 205.
[11] Στο πλαίσιο αυτό, ελληνοκυπριακές μονάδες αποπειράθηκαν την κατάληψη του χωριού Καζιβερά (Gaziveren), ένα παραθαλάσσιο οικισμό στρατηγικής σημασίας, στον Κόλπο Ξερού. Η επιχείρηση απέτυχε, αλλά στο πλαίσιο της κατάπαυσης του πυρός επετράπη στους Ελληνοκύπριους η ελεύθερη πρόσβαση στο χωριό, καθώς και η πραγματοποίηση αστυνομικών περιπολιών. Ε. Λάζου, «Κύπρος 1963-1964, οι Ενδοκοινοτικές Συγκρούσεις», 2007, σελ. 108.
[12] Κάθε νέο ψήφισμα αναφερόταν στις αποφάσεις της 4ης Μαρτίου και παρέτεινε την εντολή, αναφέροντας ότι «κάτω από τις κρατούσες συνθήκες, η παρουσία της ειρηνευτικής δύναμης στην Κύπρο καθίσταται αναγκαία». Γ. Κρανιδιώτης, Το Κυπριακό Πρόβλημα, 1984, σελ. 88.
[13] Γ. Κρανιδιώτης, Το Κυπριακό Πρόβλημα, 1984, σελ. 89.
[14] Παρότι είχαν άλλα σχέδια ως προς το καθεστώς του νησιού, τόσο οι Ηνωμένες Πολιτείες όσο και η Βρετανία έδειξαν να ικανοποιούνται με την συγκρότηση και άφιξη της ειρηνευτικής δύναμης, γνωρίζοντας ότι ελλείψει άλλης συμφωνίας για αποστολή στρατευμάτων του ΝΑΤΟ, η ανάμιξη του ΟΗΕ θα μπορούσε να περιορίσει μια διένεξη που δημιουργούσε έντονα προβλήματα μεταξύ δυο χωρών-μελών της συμμαχίας. Ικανοποιημένη από τη διευθέτηση αυτή φυσικά ήταν και η Σοβιετική Ένωση, η οποία εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία να παίξει κάποιο ρόλο σε μια υπόθεση που θεωρούνταν «οικογενειακή» μεταξύ χωρών του ΝΑΤΟ. Γ. Κρανιδιώτης, Το Κυπριακό Πρόβλημα, 1984, σελ. 88.
[15] Η παρεμβολή της ειρηνευτικής δύναμης ως «ενδιάμεσου» (buffer zone) μεταξύ των δύο πλευρών για τόσο μεγάλο διάστημα ενίσχυσε το γεωγραφικό -και συνακόλουθα δημογραφικό- διαχωρισμό των κοινοτήτων και τη διακριτή στρατιωτική, πολιτική, κοινωνική και οικονομική τους οργάνωση, ευνοώντας ένα διαχωρισμό μονιμότερου χαρακτήρα, αφού λειτουργώντας σε ξεχωριστές περιοχές οι ηγεσίες των κοινοτήτων έπαψαν να συγκρούονται άμεσα η μια με την άλλη και να ασχολούνται με το ζήτημα που οδήγησε στη σύγκρουση (τη συνταγματική αναθεώρηση), επιζητώντας εφεξής την παγιοποίηση της de facto κατάστασης ως μέσο για να παρατείνουν βραχυπρόθεσμα την άσκηση της εξουσίας τους στις περιοχές που έλεγχαν. Η τάση αυτή ήταν εμφανέστερη στην ελληνοκυπριακή πλευρά, καθώς αφότου η τουρκοκυπριακή κοινότητα εγκλείστηκε στους θύλακες, η ελληνοκυπριακή μετεξελίχθηκε σε ανελαστικό εταίρο. Οι όροι ήταν σαφώς δυσμενέστεροι για τους Τουρκοκύπριους, οι οποίοι υπόκεινταν τον αποκλεισμό και πληθώρα περιορισμών (στη μετακίνηση, την εργασία και την περιουσία) που τους επέβαλλαν είτε η κυβέρνηση, είτε ακόμη και η ηγεσία τους. Π. Λιάκουρας, Το Κυπριακό: Από τη Ζυρίχη στη Λουκέρνη, Ι. Σιδέρη, 2007, σελ. 253.
[16] Η θεώρηση αυτή εμπεριέχει στοιχεία υποκειμενικής ανάγνωσης, καθώς η κυπριακή κυβέρνηση δεν ζήτησε την αποστολή της ειρηνευτικής δύναμης για να χωρίσει τους αντιμαχόμενους στο νησί (διέθετε δυνάμεις για αυτό), αλλά για να προστατέψει (διπλωματικά κυρίως) την Κύπρο έναντι της τουρκικής απειλής. Υπό το πρίσμα αυτό, η Λευκωσία αντιλαμβανόταν τη διαφορά ως διακρατική και όχι εσωτερική. Η γνώμη βέβαια του Συμβουλίου Ασφαλείας διαφοροποιείτο στο σημείο αυτό, καθώς η Βρετανία επιθυμούσε την αποστολή της ειρηνευτικής δύναμης για λόγους αστυνόμευσης και αποσόβησης των συγκρούσεων, μια εξέλιξη που άλλωστε θα αποδέσμευε τις δικές της δυνάμεις στο νησί.
[17] Η ειρηνευτική δύναμη απομόνωσε τις κοινότητες τη μια από την άλλη, εμποδίζοντας την Εθνική Φρουρά να υπερισχύσει δια της βίας, αλλά απέτυχε να μεσολαβήσει εξίσου αποτελεσματικά έναντι των τουρκικών στρατευμάτων το 1974.
*Απόφοιτος Τουρκικών Σπουδών, κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος
στις Διεθνείς & Ευρωπαϊκές Σπουδές και Υποψήφιος Διδάκτωρ
στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης & Ιστορίας του Πάντειου Πανεπιστημίου