Η ελλαδική κοινωνία είχε ήδη διαμορφώσει τις εικόνες της για τους ομοεθνείς της απ’ την άλλη πλευρά του Αιγαίου. Και οι εικόνες αυτές ήταν ήδη αρνητικές απ΄ την εποχή του ’16, που απ’ τη μια το Εργατικό Κέντρο Αθηνών ζητούσε να απαγορευτεί η πρόσληψη προσφύγων εργατών και απ’ την άλλη οιπρωτοφασιστικές ομάδες των «Επίστρατων» του Δ. Γούναρη και του Ι. Μεταξά οργάνωναν το πογκρόμ κατά των προσφύγων ως βενιζελικών.
Το αρνητικό στερεότυπο που είχε δημιουργηθεί στην ελλαδική κοινωνία από τη φιλομοναρχική προπαγάνδα θα επιβεβαιωθεί πλήρως απόέναν κορυφαίο διανοούμενο, εκφραστή του βαλκανικού ελληνικού εθνικισμού, τονΊωνα Δραγούμη, ο οποίος το 1919 θεωρούσε ότι οι Μικρασιάτες, όπως και οι Κρητικοί, ήταν τα όργανα υποταγής της Παλαιάς Ελλάδας στον «αγγλογαλλικό ιμπεριαλισμό».
Η αρχική μαζική εγκατάσταση Ποντίων προσφύγων στην Ελλάδα θα σημειωθεί κατά τρία κύματα: κατά την πρώτη φάση της γενοκτονίας στον Πόντο (1916-1918), μετά την αποχώρηση του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος από τη Νότια Ρωσία τον Ιούνιο του 1919 και μετά την εκκένωση του Καρς και Αρνταχάν και τη δημιουργία ενός σημαντικού ελληνικού προσφυγικού ζητήματος στη Νότια Ρωσία.
Χιλιάδες απ’ αυτούς θα έρθουν στην Ελλάδα την περίοδο 1919-1920. Η κατάσταση όπως αποτυπώνεται στις ανταποκρίσεις της εποχής είναι κακή:
«Οι δυστυχείς Καυκάσιοι λιμοκτονούν και πάλιν, παρά τας διαφόρους διαβεβαιώσεις, ότι ελήφθη πάσα φροντίς να μη μένωσι νηστικοί, ότι θα γίνουν πρατήρια, ότι τέλος δεν θ’ αποθάνουν από την πείναν και το κρύο… Μετά φρίκης μανθάνομεν ότι αποθνήσκουν 44 καθ’ εκάστην…. Εμάθομεν ακόμη ότι τα δήθεν Νοσοκομεία των προσφύγων είναι σε αθλία κατάστασιν, υπάρχουν μόνον δύο ιατροί, οι οποίοι μόλις προφταίνουν να πιστοποιούν τους θανάτους, Δεν θέλομεν να είπωμεν περισσότερα, νομίζομεν όμως ότι αν τους παραδίδομεν εις τον Μουσταφά Κεμάλ, θα τους μεταχειρίζετο ίσως καλύτερον…»
Μετά τις εκλογές του 1920 η Μικρασιατική Εκστρατεία μετατράπηκε σε μια άχαρη στρατιωτική εμπλοκή, από την οποία οι κρατούντες προσπαθούσαν συνεχώς, και ανεπιτυχώς, να απεμπλακούν. Πριν ακόμα από την Καταστροφή οι μοναρχικές εφημερίδες ζητούσαν να επιστρέψει ο στρατός «Οίκαδε» και καλούσαν να σταματήσει να χύνεται το αίμα των «Πομερανών» τους στην άξενη Μικρά Ασία.
Οι Μικρασιάτες ήταν ήδη ανεπιθύμητοι στην Ελλάδα και αυτό εκφράστηκε στο υψηλότατο δυνατό επίπεδο τον Ιούλιο του 1922, όταν με το νόμο 2870/1922 και με τις υπογραφές του βασιλιά Κωσταντίνου, Γούναρη και Ρούφου απαγορεύτηκε στον ελληνικό πληθυσμό της Ιωνίας να αποχωρήσει, ενώ είχε ήδη αποφασιστεί η εκκένωση της Μικράς Ασίας από τον ελληνικό στρατό. Αυτό συνέβη τη στιγμή που η ίδια κυβέρνηση είχε απαγορεύσει τον εξοπλισμό των Μικρασιατών και τη δημιουργία μικρασιατικού στρατού με στόχο την αυτονόμηση της Ιωνίας θέτοντας εκτός του πλαισίου της νομιμότητας και τη δράση της
Μικρασιατικής Άμυνας. Αλλά και μετά την κατάρρευση του Μετώπου τον Αύγουστο του ΄22, η ελληνική κυβέρνηση με τηλεγράφημά της προς τον αρμοστή στη Σμύρνης Αριστείδη Στεργιάδη του ζητά να μην επιτρέψει τους Έλληνες της Ιωνίας να φύγουν για την Ελλάδα και δημιουργηθεί έτσι «προσφυγικό πρόβλημα».
