Κωνσταντίνος Παλαιολόγος είχε επτά αδέρφια μεγαλύτερα και δύο μικρότερα. Εμείς θα μιλήσουμε μόνο για τα μικρότερα, τα πιο άχρηστα και ανίκανα της οικογένειας, αυτά που επιβίωσαν της πτώσης της Πόλης και παρέδωσαν ό, τι απέμεινε στα χέρια των Τούρκων.
Τον Δημήτριο και τον Θωμά.
Ο Δημήτριος (γεν. 1407) πέρα απ’ το ότι ήταν ο μεγαλύτερος απ’ τους δύο, ήταν και το μεγαλύτερο κάθαρμα. Ήταν αυτός που πρόδωσε τον Μοριά, με αντάλλαγμα -τι άλλο- χρήματα.
Ο Θωμάς (γεν. 1409) απ’ την άλλη είναι αυτός που πάνω στο φόβο του να μην έχει το τέλος του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, το έσκασε απ’ την Πάτρα στη Ρώμη, βαπτίστηκε καθολικός και έζησε ως αργόμισθος του Πάπα.
(Ο Θωμάς Παλαιολόγος)
Και τα δύο αδέρφια, το μόνο που έκαναν από την στιγμή που έγιναν δεσπότες του Μοριά, ήταν να πολεμούν μεταξύ τους, πότε ζητώντας τη βοήθεια των Φράγκων (ο Θωμάς) και πότε των Τούρκων (ο Δημήτριος), προσφέροντας την υποτέλεια τους και ανοίγοντας την πόρτα στους κατακτητές. Ειδικά, μετά την Άλωση της Πόλης, αυτή τους η πρακτική αποδείχτηκε καταστροφική.
Αλλά ας πάρουμε χρονικά μερικές απ’ τις καλύτερες στιγμές τους.
Είμαστε στο 1442 και ο Δημήτριος, έχει αρχίσει να καλοβλέπει τον θρόνο της Πόλης, αν και ήδη έχει ψυλλιαστεί ότι αυτός προορίζεται για τον Κωνσταντίνο. Στις 23 Απριλίου, λοιπόν, έχει τη φαεινή ιδέα να στασιάσει εναντίον της Κωνσταντινούπολης. Και ποιους είχε για συμμάχους του; Τους Οθωμανούς. Υπερβολικά ανταγωνιστικός, υπερβολικά φιλόδοξος, αλλά ευτυχώς και υπερβολικά άχρηστος, ηττήθηκε. Ωστόσο κράτησε το κεφάλι του στη θέση του, καθώς ο Ιωάννης Παλαιολόγος (αδερφός του και αυτοκράτορας τότε) τον λυπήθηκε. Τον έκλεισε για λίγο καιρό στη φυλακή, παραδίδοντας απλώς κάποιες απ’ τις κτήσεις που του άνηκαν στον Κωνσταντίνο και αυτό ήταν όλο. Σύντομα ο Δημήτριος κυκλοφορούσε ελεύθερος.
(Ο Ιωάννης Παλαιολόγος)
Το 1448, ο Ιωάννης πέθανε. Τελευταία επιθυμία του αυτοκράτορα ήταν να τον διαδεχθεί ο Κωνσταντίνος, αλλά ο Δημήτριος που βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη αποφάσισε να διεκδικήσει ξανά τον θρόνο. Τότε είχε με το μέρος του, όχι τους Τούρκους, αλλά τους ανθενωτικούς, αυτούς που δεν ήθελαν την ένωση των δύο εκκλησιών, της καθολικής και της ορθόδοξης που προετοίμαζαν εδώ και χρόνια οι υπόλοιποι Παλαιολόγοι, μπας και η Δύση φιλοτιμηθεί να στείλει βοήθεια εναντίον των Οθωμανών. Ο Κωνσταντίνος είχε όλους τους υπόλοιπους μαζί του (και κυρίως τη μητέρα του), αλλά και εδώ οι Οθωμανοί θα έπαιζαν σημαντικό ρόλο. Η μητέρα τους ζήτησε από τον σουλτάνο Μουράτ τον ‘Β να διευθετήσει το θέμα, εκείνος δήλωσε ρητά ότι προτιμάει ο θρόνος να περάσει στον Κωνσταντίνο και έτσι λύθηκε το ζήτημα. Μοιάζει λίγο οξύμωρο που ο Κωνσταντίνος έγινε αυτοκράτορας με τη συγκατάθεση των Οθωμανών, αλλά σίγουρα αυτή τη μαύρη σελίδα στην ιστορία του την καθάρισε και με το παραπάνω με την μετέπειτα θυσία του. Ωστόσο, η ιστορία είναι πάντα γεμάτη από τέτοιες ειρωνείες..
