15.8 C
Chania
Friday, April 19, 2024

ΘΑ ΕΡΘΟΥΜΕ ΓΙΑ ΕΣΑΣ

Ημερομηνία:

Του Παναγιώτη Ξηρουχάκη*

ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ: Τι θα συνέβαινε αν; Αυτό το ερώτημα θέτει διαρκώς στα διηγήματά του ο Παναγιώτης Ξηρουχάκης, από εκεί ξεκινάει και πλάθει τις ιστορίες του. Συνήθως δυστοπικές, με χαρακτήρες που μοιάζουν σα να ξεπήδησαν από κάποια ταινία του Κάρπεντερ, ατίθασοι, ρέμπελοι, τυχοδιώκτες, με μία σοφία του δρόμου να διέπει τον λόγο και τις πράξεις τους, με καταβολές από την εργατική τάξη, μιλούν λαϊκά και γι’ αυτό μοιάζουν γνωστοί μας. Κάπου τους έχουμε ξαναδεί. Μιλάμε την ίδια γλώσσα.

Όμως αν η ιστορία κτίζεται γύρω από κάποια υπόθεση και τα εφτιαλτικά συνήθως σενάρια που εξυφαίνονται γύρω απ’ αυτήν για τον πρωταγωνιστή, ο εφιάλτης είναι πέρα για πέρα πραγματικός. Τον ζούμε.

tha erthoume gia sas FINALCOVER

Το φανταστικό στοιχείο έρχεται να περιπλέξει και να επεξηγήσει υπερφυσικά, φιλοσοφικά ή επιστημονικά μία ούτως ή άλλως σύνθετη πραγματικότητα μίας κοινωνίας σε κρίση, οικονομική, πολιτιστική και κοινωνική. Αυτό είναι το στέρεο έδαφος της ιστορίας. Δίχως αυτό θα αιωρούνταν στον αέρα. Οι ομοιότητες με τη ζωή εδώ και τώρα, στην Ελλάδα της παρατεταμένης παρακμής είναι και υπαρκτές και ουσιαστικές.

Όταν ο πρωταγωνιστής συνειδητοποιεί ότι τα προβλήματα του δεν είναι ατομικά αλλά κοινά για όλους τους ανθρώπους, τότε και μόνο τότε φανερώνεται η συλλογική φρικαλέα αλήθεια. Τρέλα και παράνοια, λοιπόν, ή σύγκρουση με το πρόσωπο του τρόμου, αυτό που πολλές φορές μοιάζει με το δικό μας;

Το βέβαιο είναι ότι η συνειδητοποίηση της αλήθειας δεν είναι αρκετή για να επιβιώσει ο άνθρωπος. Γιατί το να γνωρίζεις το πρόσωπο της καταστροφής σου δε σημαίνει πως έχει τη δύναμη να αντιστρέψεις την πορεία της. Γιατί, εν τέλει, στο ερώτημα «τι θα συνέβαινε αν», ίσως η πιο φυσική και λογική απάντηση να είναι «θα έρθουν και για εσάς». Όποιοι και αν είναι αυτοί.

Γιάννης Αγγελάκης

ΘΑ ΕΡΘΟΥΜΕ ΓΙΑ ΕΣΑΣ

του Πάνου Ξηρουχάκη

Άκουγα τα κτυπήματα κάθε βράδυ για ένα μήνα. Απόκοσμα κτυπήματα που με ξυπνούσαν μέσα σε εφιάλτη. Σκέφτηκα ότι όλα ήταν ένα παιχνίδι του μυαλού μου. Η tumblr_libmn3Gpkn1qa1e2io1_500αλήθεια είναι ότι δεν ήμουν και πολύ καλά εκείνο τον καιρό. Απολυμένος και η γυναίκα μου με είχε αφήσει για έναν άλλο άντρα (εννοείται ευκατάστατο. Να δούμε τι θα κάνει το κάθαρμα όταν τον απολύσουν και εκείνον…). Ζούσα σε μία κόλαση αλκοολισμού για ένα χρόνο. Ζούσα σε ένα ψεύτικο κόσμο από αναμνήσεις και το παρελθόν είχε γίνει πια ο κόσμος μου.