Χαρακτηριστικό είναι το στιγμιότυπο που διασώζει ο Γρηγόρης Δαφνής: Λίγο πριν την αναχώρηση από τη Σμύρνη των ελληνικών υπηρεσιών και ενώ το μέτωπο είχε σπάσει, ο νεαρός πολιτικός Γεώργιος Παπανδρέου ενημερώνεται από τον Στεργιάδη για την επερχόμενη καταστροφή. Στην ερώτηση του Παπανδρέου «Γιατί δεν ειδοποιείται τον κόσμο να φύγει;», ο Στεργιάδης απαντά: «Καλύτερα να μείνουν εδώ να τους σφάξει ο Κεμάλ γιατί αν πάνε στην Αθήνα θα ανατρέψουν τα πάντα».
Ως αποτέλεσμα της πολιτικής εθνικής εκκαθάρισης που επέλεξαν οι νικητές και εκφράστηκε, πραγματικά αλλά και συμβολικά, με τη σφαγή και την πυρπόληση της Σμύρνης, οι ακτές της Ελλάδας γέμισαν από τους δεκάδες χιλιάδες απόκληρους πρόσφυγες της Καταστροφής.
Η παρακάτω εικόνα από τις πρώτες μέρες της ήττας, είναι χαρακτηριστική: «Δεν άκουγε κανείς εκείνες τις μέρες τίποτα άλλο από τα στόματα όλων αυτών παρά κατάρες στο Βενιζέλο και βλαστήμιες: ‘’Αχ αυτοί οι τουρκοσπορίτες Έλληνες της Μικράς Ασίας μας πήραν στο λαιμό τους. Μακάρι να τους σφάξει όλους ο Κεμάλ και να μη μείνει ούτε ποδάρι από δαύτους’’…»
Η μοναρχική παράταξη θεωρούσε τους πρόσφυγες «ξένο σώμα» στην Ελλάδα.
Ο αρχικός εκνευρισμός που ένοιωσαν οι ντόπιοι για τους πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής πήρε σύντομα τη μορφή εχθρότητας.
Η ρατσιστική συμπεριφορά κατά των προσφύγων θα αποτελέσει γενικευμένη κοινωνική συμπεριφορά, τόσο των ελλαδιτών Ελλήνων, όσο και των εθνικών και θρησκευτικών μειονοτήτων που κατοικούσαν τότε στην Ελλάδα. Δεν θα υπάρξουν σημαντικές εκδηλώσεις κοινωνικής αλληλεγγύης.
«Η βρισιά ΄΄τουρκόσπορος΄΄ μαζί με σωρό ανάλογες βρισιές, όπως ΄΄σκατοουγλούδες΄΄, ΄΄παληοαούτηδες΄΄ κ.λπ. ήταν στην ημερήσια διάταξη, από ανώτερα και κατώτερα κυβερνητικά όργανα…»
Το συναίσθημα αυτό περιγράφεται από τον Π. Κανελλόπουλο: «Μια μεγάλη μερίδα του πληθυσμού, που από το 1915 είχε διχασθεί δεν αντίκρυσε τους πρόσφυγες με συμπάθεια, όταν τα αδυσώπητα κύματα της ιστορίας τους έριξαν πάνω στους βράχους της Ελλάδας. Δεν υπήρξε συμπάθεια, δεν υπήρξε απάθεια, υπήρξε αντιπάθεια.».
Για τους ίδιους τους πρόσφυγες, η επαφή με τους γηγενείς υπήρξε ένα τραυματικό πολιτισμικό σοκ.
Υπήρχαν περιπτώσεις όπου οι ίδιες οι Επιτροπές που ήταν επιφορτισμένες με την αποκατάσταση των προσφύγων, συγκάλυπταν τις καταπατήσεις από γηγενείς των ακινήτων που έπρεπε να αποδοθούν σε πρόσφυγες.
Αυτό συνέβη και στην περίπτωση των συγκρούσεων στο Κιούπκιοϊ, όπου καταγγέλθηκε ότι ρόλο στα γεγονότα εις βάρος των προσφύγων είχε ο διευθυντής του Εποικιστικού Γραφείου Μακεδονίας που ήταν «αξιωματικός του Γκέρλιτζ», που σήμαινε ακραίος μοναρχικός.