Ο Δημήτριος επέστρεψε στον Μυστρά ως δεσπότης του αυτή τη φορά, στη θέση του Κωνσταντίνου, μπας και ηρεμήσει. Ο Θωμάς είχε πάρει τις κτήσεις του άλλου αδερφού τους, του Θεόδωρου, στη σημερινή Αχαΐα και ζούσε εκεί ως δεσπότης. Εκείνη την περίοδο ο Μοριάς ήταν σχεδόν ελληνικός, εκτός από κάποια σημαντικά λιμάνια που κρατούσαν ακόμα οι Βενετοί. Κάθε τόσο βέβαια πλήρωναν φόρο υποτέλειας πότε στον έναν πότε στον άλλον, προκειμένου να μην τους επιτεθούν, αλλά σε γενικές γραμμές έσωζαν κάπως την αξιοπρέπεια του ξεπεσμένου Βυζαντίου.
Το 1453 πέφτει η Κωνσταντινούπολη, ο αυτοκράτορας σφαγιάζεται και τα αδέρφια του ορκίζονται εκδίκηση. Μαζεύουν τον στρατό τους και… εεεεεεε σόρυ, πλάκα κάνω. Δεν ορκίστηκαν τίποτα. Έτρεμαν απ’ τον φόβο τους. Το πρώτο πράγμα που σκέφτηκαν να κάνουν και οι δύο ήταν να διαφύγουν στην Ευρώπη. Ο λαός έμαθε τι σχεδίαζαν τα δύο αδέρφια και αποφάσισε να τους εμποδίσει. Δεν θα τους επέτρεπαν να τους αφήσουν ανυπεράσπιστους μπροστά στον επερχόμενο κίνδυνο. Μάλιστα, το πιο ζόρικο στοιχείο εκείνης της περιόδου, οι εξελληνισμένοι Αλβανοί του Μοριά, ετοιμάστηκαν να τους “πείσουν” με διάφορα μέσα. Ωστόσο, ο Γεώργιος Φραντζής, κολλητός του Κωνσταντίνου και ένας απ’ αυτούς που σώθηκαν απ’ την Άλωση έφτασε στην Πελοπόννησο για να τους ενημερώσει ότι ο Μωάμεθ ήταν κατά τ’ άλλα συζητήσιμος άνθρωπος και θα μπορούσαν να βγάλουν μία άκρη μαζί του. Έστειλαν τότε πρεσβεία στην Αδριανούπολη λέγοντας στον Σουλτάνο ότι θα του πληρώνουν 12.000 χρυσά δουκάτα τον χρόνο για να τους αφήσει να συνεχίσουν να κυβερνούν τα δεσποτάτα τους. Την ίδια περίοδο, ο Δημήτριος προσπάθησε να πάρει την εξουσία με μπαμπεσιά, το ‘μαθε ο Θωμάς και επικράτησε ξανά μία ‘αναστάτωση’ στον Μοριά.
(Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος με τον παιδικό του φίλο και πιστό σύμβουλο, Γεώργιο Φραντζή)
Ο φόρος όμως που θα έπρεπε να δίνουν στον Σουλτάνο ήταν δυσβάσταχτος για τον λαό, με αποτέλεσμα να ξεσηκωθεί και να γεννηθεί μία νέα επανάσταση. Πρώτοι σηκώσανε μπαϊράκι οι Αλβανοί που λέγαμε και προηγουμένως, με αρχηγό τον Πέτερ Μπουά τον Χωλό. Μαζί του πήγαν 30.000 νοματαίοι. Γρήγορα ενώθηκαν μαζί τους και ο στρατός του Μιχαήλ Καντακουζηνού, ο οποίος ηγούνταν των Ελλήνων αρχόντων που δεν την πάλευαν με τους Παλαιολόγους. Τα δύο αδέρφια ζήτησαν τη βοήθεια τον Βενετών για να καταστείλουν την επανάσταση. Εκείνοι έστειλαν στρατό, όχι όμως για να βοηθήσουν, αλλά για να κατακτήσουν για πάρτη τους την Πάτρα, την Γλαρέντζα και την Βοστίτσα (σημερινό Αίγιο). Και κάπου εκεί επενέβη ο Μωάμεθ που θεώρησε ότι τον συμφέρει να έχουν την εξουσία οι Παλαιολόγοι παρά οι επαναστάτες ή οι Βενετοί, και αποφάσισε να κατηφορίσει με τον στρατό του. Ο στρατηγός του ο Τουραχάν ενώθηκε με τον στρατό των Παλαιολόγων και λίγο λίγο η εξουσία ξαναπέρασε στα χέρια τους.