Ζούσα τα μεγαλεία του χθες σαν να ήταν σήμερα. Τα παιχνίδια στις αλάνες, τα παιδικά παιχνίδια στο κομπιούτερ και τη μουσική ντίσκο. Την Αργεντινή του μουντιάλ το ’86 και τη φρουτοπία. Όλα ήταν τόσο ωραία χθες. Τόσο μαύρα σήμερα. Ο μόνος λόγος που έμενα ζωντανός ήταν ότι δεν είχα τα κότσια να αυτοκτονήσω. Τα λίγα λεφτά που μου είχαν απομείνει, τα έπινα σε ουίσκι. Μέσα σε ένα σκοτεινό δωμάτιο. Σπάνια έβγαινα έξω, ενώ φίλοι δε μου έχουν απομείνει. Είμαι μόνος.

Τώρα, δίπλα σε όλα τα προβλήματά μου, ήρθε τον τελευταίο καιρό να προστεθεί και ο καθρέπτης. Αρχικά και για ένα μήνα, κάθε βράδυ τα κτυπήματα από τον καθρέπτη με ξυπνούσαν απότομα. Ο καθρέπτης έμενε ακίνητος, αλλά ο θόρυβος ερχόταν ακριβώς από εκεί.Σαν να υπήρχε κάτι τρομώδες που δε φαινόταν αλλά μόνο ακουγόταν. Δεν ήταν πολύ δυνατά τα χτυπήματα αυτά, αλλά είχαν κάτι το σατανικό, κάτι το ρυθμικό, κάτι το επαναλαμβανόμενο.

Μήπως αυτά τα κτυπήματα δεν υπήρχαν, αλλά ήταν προϊόν της παράνοιας και της δυστυχίας μου; Φοβήθηκα να το πω σε κάποιον μήπως και με πάρουν για τρελό. Βρε άντε από ’δώ, δεν ήθελα να μπω σε τρελλάδικο. Και έτσι, για ένα μήνα, ζούσα με αυτόν τον τρόπο.

"google ad"

Όμως ξαφνικά τα κτυπήματα δυνάμωσαν απότομα .Και δεν ακουγόταν πια μόνο στον ύπνο μου, αλλά πολλές φορές και όταν ήμουν ξύπνιος.Σαν να ζούσα έναν εφιάλτη από τον οποίο δε μπορούσα να ξυπνήσω .Και σταδιακά, μέρα με τη μέρα, γινόταν όλο και πιο έντονα, όλο και πιο δαιμονισμένα. Όλο και πιο κοντά μου… Τι να σημαίνουν αυτά τα κτυπήματα; Από που έρχονται; Τι θέλουν; Μία νύχτα, μία αγγελική γυναικεία φωνή ακούγεται μέσα στον ύπνο μου να λέει: “Έλα μέσα στον καθρέπτη”.

Προσπάθησα να καταφύγω στο παρελθόν για λίγη ηρεμία. Ακόμα και το παρελθόν άρχισε να χάνει τη γοητεία του από τον τρόμο του σήμερα, τον τρόμο του καθρέπτη. Σκεφτόμουν τις όμορφες στιγμές όταν έπαιζα το ατάρι μου, αλλά ερχόταν ο φόβος του βραδιού να τα σβήσει όλα. Ο τρόμος από τα απόκοσμα κτυπήματα πίσω από τον καθρέπτη.

Πράγματι αν και τη μέρα ήταν ενοχλητικό ,κάθε βράδυ γινόταν πιο έντονο και αισθανόμουν ότι με παρέσυρε μέσα του, σε έναν άλλο κόσμο, σε μία άλλη διάσταση, σε ένα νέο τρόμο. Η όλη κατάσταση κρατούσε για ώρες. Και εκείνη η φωνή που με καλούσε μέσα στον καθρέπτη…tumblr_n7welwEP8c1s2q8feo1_500

Άρχισα να βγαίνω έξω και να τριγυρνάω στα στενά της πόλης. Ενώ στην αρχή ηρέμησα και ανακουφίστηκα, αυτό δεν κράτησε πολύ. Οι πόλεις είναι γεμάτες από καθρέπτες. Δεν μπορείς να ξεφύγεις από το είδωλό σου. Έτσι όπου περνούσα από καθρέπτες άκουγα τα κτυπήματα και έτρεχα να κρυφτώ. Ήμουν καταραμένος. Μπήκα σε ένα μπαρ και κάθισα όσο πιο μακριά γινόταν από τον καθρέπτη του.Έπινα σαν τρελός. Στις τουαλέτες δεν έμπαινα,προτιμούσα να κατουριόμουν πάνω μου από το να αντικρύσω κάποιον καθρέπτη. Τι ντροπή θεέ μου… Η κατάντια μου δεν είχε σταματημό.