Μετά τις εκλογές του 1928 και τη συντριπτική νίκη του Βενιζέλου θα υπάρξουν συγκρούσεις μεταξύ γηγενών και προσφύγων, όπως για παράδειγμα στην Έδεσσα.
Από το 1928, με την ψήφιση του Ιδιώνυμου, αλλάζει η πολιτική της ελληνικής κυβέρνησης κατά των Ποντίων που είχαν εγκλωβιστεί στη Σοβιετική Ένωση και συμπεριλαμβάνονταν στη συμφωνία Ανταλλαγής Πληθυσμών και Περιουσιών του 1923. Θέλοντας να σταματήσει την αποστολή στην Ελλάδα μέσω των προσφύγων, εκπαιδευμένων στελεχών για την επάνδρωση του Κομμουνιστικού Κόμματος αποφασίζει την απαγόρευση την χορήγησης αδειών καθόδου σε ομογενείς. Παράλληλα, όλος ο πληθυσμός θεωρείται ύποπτος. Η άποψη του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών είναι ότι: «…η υπό του Υπουργείου τούτου ανέκαθεν χαραχθείσα τακτική επί του ζητήματος της καθόδου των Ελλήνων της Ρωσίας, συνίστατο εις την καθιέρωσιν στενών περιορισμών και την επιβολήν αυστηροτάτου ελέγχου εις τας εκ Ρωσσίας προελεύσεις, μέτρων υπαγορευθέντων… και εκ λόγων δημοσίας ασφαλείας, εφ’ όσον επανειλημμένως διεπιστώθη ότι οι επί μακρόν υπό τον μπολσεβικικόν ζυγόν ζήσαντες και εις Ελλάδαν κατερχόμενοι ρέπουσι μοιραίως προς τον κομμουνισμόν».
Οι συνέπειες για τον προσφυγικό πληθυσμό που παρέμενε στη Σοβιετική Ένωση ήταν τραγικές, γιατί βρέθηκε εγκλωβισμένος σε μια μεταβατική κατάσταση ανάμεσα σ’ ένα τόπο διάβασης, στον οποίο δεν ήθελε να παραμείνει μόνιμα, ούτε και να ενταχθεί, και στον τελικό του προορισμό, στον οποίο όμως δεν μπορούσε να φτάσει αποκλεισμένος από την ίδια του την εθνική κυβέρνηση, η οποία είχε υπογράψει «αντ’ αυτού» τη Συνθήκη της Λωζάννης.
Στη συνέχεια με νομοθετικές ρυθμίσεις που θα ολοκληρωθούν την εποχή της χούντας θα αποστερηθούν από το δικαίωμα αποζημίωσης από την Ανταλλάξιμη Περιουσία.
Κομβικό σημείο για τη σχέση των προσφύγων με το ελλαδικό πολιτικό σύστημα θα είναι η υπογραφή της “Ελληνοτουρκικής συνθήκης φιλίας, ουδετερότητος και διαιτησίας” από τους Βενιζέλο και Κεμάλ. Ο μεσολαβητής γι’ αυτή την εξέλιξη ήταν ο Ιταλός δικτάτορας Μουσολίνι. Ο Ελ. Βενιζέλος θα υπογράψει το 1930 την “Συνθήκη” παρά την έντονη αντίδραση των προσφύγων, τους οποίους απείλησε με διώξεις, με το γνωστό Ιδιώνυμο. Δηλαδή, με την κατηγορία του εχθρού του κράτους. Το Ιδιώνυμο είχε ψηφιστεί για να κατασταλεί η ανάπτυξη του κομμουνιστικού κινήματος. Η ελληνική πλευρά οδηγήθηκε στην υπογραφή της Συνθήκης επειδή είχε γίνει αποδεκτή η πρόθεση της φασιστικής Ιταλίας να δημιουργηθεί ένας άξονας Ρώμης-Αθήνας-Άγκυρας και ένα σύστημα τριμερούς συνεργασίας και θα είχε ως βάση ένα σύνολο διμερών συμφωνιών.
Αποτέλεσμα αυτού του συγκεκριμένου πολιτικού οράματος υπήρξε η ελληνοτουρκική Συνθήκη της Άγκυρας του 1930, με την οποία αντιμετωπίζονταν όλες οι εκκρεμότητες μεταξύ των δύο χωρών και παραχωρούνταν οριστικά οι περιουσίες των προσφύγων στο νέο τουρκικό κράτος, αφού πρώτα εξισώνονταν με τις μουσουλμανικές περιουσίες που εγκατέλειψαν οι μουσουλμάνοι Ανταλλάξιμοι στην Ελλάδα.[8] Μέχρι τότε -όσον αφορά το διεθνές δίκαιο- οι περιουσίες των «ανταλλαχθέντων» παρέμεναν υπό την ιδιοκτησία των κατόχων τους, μόνο που τα δύο κράτη είχαν αποφασίσει να είναι διαχειριστές των περιουσιών αυτών.