Με λίγα λόγια, ο Μωάμεθ κατέληξε να είναι ο προστάτης των Παλαιολόγων.
Από τότε μέχρι και το 1460 που οι Τούρκοι προσάρτησαν οριστικά την Πελοπόννησο, υπήρχε ένας ‘κλεφτοπόλεμος’ ανάμεσα στα στα δύο αδέρφια, με συνεχείς αλληλοπροδοσίες. Άλλωστε, τυπικά ήταν οι διάδοχοι του βυζαντινού θρόνου, άσχετα αν αυτός δεν υπήρχε πια. Στο μικρό τους μυαλό, αυτό ήταν ένα αξίωμα που θα μπορούσαν να το μοσχοπουλήσουν, μαζί με τις κτήσεις τους, όπως συνηθιζόταν εκείνα τα χρόνια. Αρκεί να πούμε ότι τελικά τον τίτλο του βασιλιά της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, τον πούλησε ο γιος του Θωμά, ο Ανδρέας στον Κάρολο Ή, βασιλιά της Γαλλίας το 1494! Ο θρόνος δεν υπήρχε πια αλλά ο τίτλος υπήρχε και μεταβιβαζόταν από ευγενή σε ευγενή για τα χρήματα και το κύρος. Τι να πεις..
(Κάρολος Ή, βασιλιάς της Γαλλίας και “διάδοχος του βυζαντινού θρόνου”)
Αφού συνέβησαν αρκετές φορές διάφορα μικροεπεισόδια, ο Μωάμεθ αποφάσισε να τελειώνει και να κατακτήσει οριστικά την Πελοπόννησο. Αν και αρχικά φάνηκε ότι ξεκινάει να κατακτήσει τον Μυστρά, δηλαδή τις κτήσεις του Δημητρίου και στη συνέχεια την Αχαΐα, ωστόσο η πραγματικότητα ήταν διαφορετική. Ο Δημήτριος τον προσκάλεσε να του παραδώσει τον Μυστρά με αντάλλαγμα κάποια προνόμια, και προσποιούμενος ό, τι και καλά έχασε σε μάχη, έδωσε εντολή να παραδώσουν στον σουλτάνο και τα υπόλοιπα φρούρια, όπως το φρούριο της Ακροκορίνθου, το σημαντικότερο μετά τον Μιστρά. Μάλιστα του έδωσε για γυναίκα την κόρη του, την Ελένη Παλαιολογίνα, η οποία πλέον θα ζούσε στο χαρέμι του Σουλτάνου, ως ‘δωράκι’ απ’ τον πατέρα της. Ό, τι απέμεινε δηλαδή απ’ τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, έσβησε μέσα στην ντροπή και την προδοσία.
Ο Θωμάς βλέποντας ότι είναι ο επόμενος στόχος και έχοντας υποπτευθεί την προδοσία του αδερφού του, έφυγε για το Ναβαρίνο. Φυσικά ο ίδιος δεν πήρε μέρος σε καμία μάχη, καθόταν ασφαλισμένος στο κάστρο του. Και τα δύο αδέρφια δεν είχαν τίποτα μέσα τους από τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο. Από εκεί απέπλευσε για τη Ρώμη, αφού πρώτα άφησε την οικογένεια του στην Κέρκυρα. Πλέον ο Μοριάς ήταν και τυπικά τουρκικός.
Τι απέγιναν, λοιπόν, τα δύο αδέρφια μετά τη φυγή τους;
Ο Δημήτριος ως ανταπόδοση για την προδοσία του, πήρε από τον Σουλτάνο την εξουσία της Λήμνου, Θάσου, Σαμοθράκης και Ίμβρου. Ο συνολικός ετήσιος φόρος απ’ αυτά τα νησιά ήταν 300.000 αργυρά νομίσματα. Καθόλου άσχημα. Έζησε πλουσιοπάροχα μέχρι το 1469, όταν και ο Σουλτάνος πήρε όλα τα προνόμια πίσω, γιατί είχε αρχίσει να προκαλεί με τις ατασθαλίες του. Τότε αποφάσισε να μονάσει στο Διδυμότειχο (ή στην Αδριανούπολη κατά άλλους) με το όνομα Δαυίδ. Ένα χρόνο μετά τον βρήκε ο θάνατος.