Αναμνήσεις ερχόταν και μου τρυπούσαν το μυαλό. Η απόλυση μου, ο χωρισμός και η κατηφόρα. Τόσα χρόνια προσπαθούσα να φτάσω ψηλά και τελικά έπεσα μέσα στα σκατά. Θυμήθηκα ένα σύνθημα παλιό «Είναι και πολύ λέρα όποιος κυνηγά καριέρα». Τότε που το είχα δει, γέλασα και κορόιδεψα. Σκέφτηκα ότι το είχε γράψει κάποιος αποτυχημένος που ζήλευε. Αλλά τότε ήταν αλλιώς. Δίπλα μου είχα ένα μοντέλο και οδηγούσα το ακριβό αυτοκίνητό μου. Τώρα το σύνθημα αυτό μου φαίνεται αλλιώς. Πιο αληθινό. Ήθελα το χρήμα και την εξουσία. Να φτάσω ψηλά. Δεν ήξερα ότι συνήθως αυτός είναι ο ιδανικός δρόμος για να πέσεις στα σκατά.

Θυμάμαι δύο χρόνια πριν όταν απόλυσαν το Μάριο. Είπα, δε γαμιέται και αυτός. Ανταγωνιστής μου βλέπεται.

Αυτοκτόνησε. Στην κηδεία του δεν πήγα. Έλεγα, έλα μωρέ ο αποτυχημένος. Τελικά τον κατάλαβα όταν με απόλυσαν. Κανένας συνάδερφος δε με πήρε να με συλλυπηθεί ή να μου δώσει κουράγιο. Έμεινα μόνος και τότε κατάλαβα πώς ένιωθε ο Μάριος, όταν το αφεντικό τον ξαπόστειλε. Μόνο που αυτός είχε τα κότσια να δώσει τέλος στη μίζερη ζωή του. Εγώ αισθανόμουν ότι οι καθρέπτες είχαν γίνει η ζωή μου και το τέλος μου.

Οι συλλογισμοί μου διαλύθηκαν απότομα. Εκείνη την ώρα, είδα μία παρέα τρομαγμένων νέων να δείχνουν τον καθρέπτη. Βγήκαν έξω τρέχοντας. Ο μπάρμαν καθόταν φαινομενικά ψύχραιμος. Αλλά παρατήρησα ότι ήταν ιδρωμένος. Σαν να έκρυβε την ταραχή του. Ήμουν αρκετά μεθυσμένος για να σκεφτώ παραπάνω και να υπολογίσω την κατάσταση.tumblr_lded4ejMMe1qzgcpyo1_r1_500

Γύρισα σπίτι μου. Έπεσα για ύπνο, αφού κατανάλωσα επιπλέον μισή μπουκάλα ουίσκι. Αλλά τα χειρότερα δεν είχαν έρθει ακόμα.Γιατί σε εκείνο τον εφιάλτη, σε εκείνο το βασανιστήριο, γνώρισα για πρώτη φορά τι θα πει πραγματική φρίκη .Μια αγγελική φωνή με πρόσταζε: “Έλα μέσα στον καθρέπτη”. Ενώ τα χτυπήματα… Σαν τα χτυπήματα να μην ερχόταν μόνο από τους καθρέπτες αλλά και από μέσα μου. Σαν να είχαν μπει οι καθρέπτες μέσα στη ψυχή μου. Ή σαν να είχα μπει εγώ μέσα στους καθρέπτες. Πετάχτηκα από το κρεβάτι.Ο σωματικός πόνος ήταν απίστευτος. Μου ερχόταν να ξεράσω. Ο πόνος έφυγε, όπως ήρθε, αλλά ο πανικός με είχε κυριεύσει. Έτσι άρχισα να τρέχω στους δρόμους με τις πιτζάμες. Το περίεργο είναι ότι είδα και άλλους τρελούς να τρέχουν. Άλλοι με πυτζάμες, άλλοι ντυμένοι και άλλοι γυμνοί. Και φώναζαν : «Οι καθρέπτες, οι καθρέπτες!»

