Το ολοκαύτωμα του Διστόμου υπήρξε «μία από τις χειρότερες ωμότητες ολόκληρου του πολέμου», σημειώνει ο ιστορικός Mark Mazower, ενώ ο George Werhly κάνει λόγο για “σκηνές φρίκης και σαδισμού”. Πέντε πράγματα για την φρικτή ημέρα της 10ης Ιουνίου του 1944.
Ήταν Σάββατο πρωί, στις 10 Ιουνίου του 1944, όταν οι Γερμανοί μπήκαν στην κωμόπολη του Διστόμου, του νομού Βοιωτίας. Αυτή η μέρα έμελλε να μείνει στην ιστορία ως μία από τις πιο ειδεχθείς σφαγές αμάχων από τις Γερμανικές δυνάμεις.
“Μια ειδυλλιακή πατρίδα ήταν αυτός ο τόπος και για τους 1.800 ανθρώπους που τον Ιούνιο του 1944 ζούσαν μέσα και γύρω από το χωριό. Όμως, στις 10 Ιουνίου όλα άλλαξαν με κτηνώδη τρόπο.
Στρατιώτες των SS μπήκαν στο χωριό και δολοφόνησαν άνδρες, γυναίκες, ακόμη και πολλά παιδιά. Ήταν μια βάρβαρη, αιμοσταγής πράξη, ανεξήγητη ακόμη και μέχρι σήμερα”, αναφέρουν σε ρεπορτάζ της γερμανικής δημόσιας τηλεόρασης ARD δύο Γερμανοί δημοσιογράφοι που επισκέφτηκαν το χωριό και μίλησαν με τους απόγονους των εκτελεσμένων αλλά και με όσους γλίτωσαν τη θηριωδία.
Στο ρεπορτάζ τους οι δημοσιογράφοι μεταφέρουν μνήμες της Ελένης Σφουντούρη, που επέζησε ως 12χρονο κορίτσι, μόνο και μόνο επειδή οι στρατιώτες δεν την πήραν είδηση.
«Έβγαλαν όλους έξω από το σπίτι, με αυτόματα τους σκότωσαν, το μυαλό της μητέρας μου πιτσίλισε τον δρόμο, τη βρήκε η γιαγιά μου» θυμάται με έντονη συναισθηματική φόρτιση.
“Οι Γερμανοί στρατιώτες σφαγίασαν ακόμη και βρέφη, έκοψαν στήθη γυναικών.”
Με αφορμή την επέτειο των 75 χρόνων από την κτηνώδη σφαγή στο Δίστομο, ας δούμε πέντε πράγματα που πρέπει να γνωρίζουμε για τη σκοτεινή εκείνη μέρα.
1. Σφάγιαζαν με τόση μανία που δεν ξεχώριζαν γυναικόπαιδα και ηλικιωμένους
Η οικογένεια του Αργύρη Σφουντούρη ξεκληρίστηκε στη Σφαγή του Διστόμου. Αυτός επέζησε για να διηγηθεί τη θηριωδία
Το πρωί της 10ης Ιουνίου 1944, ξεκίνησε από τη Λιβαδειά προς την Αράχοβα μία φάλαγγα Γερμανών, στα πλαίσια εκκαθαριστικών επιχειρήσεων που έκαναν σε όλη τη Στερεά Ελλάδα. Λεηλατώντας το Δίστομο, κατευθύνθηκαν προς το χωριό Στείρα, όπου υπολόγιζαν ότι κατά την άφιξή τους θα αιφνιδίαζαν τους αντάρτες του ΕΛΑΣ. Ωστόσο, ο αιφνιδιασμός ήταν των Γερμανών, αφού δέχτηκαν επίθεση από λόχο ανταρτών, με αποτέλεσμα να υποχωρήσουν, με σημαντικές απώλειες σε νεκρούς και τραυματίες.
Θεωρώντας λοιπόν ότι για αυτή την επίθεση ευθύνονταν οι κάτοικοι του Διστόμου που ειδοποίησαν τον ΕΛΑΣ, επέστρεψαν στο Δίστομο και επιδόθηκαν σε μία πρωτοφανή θηριωδία. Άρχισαν τη σφαγή όσων κατοίκων έβρισκαν στο χωριό, με τόση μανία που δεν ξεχώριζαν ούτε τα γυναικόπαιδα, ούτε τους ηλικιωμένους. Βίαζαν τις γυναίκες πριν τις σκοτώσουν, έκαιγαν τα σπίτια του χωριού,αποκεφάλισαν τον ιερέα.