Η συμφωνία του ‘30, μαζί με την υποβολή πρότασης του πρωθυπουργού της Ελλάδας Ελ. Βενιζέλου προς την Επιτροπή του Νόμπελ για την βράβευση του Μουσταφά Κεμάλ Πασά -που είχε ήδη λάβει το προσωνύμιο Ατατούρκ (Πατέρας των Τούρκων)- με το Νόμπελ Ειρήνης, εγκαινίασαν μια νέα εποχή. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το κείμενο που στάλθηκε στην Επιτροπή, στο οποίο ο Κεμάλ χαρακτηριζόταν ως: “πραγματικός στυλοβάτης της ειρήνης”.
Εφεξής, ο φιλοκεμαλισμός θα ήταν το κοινό συναίσθημα που θα μοιράζονταν οι άνθρωποι της συμπολίτευσης και της εκάστοτε αντιπολίτευσης, συμπεριλαμβανομένης και της πλέον ακραίας εκδοχής της. Από το σημείο εκείνο και πέρα, οι πρόσφυγες, φιλοβενιζελικοί στην πλειονότητά τους, θα πορεύονται μόνοι τους σ’ έναν άξενο τόπο. Η ελληνο-τουρκική συνθήκη του ’30 θα είναι η πρώτη σημαντική σύγκρουση των προσφύγων με τον βενιζελισμό. Αυτή είναι η ιστορική στιγμή που θα αρχίσει η μεταστροφή προς τα αριστερά σημαντικού τμήματος του προσφυγικού πληθυσμού.
Οι πρόσφυγες βιώνουν έντονα την πολιτική του κράτους. Ο Παναγιώτης Φωτιάδης, πρόσφυγας θεατρικός συγγραφέας που κατοικούσε σ’ ένα χωριό του Κιλκίς γράφει το 1928: «Όλοι κλέβουν και θα κλέβουν το δημόσιο και τους ιδιώτες, τόσο καιρό όσο ο κουτός αυτός λαός, που φταίει για όλα, δεν ξυπνάει μια μέρα και δεν καταλάβει τις υποχρεώσεις που έχει και τα δικαιώματά του, και δεν γίνεται όργανο στα χέρια αυτών των κυρίων που μας διοικούν.»
Η πολιτική του ελληνικού κράτους θα αποσκοπεί πλέον στην πλήρη ιδεολογική αφομοίωση των προσφύγων. Η ιστορία των Ελλήνων της Ανατολής θα είναι μια απαγορευμένη ιστορία μέχρι τη δεκαετία του ’80. Θα απαγορευτεί ακόμα και η αναφορά στον όρο «πρόσφυγες». Οι πρόσφυγες για το ελληνικό κράτος θα χαρακτηρίζονται «μετανάστες» με κύρια πηγή του αντιπροσφυγικού συναισθήματος το Παλάτι. Χαρακτηριστική ήταν η αρνητική αντίδραση του Βασιλιά Γεωργίου του Β’, όταν το Νοέμβριο του 1923 του πρότεινε ο πρόεδρος της Επιτροπής Αποκατάστασης Προσφύγων Χ. Μοργκεντάου, να επισκεφτεί έναν καταυλισμό προσφύγων. Το επιχείρημα για να δικαιολογηθεί η άρνησή του ήταν ότι αυτό θα έκανε πολύ κακή εντύπωση και θα ενοχλούσε τους φιλομοναρχικούς πολίτες.
Μετά το αποτυχημένο βενιζελικό κινημα του ’35, οι πρόσφυγες, που θα συνταχθούν με τους πραξικοπηματίες ως βενιζελικοί, θα βρεθούν κι αυτοί στο στόχαστρο της μοναρχικής, και αργότερα μεταξικής, τρομοκρατίας.
Στα εγκλητήρια με τα οποία οι βενιζελικοί παραπέφθηκαν για εσχάτη προδοσία αναγραφόταν ως κατηγορία ότι «εξόπλισαν Έλληνες πολίτες και πρόσφυγες…».