Τότε συνειδητοποίησα ότι η κατάσταση δεν ήταν προσωπική. Ήμουν τόσο κλεισμένος στον εαυτό μου, που δεν είδα γύρω μου ότι κι άλλοι άνθρωποι άκουγαν τους περιέργους ήχους. Πράγματι, κοντά ένα χρόνο έβγαινα σπάνια, ενώ τον τελευταίο καιρό που οι καθρέπτες μας επιτίθενται, εγώ βγήκα από το σπίτι μόνο για να αγοράσω ουίσκι από το σουπερμάρκετ της γειτονιάς. Κλεισμένος στην κόλαση μου, δεν είδα ότι κάτι γίνεται στον κόσμο, κάτι κακό. Αυτή η ιδέα με ανακούφισε παραδόξως, καθώς κατάλαβα ότι δεν είχα τρελαθεί ακόμα. Έτσι μου έφυγε ένα μεγάλο βάρος. Σταδιακά όμως, έτσι όπως έβλεπα στο δρόμο τον κόσμο να τρέχει πανικόβλητος, κατάλαβα ότι ίσως να ζούσα στιγμές που ούτε στο χειρότερο εφιάλτη δεν είχα ζήσει. Άκουσα ένα δυνατό ήχο δίπλα μου. Γύρισα και είδα μέσα σε μία λίμνη αίματος το σώμα ενός ανθρώπου, που είχε αυτοκτονήσει πηδώντας δευτερόλεπτα πριν από κάποιο μπαλκόνι. Κοίταζα σαστισμένος το πτώμα για κάποια λεπτά μαζί με άλλους περίεργους. Κάποιος απ’ αυτούς μονολόγησε: «Οι καθρέπτες». Κάποια γυναίκα έκλαιγε με σπαρακτικούς λυγμούς από ψηλά (κάποια συγγενής του νεκρού ίσως;).

Συνέχισα να προχωράω και ας μην ήξερα πού πάω, μέσα στα βρώμικα στενά της πόλης. Μετά από λίγο κάποιος βγήκε και ούρλιαζε σ’ ένα μπαλκόνι. «Σκότωσα τη γυναίκα και τα τρία μου παιδιά. Οι καθρέπτες με έβαλαν να το κάνω!». Στη συνέχεια ξέσπασε σε ένα παρανοϊκό γέλιο. Ένα περιπολικό σταμάτησε μπροστά μου και από μέσα του πετάχτηκε ένας μπάτσος. Μου παράταξε το όπλο και είπε :«Τον πούλο ρε μαλακισμένο!! Τον πούλο…»

Γύρισα στο σπίτι μου τρομαγμένος. Τι γινόταν τελικά στον κόσμο; Ερχόταν το τέλος;Πήγα στο γείτονα, ένα συνομήλικό μου, με τον οποίο είχαμε κάποιες σχέσεις στο παρελθόν, αλλά μετά το χωρισμό μου και την επακόλουθη απομόνωση στον εαυτό μου, είχαμε ξεκόψει. Ήταν τέσσερις τα ξημερώματα, αλλά δεν ντράπηκα να του κτυπήσω την πόρτα. Ήξερα ότι δεν κοιμόταν. Κανείς δεν κοιμόταν εκείνη τη νύχτα. Κοίταξε από το μάτι της πόρτας. Μετά από λίγο, μου άνοιξε φοβισμένος. Ξανθός, μακρυμάλλης ,γύρω στα τριάντα. Πολύ διαβασμένο παιδί και φιλότιμος.

«Έλα Δημήτρη. Πέρασε». Με κοίταζε με επιφυλακτικότητα.
«Τι γίνεται ρε Μάνο;Τι κόλαση είναι αυτή;»
«Ναι, κορυφώνεται κάθε μέρα πιο πολύ.»mirror-man-of-la_5

Του εξήγησα ότι δεν είχα πάρει πρέφα, ότι αφορούσε όλο τον πληθυσμό. Του είπα τι νόμιζα μέχρι πρόσφατα. Ότι δηλαδή αυτό το θέμα αφορούσε μόνο εμένα .Θεωρούσα ότι όλα ήταν ψευδαισθήσεις του μυαλού μου. Πρόσφατα κατάλαβα ότι όλοι ζούσαν στον τρόμο.