(Ο Δημήτριος Παλαιολόγος)
Ο Θωμάς όπως είπαμε το έσκασε για τη Ρώμη, όπου αλλαξοπίστησε και έγινε καθολικός. Όχι βέβαια λόγω θρησκευτικών ανησυχιών ή επειδή είδε το φως το αληθινό, αλλά γιατί μόνο έτσι θα μπορούσε να μπει κάτω απ’ την προστασία του Πάπα και να περάσει την υπόλοιπη ζωή του χωρίς να κάνει τίποτα, κηφήνας κανονικός. Ο πάπας Πίος Β’ του εξασφάλισε ετήσια χορηγία 300 σκούδα, οι καρδινάλιοι 200 και συνολικά η πόλη της Βενετίας 500. Αυτά αρκούσαν για να μη χρειαστεί να ξαναδουλέψει στη ζωή του (όχι ότι δούλευε πριν δηλαδή) και να πεθάνει ήσυχος το 1465. Θάφτηκε στην κρύπτη του Αγίου Πέτρου.
Μαζί του μετέφερε και την Τίμια Κάρα του Αποστόλου Ανδρέα με την επίσημη ιστορία να λέει ότι το έκανε για να την προστατέψει από τους Τούρκους, αλλά με τη λογική να λέει ότι δεν πας να παρακαλέσεις για βοήθεια με άδεια χέρια. Άλλωστε στην πλειοψηφία τους οι Οθωμανοί είχαν σεβαστεί τα χριστιανικά κειμήλια, κανείς πχ δεν πείραξε τις λειψανοθήκες των Αγίων Γρηγορίου του Θεολόγου και Ιωάννου του Χρυσοστόμου του Πατριαρχείου στην Κωνσταντινούπολη. Οπότε αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί και απλά ως κλοπή. Η Τίμια Κάρα επέστρεψε στην Πάτρα το 1964.
Ο γιος του απ’ την άλλη, ο Μανουήλ Παλαιολόγος ζήτησε να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη και να ζήσει εκεί ήσυχος ήσυχος, χωρίς να πειράζει κανέναν. Ο Μωάμεθ το δέχτηκε και ο Μανουήλ πέθανε στην Πόλη ως χριστιανός και φυσικά ως υποτελής του σουλτάνου. Άλλος μεγάλος Παλαιολόγος και αυτός. Ο γιος του μάλιστα, ο Ιωάννης Παλαιολόγος έγινε πασάς και ναύαρχος του τουρκικού στόλου με το όνομα “Μεχμέτ Μεσίχ Παλαιολόγος”.
Αυτή ήταν η μίζερη ιστορία των δύο μικρότερων αδερφών του τελευταίου βασιλιά της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Για να κλείσουμε κάπως πιο αισιόδοξα, ας αναφερθούμε και στον μοναδικό Παλαιολόγο που άξιζε ανάμεσα σε όλο αυτόν τον συφερτό, τον Παλαιολόγο για τον οποίο ο Μωάμεθ είπε ότι “στον Μοριά συνάντησα μόνο έναν άντρα”. Τον Κωνσταντίνο Γραίτζα Παλαιολόγο. Παρότι ο Μοριάς είχε πέσει στα χέρια του Μωάμεθ, ο Γραίτζας συνέχισε να αντιστέκεται για 10 μήνες (!) στην ακρόπολη της Σαλμενίκου, ενός φρουρίου ανάμεσα στην Πάτρα και το Αίγιο. Το φρούριο δεν έπεσε ποτέ και οι απώλειες των Τούρκων ήταν αβάσταχτες. Προκειμένου, λοιπόν, ο Μωάμεθ να τον πείσει να το εγκαταλείψει, ορκίστηκε μπροστά στον στρατό του στο Κοράνι, ότι θα άφηνε τους πολιορκημένους να φύγουν χωρίς να τους πειράξει κανείς. Έτσι κι έγινε. Ο Γραίτζας έφυγε για τη Ναύπακτο, όπου οι Βενετοί τον έκαναν αμέσως αξιωματικό του στρατού τους.