Ήταν χαρακτηριστική η άρνηση αποδοχής των προσφύγων ως «Ελλήνων πολιτών» δεκατρία χρόνια μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Στη συνέχεια, σκληρή θα είναι η αντιπροσφυγική υστερία που θα καταλάβει τον κυβερνητικό Τύπο. Κηρύγματα φανατισμού και ρατσισμού προς τους «αυτόχθονες» κατά των προσφύγων γεμίζουν τις σελίδες των φιλομοναρχικών εφημερίδων. Οι πρόσφυγες αποκαλούνται «λεφούσι» και «Τούρκοι»: «Οι γηγενείς καλούνται να συνασπιστούν σε συλλόγους ‘αμύνης’ κατά των προσφύγων», έγραφε η «Ακρόπολις» στις 6 Φεβρουαρίου του 1936. Οι επιθέσεις κατά των προσφύγων ήταν συνεχείς. Την ίδια χρονιά συνέβησαν επιθέσεις και εμπρησμοί κατά των προσφυγικών παραπηγμάτων στο Βόλο.[14]
Η αντιπροσφυγική στάση του Μεταξά θα αποτυπωθεί και συμβολικά το 1938, όταν θα δωρίσει στο τουρκικό κράτος το σπίτι όπου υποτίθετο ότι γεννήθηκε ο Μουσταφά Κεμάλ πασά και στην καρδιά της «πρωτεύουσας των προσφύγων», δηλαδή των θυμάτων του τουρκικού εθνικισμού, θα μετονομάσει την Οδό Αποστόλου Παύλου σε Οδό Κεμάλ Ατατούρκ.[15] Τα αντιπροσφυγικά συναισθήματα του Ι. Μεταξά θα είναι τόσο έντονα ώστε κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του θα απαγορεύσει το ρεμπέτικο και τις μελωδίες της Ανατολής, έχοντας τη συναίνεση του τότε πνευματικού κόσμου, ανεξαρτήτως ιδεολογίας ή πολιτικής τοποθέτησης.[16] Τα μεγάλα θύματα της λογοκρισίας του Μεταξά, ήταν η Σμυρνέϊκη (του Πειραιά) Κομπανία που έδρευε στον Πειραιά, καθώς και οι βυζαντινοί μουσικοί τρόποι, τους οποίους οι «γηγενείς» Αθηναίοι ονόμαζαν Τουρκομερίτικους.
Ο ερχομός των προσφύγων στα Χανιά
«Στα Χανιά εγκαταστάθηκαν πριν το 1922 περίπου 850 οικογένειες από τη Μ. Ασία και τα Δωδεκάνησα για τη στέγαση των οποίων επιτάχθηκαν 33 ιδιωτικά κτίρια», γράφει ο ιστορικός Νίκος Ανδριώτης.
«Στις αρχές Αυγούστου του 1922 έφθασαν οι πρώτοι πρόσφυγες από τον Πόντο. Στο τέλος Σεπτεμβρίου στα Χανιά βρίσκονταν 17.000 πρόσφυγες οι οποίοι στεγάστηκαν σε δημόσια και ιδιωτικά κενά κτίρια, ενώ μέρος τους μεταφέρθηκε σε χωριά του νομού. Καθώς ο αριθμός τους ήταν μεγάλος για τις δυνατότητες του τόπου, αναχώρησαν σταδιακά είτε για το Ηράκλειο είτε για άλλα μέρη της Ελλάδας.
»Στην απογραφή του 1923 απογράφηκαν στο νομό Χανίων 11.021 πρόσφυγες από τους οποίους οι 9.052 στην πόλη των Χανίων. Κατά το πρώτο διάστημα σημαντικός αριθμός προσφύγων εγκαταστάθηκε προσωρινά σε οικισμούς κοντά στα Χανιά, όπως στη Σούδα, τον Αλικιανό, το Καστέλλι Κισσάμου και το Μάλεμε. Στα τέλη του 1925 αναφέρονται περίπου 10.000 πρόσφυγες στο νομό Χανίων. Στην απογραφή του 1928 απογράφηκαν 8.246 πρόσφυγες, από τους οποίους οι 6.925 στην πόλη των Χανίων και 772 στους πλησιόχωρους οικισμούς της επαρχίας Κυδωνίας. Οι πρόσφυγες αποτελούσαν το 21,5% του συνολικού πληθυσμού της πόλης των Χανίων το 1928. Επίσης απογράφηκαν 262 πρόσφυγες στη Σούδα και 151 στα Τσικαλαριά.
»Σύμφωνα με στοιχεία του Υπουργείου Υγιεινής, Προνοίας και Αντιλήψεως, τον Δεκέμβριο του 1925 στο νομό Χανίων ο «αστικός» πληθυσμός ανερχόταν σε 1.450 οικογένειες (5.892 άτομα) και ο «γεωργικός» σε 1.050 (4.108 άτομα).