«Η κατάσταση αυτή ξεκίνησε πριν περίπου δύο μήνες. Στην αρχή το κρύβαμε ο ένας από τον άλλο.Επιλέξαμε τη σιωπή. Είχαμε τη ψευδαίσθηση ότι τα κτυπήματα ήταν προϊόντα της νοσηρής μας φαντασίας, ήταν δηλαδή προσωπικά προβλήματα που δεν αφορούσαν τους άλλους. Στη συνέχεια, και όσο ο θόρυβος μεγάλωνε, αναγκαστήκαμε να το παραδεχτούμε. Κάτι συνέβαινε. Κάτι περίεργο. Σημαντικό. Αυξήθηκαν και ραγδαία οι αυτοκτονίες. Οι βιασμοί. Η βία. Ο κόσμος έχει ξεφύγει τελείως. Μία με δύο μέρες τώρα η κατάσταση έχει φτάσει στο απροχώρητο. Εκεί που αυτοκτονούσαν στην πόλη δέκα την ημέρα, σήμερα αυτοκτόνησαν εκατοντάδες. Ο πρώτος μου ξάδερφος την έκανε για τον άλλο κόσμο τινάζοντας τα μυαλά του στον αέρα. Και μία φίλη μου κρεμάστηκε. Επίσης με πήρε η μητέρα μου. Ο πατέρας μου δέχτηκε επίθεση από το γείτονα του με ένα κατσαβίδι.»

«Και τι έγινε; Μη μου πεις…»

«Του φώναζε :“Μπάσταρδε, γαμάς τη γυναίκα της ζωής μου!”. Τον χτύπησε κάποιες φορές με το κατσαβίδι. Ο αδερφός μου τότε, τον χτύπησε με ένα ρόπαλο δυνατά στο κεφάλι και έτσι έσωσε τον πατέρα μου από βέβαιο θάνατο. Μέσα στα αίματα ο τρελός μονολογούσε: “Οι καθρέπτες! Οι καθρέπτες!” Έφυγε τρέχοντας.»

«Γιατί δεν τους σπάμε; Γιατί δεν τους συντρίβουμε αφού θέλουν το κακό μας;»

«Δοκίμασε». Μου έδωσε αποφασιστικά ένα τασάκι και μου έδειξε τον καθρέπτη απέναντι μας. Πέταξα με δύναμη το τασάκι και διέλυσα το καθρέπτη. Μέσα όμως σε λίγα δευτερόλεπτα, ο καθρέπτης είχε γίνει όπως πριν. Δεν κατάλαβα καν πώς έγινε.

«Κοίταξε, μέρες τώρα σπάμε τους καθρέπτες. Αυτοί φτιάχνουν αυτόματα. Μέσα σε κλάσματα τα θραύσματα γυαλιού επιστρέφουν πίσω. Η διαδικασία γίνεται τόσο γρήγορα που δεν προλαβαίνεις καν να τη δεις. Κάποιοι προσπάθησαν να τους πετάξουν σε χωματερές. Όταν επέστρεψαν σπίτι τους, οι καθρέπτες ήταν στην αρχική τους θέση. Δεν υπάρχει διαφυγή. Πίστεψέ με.»

Ήταν πλέον έξι το πρωί. Ανοίξαμε την τηλεόραση να χαζέψουμε λίγο και να ξεχαστούμε .Πράγματι, είχε μία ασπρόμαυρη ταινία. Η παρακολούθησή της, ήταν αρκετή για να μας βγάλει από τη μαυρίλα .Όμως ξαφνικά το πρόγραμμα διακόπηκε. Ο πρωθυπουργός μιλούσε σε έκτακτο δελτίο.