2. Νεκροί του Διστόμου
Οι νεκροί του Δίστομου έφτασαν στα επίσημα έγγραφα συνολικά τους 228, εκ των οποίων 117 γυναίκες, 111 άντρες και ανάμεσά τους ήταν και 53 παιδιά κάτω των 16 χρόνων.
Η μαρτυρία του απεσταλμένου του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, Ελβετού George Wehrly, που έφτασε στο Δίστομο λίγες μέρες μετά τη σφαγή, κάνει λόγο για 600 νεκρούς στην ευρύτερη περιοχή, ενώ ανέφερε ότι νεκροί βρίσκονταν παντού, ακόμα και κρεμασμένοι πάνω σε δέντρα.
3. Η φωτογραφία – σύμβολο της απώλειας
Τον Οκτώβρη του ’44, τέσσερις μήνες μετά την κτηνωδία, ο Ουκρανός φωτογράφος Ντμίτρι Κέσερ βρέθηκε στο Δίστομο και απαθανάτισε τους εναπομείναντες κατοίκους που προσπαθούσαν να σταθούν στα πόδια τους.
Εκεί, μεταξύ άλλων, φωτογράφισε τη μαυροφορεμένη Μαρία Παντσίκα. Η φωτογραφία ξεχώρισε αφού η έκφραση στο πρόσωπο της Μαρίας αποτύπωνε τρομερά τον πόνο της απώλειας, του πόνου και της φρίκης. Δημοσιεύτηκε δίπλα σε άρθρο Γερμανικής εφημερίδας με τίτλο “Τί έκαναν οι Γερμανοί στην Ελλάδα” και λεζάντα που έγραφε “Η Μαρία Παντίσκα ακόμη θρηνεί 4 μήνες μετά τη δολοφονία της μητέρας της από τους Γερμανούς στη σφαγή στο ελληνικό χωριό Δίστομο”.
4. Ο Γερμανός επικεφαλής της σφαγής, Hans Zampel
Ο Hans Zampel, ο επικεφαλής της σφαγής, μετά το τέλος του πολέμου συνελήφθη στο Παρίσι και εκδόθηκε από τις Γαλλικές αρχές στην Ελλάδα για το έγκλημα του Διστόμου. Τον Αύγουστο του 1949 ομολόγησε την έκταση των γερμανικών θηριωδιών στο Δίστομο, αλλά δικαιολογήθηκε ότι εκτελούσε διαταγές ανωτέρων.
Στην πορεία ζητήθηκε η μεταφορά του στην Γερμανία για τις εκεί έρευνες όπου και παρέμεινε.
Σύμφωνα με πληροφορίες δεν αντιμετώπισε ποτέ τις συνέπειες των πράξεών του.
5. Θανάσης Παπούλιας, νόμιζε ότι σκότωσε τον Zampel
9 χρόνια μετά την ανείπωτη σφαγή, ο Θανάσης Παπούλιας που από το ’34 είχε ενταχθεί στο διωκόμενο Κ.Κ.Ε., πήρε την απόφαση να πάρει εκδίκηση εκτελώντας εν ψυχρώ τον Zampel, πριν την έκδοσή του στη Γερμανία.
«Φεύγουν όλοι. Από το κελί μου βλέπω τον Τσάμπελ που περπατούσε με ένα πακέτο χαρτιά και ένα κουτί γλυκά. Μόνος του. Τρέχω στο μπάνιο. Παίρνω το σίδερο και του βγαίνω μπροστά. Τον αρπάζω από τον ώμο, του δίνω μια σπρωξιά και την ώρα που έπεφτε σηκώνω το σίδερο και με όση δύναμη έχω του το κατεβάζω στο πίσω μέρος του κεφαλιού του. Πέφτει στο χώμα με ανοιγμένο στα δύο το κεφάλι του», περιγράφει ο Παπούλιας σε συνέντευξή του.
Όταν τον ρώτησαν γιατί τον χτύπησε είπε απλά “για το Δίστομο”.
Από τότε – όπως ανέφερε – άρχισε το μαρτύριό του.Τον οδήγησαν στην απομόνωση ως ψυχοπαθή και έκανε απεργία πείνας για 10 ημέρες.
Μέχρι το ’76 νόμιζε πως είχε σκοτώσει τον Zampel.
76 χρόνια μετά.. Κανείς δεν ξεχνά το μαρτυρικό χωριό, το τοπίο φρίκης και πόνου, ένα από τα πιο αποτρόπαια εγκλήματα του φασισμού. 75 χρόνια μετά και εξακολουθούμε να ανακαλούμε τις θηριωδίες του ναζισμού.