»Οι πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στα Χανιά προέρχονταν από οικισμούς της δυτικής Μικράς Ασίας, όπως τα Βουρλά, τα Αλάτσατα, η Σμύρνη, το Αϊδίνι και το Μελί».
Μαρτυρίες από τον ερχομό των Μικρασιατών στην Κρήτη
Ανδριάννα Ψάλτη:
“…Με ντουντούκα, ενημέρωσαν τους πρόσφυγες πως το καράβι θα πήγαινε στα Χανιά «ένα μέρος που είναι αγρότες». Η μάνα της το αποφάσισε να συνεχίσουν, παρόλο που στο πλοίο τους είχαν σαν σκυλιά…
«Μας βγάλαν στ’ ανοιχτά των Χανίων. Με βάρκες φτάσαμε στο λιμάνι. Εκεί λοιπόν ήταν επιτροπές, κόσμος μαζεμένος κι ανάμεσα σκοτωμένοι -χέρια, πόδια, κεφάλια ανθρώπων, περνούσαμε ανάμεσα για να περάσουμε. Και τότε λέει ένας: «Φώναξε ένα κάρο από αυτά τα μακριά να στείλουμε στο μετόχι του Τούρκου έξι γυναίκες και τα παιδιά τους να μείνουνε εκεί». Πήγαμε με το κάρο μακριά από τα Χανιά. Και εκεί, στο μετόχι, είχανε κλέψει πόρτες, παράθυρα, είχε τρύπες στο πάτωμα», λέει η κ. Ασπασία. «Νυστάξαμε εμείς, πέσαμε, βγάλανε οι γυναίκες ο,τι δεύτερο ρούχο φορούσανε και μας σκεπάσανε. Τα μεσάνυχτα λένε οι γυναίκες, ακούνε τη σκάλα, τακ-τακ, έναν θόρυβο. Αυτές φοβήθηκαν. Κάθισαν στον τοίχο ένα κουβαράκι, αρχίσαν τα θρησκευτικά. Και τότε, λένε, βγαίνει μια χανούμισσα νύφη στολισμένη στα ολόχρυσα ντυμένη και προχώρησε στο δωμάτιο. Έκανε μια βόλτα πάνω από τα κεφάλια μας και μετά χάθηκε. Οι γυναίκες το πήραν σαν κακό σημάδι για εμάς τα παιδιά. Και την άλλη μέρα πήγαν στην επιτροπή να αλλάξουν μέρος διαμονής από αυτό το στοιχειωμένο μετόχι. Η επιτροπή τους απάντησε «Είστε τρομοκρατημένες, γι’ αυτό βλέπετε οράματα». Αλλά ήταν εκεί ένας λεβεντάνθρωπος, κρητικά ντυμένος και τους είπε πως «δε λένε ψέματα οι γυναίκες. Σε αυτό το μετόχι ζούσε ένας Τούρκος που ήτανε να αρραβωνιάσει την κόρη του. Αλλά έκανε μια βόλτα στον κήπο και την δάγκωσε φίδι. Μπορεί να την έχει θάψει εκεί…» Και τότε η επιτροπή πείσθηκε…».
Η αντιμετώπιση των ντόπιων στους Μικρασιάτες δεν ήταν και η καλύτερη. «Μας φώναζαν «σφίγγες». «Ανάθεμά σας ήρθατε εσείς και χάσαμε τσι καλοί μας γειτόνοι τσι Τούρκοι», μας λέγανε. Δεν μας ήξεραν οι άνθρωποι…», δικαιολογεί η κυρία Ασπασία.
Σύντομα, στα Χανιά βρήκαν έναν οικογενειακό φίλο από τα Βουρλά. «Είπε στη μάνα μου πως η αδερφή της ήταν στο Ηράκλειο. Είχαμε χαθεί στο διωγμό. Και τότε αποφασίσαμε να έρθουμε… Όχι μόνο εμείς, πολύς κόσμος».
Μείνανε στον λεγόμενο «τεκέ» κοντά στο λιμάνι –εκεί είχε τουλάχιστον δουλειές για τους ταλαιπωρημένους, αλλά ικανούς πρόσφυγες. Σε ένα δωμάτιο βρήκε καταφύγιο ολόκληρη η οικογένεια. «Έμεινα εκεί 15 χρόνια. Από εκεί έφυγα νύφη και μετά μας έδωσαν ένα σπίτι στον συνοικισμό που χτίσανε», θυμάται.