«Αγαπητοί συμπολίτες. Μη φοβάστε τίποτα. Όλα θα πάνε καλά. Οι ειδικοί εργάζονται πάνω στο θέμα. Μην πανικοβάλλεστε.» Την ώρα που τα έλεγε αυτά κρατούσε διακριτικά την κοιλιά του. Ήταν φανερό επίσης, από τις συσπάσεις του προσώπου του, ότι κοιλοπονούσε.mirror-man-of-la_1

«Αν και προσπαθεί να το κρύψει ο γελοίος ,ο φόβος και το άγχος έχουν κυριαρχήσει πάνω του .Μάλλον έπαθε καμία γαστρεντερίτιδα από τον τρόμο του .Κοίταξέ τον. Όσο και αν υποκρίνεται, φαίνεται ότι είναι έτοιμος να χεστεί πάνω του! »

Ξεράθηκα στα γέλια από την παρατήρηση του γείτονά μου, ενώ ο πρωθυπουργός συνέχισε: «Πάντα μαζί σας είχα μία σχέση ειλικρίνειας. Οι καιροί είναι δύσκολοι αλλά μαζί θα ξεπεράσουμε όλες τις αναποδιές.»
Τι μαλάκας ,σκέφτηκα. Και τον είχα ψηφίσει αυτό το γελοίο… Αλλά κι εγώ καλός μαλάκας ήμουν που τον ψήφισα.

«Μαζί για μία Ελλάδα…» «Βούλωστο!», ακούστηκε μία φωνή μέσα από το πλατό, « Βούλωστο, γαμημένε απατεώνα!». Ένας πυροβολισμός διέκοψε τον οργισμένο αυτό άνθρωπο. Η φωνή του πνίγηκε σε ένα βογγητό ξεψυχίσματος. Ο πρωθυπουργός καταϊδρωμένος, συνέχισε μετά από δύο λεπτά, αφού κοίταξε δεξιά και αριστερά σαστισμένος. Επίσης φαινόταν ότι, από τα ακουστικά που φορούσε, έπαιρνε οδηγίες. Τουλάχιστον αυτό μαρτυρούσαν οι χαζές και σπαστικές γκριμάτσες που έκανε κάθε τόσο. «Μόλις δέχτηκα τρομοκρατική επίθεση.

Ευτυχώς η φρουρά μου με προστάτευσε από τον εχθρό. Από σήμερα κηρύττουμε στρατιωτικό νόμο. Να μένετε σπίτια σας και να μη φοβάστε τίποτα. Όλα θα πάνε καλά.»

Έκλεισε την τηλεόραση και έφυγα για το σπίτι μου. Στο δωμάτιο, με υποδέχτηκε ο καθρέπτης με χτυπήματα. Ήταν τόσο αστείο που σκέφτηκα πως ίσως και να με ρωτούσε που ήμουν.

«Καθρέπτη, καθρεφτάκι μου δεν πας να…»

Τα χτυπήματα δυναμώνανε. Έπιασα το μπουκάλι και του το πέταξα. Αυτός επιδιορθώθηκε μέσα σε κλάσματα. Ούτε καν πρόλαβα να δω τη διαδικασία. Συνέχισε το χτύπημα. Σαν να με υπνώτιζε. Από μέσα μου βγαίνανε εικόνες φόνων και βίας. Έπρεπε να εκδικηθώ, να σκοτώσω. Υπνωτιζόμουν σε ένα κόσμο βίας και μίσους απελευθερωτικού.

Όση συνείδηση μου είχε απομείνει αντιστεκόταν στην επερχόμενη κόλαση. Έβλεπα τι μου έκανε. Ήθελε να με κάνει υποχείριό του, όπως τους άλλους. Η λογική νίκησε στιγμιαία αλλά ήξερα ότι δε θα κρατούσε πολύ. Μπήκα στο μπάνιο, όπου ευτυχώς δεν είχα ποτέ καθρέπτη, έκλεισα την πόρτα, για να μη με επηρεάζει τόσο ο θόρυβος και έκανα μπάνιο με παγωμένο νερό. Άρχισα να συνέρχομαι, καθώς και τα χτυπήματα, λόγω της απόστασης από τον καθρέπτη, αλλά και της κλειστής πόρτας που παρεμβαλλόταν, δεν έφταναν με τόση ένταση. Επανήλθα πλήρως μετά από ένα δεκάλεπτο. Έπρεπε να βρω μια περιοχή χωρίς καθρέπτες για να κρυφτώ. Και ο στρατιωτικός νόμος;

