Σε μία σημαντική ανακάλυψη προχώρησαν επιστήμονες, καθώς «ήρθαν στο φως» σπάνια και παράξενα θαλάσσια είδη στα αχαρτογράφητα ύδατα του Ινδικού Ωκεανού.
Η ομάδα των βιολόγων ήταν η πρώτη που μελέτησε τα νερά γύρω από τα νησιά Κόκος (Keeling), ένα αυστραλιανό έδαφος που βρίσκεται πάνω από 960 χιλιόμετρα από τις ακτές της Σουμάτρας.
Κατά την εξερεύνησή τους στην περιοχή, χαρτογράφησαν γιγαντιαία υποβρύχια βουνά και συνάντησαν ζώα της βαθιάς θάλασσας με βελούδινο μαύρο δέρμα και στόματα γεμάτα αιχμηρούς, διαφανείς κυνόδοντες.
«Αυτή η περιοχή του κόσμου μελετάται τόσο σπάνια», δήλωσε στην Guardian η δρ Μισέλ Τέιλορ από το Πανεπιστήμιο του Έσσεξ και πρόεδρος της Εταιρείας Βιολογίας Βαθέων Θαλασσών, η οποία δεν συμμετείχε στην αποστολή.
Λίγες ερευνητικές αποστολές φτάνουν στον Ινδικό Ωκεανό, κυρίως επειδή είναι τόσο απομακρυσμένη. Η ομάδα χρειάστηκε έξι ημέρες για να φτάσει στα νησιά Κόκος με το ερευνητικό σκάφος Investigator, το οποίο διαχειρίζεται η εθνική επιστημονική υπηρεσία της Αυστραλίας, CSIRO.
«Τα πραγματικά αστέρια της παράστασης είναι τα ψάρια», είπε ο δρ Τιμ Ο’Χάρα, από το Ερευνητικό Ινστιτούτο Museum Victoria, ο οποίος ειδικεύεται στα ασπόνδυλα. «Υπάρχουν τυφλά χέλια και τρίποδα ψάρια, ψάρια-τσεκούρια και δρακόψαρα, με βιοφωσφορίζοντα όργανα. Είναι απλά εκπληκτικά».
Μεταξύ της τεράστιας ποικιλίας της ζωής που ανακάλυψαν οι επιστήμονες, το ψάρι «νυχτερίδα» της βαθιάς θάλασσας ήταν το αποκορύφωμα. Κάθεται στο βυθό σαν μια περίτεχνη τηγανίτα και κινείται χάρη στα δύο κοντόχοντρα πτερύγια που λειτουργούν ως πόδια. Κουνάει ένα μικροσκοπικό βολβοειδές «δόλωμα» που είναι χωμένο σε μια κοιλότητα στο ρύγχος του, ελπίζοντας προφανώς να ξεγελάσει το θήραμα και να το περάσει για νόστιμο σκουλήκι. Ανακάλυψαν επίσης ένα άγνωστο μέχρι σήμερα τυφλό χέλι, που συλλέχθηκε από βάθος 5.000 μέτρων, καλυμμένο με ζελατινώδες, διαφανές δέρμα.
Οι ερευνητές ανακάλυψαν αρχαία δόντια καρχαρία στο δίχτυ δειγματοληψίας που έριξαν στον πυθμένα του ωκεανού.
«Ανήκαν σε γιγάντιους καρχαρίες που έζησαν πριν από εκατομμύρια χρόνια», εξήγησε ο Ο΄Χάρα. Με βάση τις φωτογραφίες, οι ειδικοί στα απολιθώματα πιστεύουν ότι αυτά προέρχονται από «ζώα που μοιάζουν με τον μεγαλοδόντα».
Η ομάδα ανακάλυψε επίσης ένα δραματικό θαλάσσιο τοπίο, συμπεριλαμβανομένων τεράστιων βυθισμένων ηφαιστείων, ύψους 5.000 μέτρων.
Χρησιμοποιώντας σόναρ υψηλής ανάλυσης, η ομάδα δημιούργησε λεπτομερείς τρισδιάστατους χάρτες του βαθύ θαλάσσιου πυθμένα και ανακάλυψε αρκετές μικρότερες υποθαλάσσιες βουνοκορφές που ήταν άγνωστες προηγουμένως.
Πολλές βαθιές υποθαλάσσιες προεξοχές όχι μόνο καλύπτονται από πλούσιους βιότοπους κοραλλιών, σφουγγαριών και άλλης άγριας ζωής, αλλά παίζουν και κρίσιμο ρόλο στην ανάμιξη του ωκεανού. Τα βαθιά ρεύματα σαρώνουν τις πλευρές των υποθαλάσσιων βουνών, φέρνοντας ζωτικής σημασίας θρεπτικά συστατικά στην επιφάνεια.
Ένας από τους λόγους που πήγαν στα νησιά Κόκος ήταν να παράσχουν βασικές πληροφορίες που θα βοηθήσουν στη διαχείριση και προστασία του πρόσφατα δημιουργηθέντος θαλάσσιου πάρκου εκεί, το οποίο δημιουργήθηκε τον Μάρτιο του 2022 μαζί με το κοντινό θαλάσσιο πάρκο της Νήσου των Χριστουγέννων, το οποίο η ομάδα επισκέφθηκε πέρυσι.
Η κύρια απειλή, σύμφωνα με την ομάδα, είναι η πλαστική ρύπανση.
«Ακόμη και όταν βρίσκεσαι τόσο μακριά από την ήπειρο, σε βάθος τεσσάρων χιλιομέτρων, θα ανασύρεις πλαστικά», σημείωσε. «Το βλέπεις στο νερό, το βλέπεις πάνω στο νερό και το είδαμε και στις συλλογές μας».
Οι ειδικοί θα χρειαστούν χρόνια για να επεξεργαστούν όλα τα δείγματα που συνέλεξε η αποστολή, αλλά ο Ο’Χάρα εκτιμά ότι το 10% έως 30% των ειδών θα είναι άγνωστα στους επιστήμονες.
«Είμαι πραγματικά ενθουσιασμένη για το τι νέες μελλοντικές επιστημονικές ανακαλύψεις θα προκύψουν τα επόμενα χρόνια», δήλωσε η Τέιλορ.
Ένα πράγμα που έχει ήδη προγραμματίσει η ομάδα είναι να συγκρίνει το DNA από τα δείγματα με αποσπάσματα DNA που κοσκινίστηκαν από το θαλασσινό νερό, γνωστό ως περιβαλλοντικό ή eDNA, το οποίο αποβάλλεται από τους οργανισμούς στη βλέννα και τα κύτταρα του δέρματος.
Η ιδέα είναι ότι στο μέλλον, οι επιστήμονες θα μπορούν να προσδιορίζουν ποια είδη υπάρχουν στη βαθιά θάλασσα μόνο από το γενετικό υλικό που αφήνει πίσω του το θαλασσινό νερό.