Περάσανε τα χρόνια, αγαπήσανε πολύ με τους Κρητικούς. Την κυρία Ασπασία άμα τη ρωτάς «Από πού είσαι;», σου λέει «Μικρασιάτισα. Πατρίδα μου είναι τα Βουρλά». Αλλά θα σου πει και την μαντινάδα που έγραψε η ίδια: «Εγώ λέω δεν είμαι από δω. Είμαι από Μικρασία. Στην Κρήτη εμεγάλωσα και για μενα η Κρήτη έχει μεγάλη αξία…Κρήτη μου όμορφο νησί, δε θέλω το κακό σου, γιατί χρόνια πατώ το χώμα σου και πίνω το νερό σου…»
Με τους ντόπιους απέκτησαν γρήγορα πολύ καλή σχέση. “Οι Κρητικοί εδώ δεν ξέρανε από γλυκά και νοικοκυριό. Άμα έμπαινες στα σπίτια από τη μια ήταν το γουρούνι, από την άλλη η κατσίκα και κοιμόταν μέσα στον αχυρώνα οι άνθρωποι. Λέγαμε μάλιστα τότε, όλοι φοράνε ποδιά, μπακάληδες είναι;Η μητέρα μου είχε βγάλει γυμνάσιο στην Μικρά Ασία. Ήταν μορφωμένη. Αυτή τους έμαθε κι εργόχειρο, τους έμαθε κεντήματα, τους έμαθε διάφορα από αυτά…”, εξηγεί.
Ο κύριος Στέλιος δεν πήγε καθόλου σχολείο. Βοηθούσε τον πατέρα του στα χωράφια. Όταν πήγε στρατό, ανακάλυψε τη μουσική, στην οποία αποδείχθηκε πως είχε έφεση. Για πολλά χρόνια έπαιζε μουσική, μπουζούκι, μπαγλαμά, λύρα, όλα τα έγχορδα σε ολόκληρη την Κρήτη…
“Οι γονείς μου θέλανε να γυρίσουν. Όλο “Καλή πατρίδα” λέγανε… Την μικρή εκκλησία της Παναγίτσας στο Ηράκλειο οι Μικρασιάτες τη φτιάξανε για να θυμούνται. Ξύλινη ήταν στην αρχή. Κι επειδή δεν είχαν χρήματα, είχαν υπογράψει γραμμάτεια για την ξυλεία…”, λέει ο κύριος Στέλιος.
Κωστούλα και Μαρία Καφούση:
Με τρεις άνδρες της οικογένειας νεκρούς, η μάνα με τις 5 κόρες της έπρεπε να σκεφτεί την επιβίωση… “Μία αδερφή μου παντρεύτηκε και ήρθε εδώ στην Κρήτη το 1925. Μας έγραψε λοιπόν ένα γράμμα και ήρθαμε κι εμείς. Στην Αλικαρνασσό, λίγο έξω από το Ηράκλειο. Μας δώσανε ένα σπίτι στον προσφυγικό συνοικισμό και μέιναμε εδώ. Δύο δωμάτια είχε και ένα μπάνιο στο βάθος, μακριά-μακριά…Η Αλικαρνασσός τότε ήταν ερημιά. Και ξέρεις από πού φέρναμε νερό για τις ανάγκες μας; Από τα πηγάδια του Κατσαμπά, πολύ μακριά.. Πλέναμε και τα ρούχα μας εκεί στον ποταμό γιατι νερό εδώ δεν είχαμε. Υποφέραμε πολύ.”.
Όταν τη ρωτάμε τι θυμάται από τους ντόπιους μας λέει γελώντας “Εδώ πρώτα, στο Ηράκλειο αντί για πασατέμπο τρώγανε κουκιά μικρά. Μετά που ήρθανε οι Μικρασιάτες μάθανε τσι πασατέμποι…”, μας λέει.
Η μικρή Δέσποινα φοίτησε ως την Πέμπτη τάξη του Δημοτικού και μετά έγινε μοδίστρα. “Κάναμε παρέα με πρόσφυγες κυρίως. Και οι γάμοι το επιδίωκαν να είναι μεταξύ προσφύγων. Γι’ αυτό κι όταν κανείς παντρευότανε, ή καμιά αρραβωνιαζότανε, ρωτούσαν «πήρε δικό μας ή ξένο;» Τους κρητικούς δεν τους θέλανε, θέλανε όλο πρόσφυγες”, τονίζει.