Αν προχωρούσα στο δρόμο κινδύνευα. Τι να έκανα λοιπόν;MirrorMan2

Ήξερα την απάντηση .Δεν μπορούσα να μείνω άλλο εδώ .Θα το διακινδύνευα. Βγήκα γρήγορα στο δρόμο .Είχε αρχίσει να ξημερώνει. Προχωρούσα μέσα στα στενά σοκάκια ,γιατί δε συνέφερε να πάω από κάποιον κεντρικό δρόμο. Εκεί οι κίνδυνοι δε θα έρχονταν μόνο από τους καθρέπτες, αλλά ίσως και από το στρατό. Πάντως κι άλλοι είχαν την ίδια ιδέα με ’μένα .Συνάντησα αρκετούς απελπισμένους. Προχωρούσαν τρομαγμένοι , ενώ κάποιοι έκλαιγαν. Μάλιστα, μετά από λίγα λεπτά, και καθώς προχωρούσα, με πρόλαβε ένας τύπος που προχωρούσε αρκετά γρήγορα.

Την ώρα που με προσπερνούσε αποφάσισα να του μιλήσω. Θα προσπαθούσα να φανώ φιλικός. Άλλωστε, στη βιαστική φυγή μου, δεν ειδοποίησα και το γείτονα μου να έρθει (λόγω πανικού ,γιατί η αλήθεια ήταν ότι τον συμπαθούσα) και τώρα ήμουν μόνος .Δεν θα ήταν κακό να έβρισκα παρέα .Έτσι του είπα:

«Φίλε και εσύ την κάνεις για εξοχή;»

Γύρισε και με κοίταξε με μάτια γουρλωμένα:

«Ναι ρε μαλάκα, έχεις κανένα πρόβλημα; Μη σου γαμήσω τίποτα;»

«Καλά ηρέμησε. Και εγώ μαζί σου είμαι.»

Με χτύπησε το κάθαρμα στο πρόσωπο με λύσσα .Ζαλίστηκα και έπεσα πίσω .Ήρθε από πάνω μου και είπε: «Με καλούν μέσα στον καθρέπτη .Θα μπω και κανένας δε θα μου φέρει αντίρρηση.»
Συνέχισε να με κλωτσάει όσο ήμουν πεσμένος ,μέχρι που λιποθύμησα .Σηκώθηκα μετά από καμία ώρα. Προσπάθησα να συνεχίσω ,αλλά ένα στρατιωτικό τζιπ ήρθε προς τα μένα και από τα μεγάφωνά του μου ανακοίνωσε:

«Πολίτη γύρνα πίσω. Δε θα σου το πούμε δεύτερη φορά» . Μια ριπή ακούστηκε, καθώς κάποιος φαντάρος πυροβόλησε στον αέρα για εκφοβισμό. Γύρισα προς το σπίτι και ξαναπήγα στο γείτονα.

«Ρε ποιος σου έκανε τα μούτρα έτσι;»

«Κάποιο κάθαρμα χωρίς λόγο. Στη συνέχεια όμως με σταμάτησε ο στρατός. Ήθελα να πάω προς την εξοχή…»

«Ναι ρε γαμώτο, δεν αφήνουν τον κόσμο να φύγει. Είμαστε εγκλωβισμένοι . Ας κάνουμε λίγη υπομονή. Ίσως φτιάξει η κατάσταση. Κάτσε να βάλω λίγη μουσική.»

Κάθισε αμίλητος απέναντί μου. Αφού κατεβάσαμε όλο το ουίσκι του ,σηκώθηκα και πήγα σπίτι μου. Έπεσα για ύπνο. Αισθάνθηκα ότι πνιγόμουν. Ήμουν εγκλωβισμένος σε ένα γυάλινο ρευστό υγρό όπου κολυμπούσα με δυσκολία. Έξω από το υγρό και απέναντι μου υπήρχε ένα δωμάτιο. Κάποια κοπέλα κοιταζόταν μπροστά μου με απίστευτη ματαιοδοξία.« Μα τι κάνει;» σκέφτηκα.« Εδώ απέναντι είμαι. Γιατί δε με βοηθάς;» Σαν να ήμουν φάντασμα.