Όλες οι αδερφές ήταν αγαπημένες και μονιασμένες. “Ο πόνος και η θλίψη ενώνει και δένει τους ανθρώπους. Ο πόνος σε φέρνει κοντά γιατί πρέπει να επιβιώσεις και δε σου μένει άλλος δρόμος από το να ενωθείς και να δέσεις, να σφιχτείς μαζί…”, λέει η ανιψιά της κυρίας Δέσποινας, Γεωργία Χατζηπαναγιώτη, μικρασιάτισα τρίτης γενιάς που γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κρήτη. “Ο πατέρας μου γεννήθηκε στη Μενεμένη της Μικράς Ασίας και η μητέρα μου στο Κουιτζάκι , που είναι κοντα στην Έλασσο, ένα παραθαλάσσιο χωριό. Και ο άνδρας μου ήταν μικρασιάτης -οι γονείς του ήταν από την παλιά Αλικαρνασσό, από το Πετρούμι. Εμείς μεγαλώσαμε με τις ιστορίες των μεγαλύτερων για την πατρίδα. Μου άρεσε πάρα πολύ και άκουγα τη μητέρα μου, τους θείους μου και τα πεθερικά μου και έχω μάθει πάρα πολλά πράγματα”, μας λέει.
Η κυρία Γεωργία έχει καταγράψει τις ιστορίες που της έλεγαν η γιαγιά της και η πεθερά της. “Το μαρούλ μπαξέ ήταν ένας κήπος γεμάτος μαρούλια. Εκεί λοιπόν είχε και ένα κέντρο μέσα με καρέκλες , με τραπεζάκια, με καθαρά τραπεζομάντηλα και πηγαίνανε εκεί και οι επιστάτες βγάζανε τα μαρούλια. Τα έπλεναν στο μαγκανοπήγαδο και τα προσφεραν στους πελάτες μαζί με πιατάκια κι ένα μεγάλο πιάτο με ζάχαρη. Βάζανε στα πιατακια τους ζάχαρη, βουτούσαν τα μαρούλια και τα τρωγαν . Σέρβιραν και γλυκά του κουταλιού. Μαστίχα και λουκούμια. Όσοι ήθελαν έπιναν ούζο με μεζέδες παστουρμά και κοπανιστή. Επίσης, στις περισσότερες οικογένειες στην πατρίδα άρεσε να πηγαίνουν τις Κυριακές στην εξοχή. Η Ελασσο είχε πολύ ωραία μέρα, οι μπαξέδες της ήταν ξακουστοί, στα περιβόλια είχαν φυτέψει πολλές λεμονιές που έκαναν λεπτόκλαδα και ζουμερά λεμόνια. Τον καιρό της ανθοφορίας μοσχοβολούσε ο τόπος . Οι ομορφιές της ήταν άπιαστες, ο κάμπος ήταν γεμάτος πράσινη χλώρη, γέμιζαν τα μάτια σου πράσινο. Ευλογημένος τόπος λες κι ο Θεός είχε ακουμπήσει το χέρι του εκεί…”, μας διαβάζει για να μας πει μετά:
“Ο παππούς ήταν μερακλής, του άρεσαν οι διασκεδάσεις και το καλό ντύσιμο. Ήταν κουβαρντάς και γαλαντόμος πάντα μας έλεγε . “Όταν παίρνεις γεμίζουν τα χέρια σου, όταν δίνεις γεμίζει η ψυχή σου”. Ήταν πάντα πρόθυμος και κεφάτος, είχε ωραία κορμοστασιά και του πήγαινε το σαλβάρι. Πάντα φορούσε κατάσαρκα το κεμέρι ( μια πολύ φαρδιά ζώνη στην οποία έδεναν όλα τα πολυτιμα αντικείμενα που είχαν κι ετσι τα προστάτευαν) . “Νενέ αγαπούσες πολύ τον παππού;” την είχε ρωτήσει η μικρή αδερφή μου Μέλπω. Γιατι όλο γι’ αυτόν μιλάς. Εμείς παιδί μου αγαπιόμασταν πολύ ,από εκεινες τις αγάπες που δεν βρισκεις όσο κι αν γυρέψεις . Σε εμάς, η γνώμη του άντρα μας ήταν νόμος το σπίτι μας ήταν δεύτερο σχολείο , υπήρχε σεβασμός . Το σπίτι πρέπει να είναι ειρηνικός τόπος ανάπαυσης και παρηγορίας έλεγε ο παππούς. Έχω ευχάριστες αναμνήσεις από την οικογενειακή μας ζωή.
Πηγές:
- 92 χρόνια μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή: Κράτος και πρόσφυγες του ’22…
- Πρόσφυγες του ’22 στη «μητέρα-πατρίδα»
- “Ιστορία του Έθνους”. Μεγάλο αφιέρωμα με μαρτυρίες και Μικρασιατών
- Οι πρόσφυγες του ’22 στα Χανιά