Η συνειδητοποίηση ήρθε απότομα. Ήμουν εγκλωβισμένος μέσα στον καθρέπτη. Άρχισα να χτυπάω μανιασμένα τα χέρια μου πάνω στο υγρό, αν και αισθανόμουν ότι, καθώς είχα σταματήσει να κολυμπάω, βυθιζόμουν σε αυτό το ρευστό γυαλί. Βυθιζόμουν όμως προς τα πίσω και όχι προς τα κάτω .Είχαν ανατραπεί όλοι οι νόμοι της βαρύτητας.

Πνιγόμουν, αλλά συνέχισα να κτυπάω το ρευστό υγρό, στο οποίο ήμουν βυθισμένος. Και ο ήχος από τα χτυπήματά μου, ήταν ο ίδιος με τα χτυπήματα των καθρεπτών που με ενοχλούσαν τόσο καιρό. Πριν εγκλωβιστώ και εγώ ο ίδιος μέσα στον καθρέπτη .Πριν εγκλωβιστώ μέσα στον εφιάλτη.

Πετάχτηκα με δύναμη από το κρεβάτι. Έβλεπα απλά ένα απαίσιο όνειρο. Απέναντί μου κοίταξα τον καθρέπτη που χτυπούσε μανιασμένα. Τρόμος με κατέκλυσε και πανικός .Λες να ήταν κάποιος μέσα του εγκλωβισμένος και να ζητούσε τη βοήθεια μου; Δεν άντεχα άλλο. Τρέχω στο γείτονα, που μου ανοίγει τρομαγμένος.

«Είδα τον πιο τρομακτικό εφιάλτη στη ζωή μου. Είδα ότι ήμουν εγκλωβισμένος μέσα σε καθρέπτη. Ή ακόμα, ότι εγώ ο ίδιος ήμουν ο καθρέπτης! Δεν ξέρω.»DPA_CZ09_MIRRORMAN_2

«Το ίδιο είδα και εγώ. Έχει να κάνει με το συλλογικό υποσυνείδητο. » απάντησε.

«Οι καθρέπτες μας έχουν καταλάβει. Σαν να έχουν κερδίσει κάποιο πόλεμο ενάντια στους ανθρώπους και έτσι είμαστε εγκλωβισμένοι να ζούμε μπροστά τους .Στα όνειρά μας πνιγόμαστε μέσα σε εκείνους .Έχουν επιβάλλει την εξουσία τους. Άλλωστε, γιατί δεν μπορούμε να φύγουμε από την πόλη, να πάμε στην εξοχή, όπου δεν υπάρχουν καθρέπτες;Μας έχουν εγκλωβίσει»

Μείναμε για λίγο αμίλητοι .Σιγά σιγά άρχισα να ηρεμώ.Από το παράθυρο μου βλέπω ότι το πρωινό είναι απαίσιο και ο ήλιος σχεδόν εξαφανισμένος.Η αλήθεια είναι ότι δύο μήνες τώρα ο καιρός ήταν μονίμως μουντός.Όλα είναι πια περίεργα,όλα είναι λοξά.Κανονικά έπρεπε να έχει μπει ήδη το καλοκαίρι.Δε φόρτωσα όμως το Μάνο με αυτή τη σκέψη. Προσπάθησα να τον καθησυχάσω.

«Κοίτα, μη τρελαίνεσαι. Χαλάρωσε. Ίσως να υπάρχει κάποια λογική εξήγηση. Ίσως…»

Το τελευταίο το είπα βέβαια χωρίς να το πιστεύω. Περισσότερο για να παρηγορήσω το Μάνο ή και εμένα. Να πείσω τον εαυτό μου. Αλλά, τι σκατά λογική εξήγηση να υπάρχει; Εδώ η λογική έχει πεθάνει. Ξαφνικά τα κτυπήματα άρχισαν πάλι, πιο δυνατά και δαιμονισμένα από ποτέ. Γυρίσαμε και κοιτάζαμε και οι δύο τον καθρέπτη. «Τα κτυπήματα θεέ μου» τραύλισε ο Μάνος. Ξαφνικά ο καθρέπτης έσπασε σε χιλιάδες θραύσματα. Ένα έκοψε το μάγουλό μου. Ακούστηκε ένας απόκοσμος θόρυβος ,σαν αστραπή. Εκεί που κάποτε ήταν ο καθρέπτης τώρα, έχασκε μια ζελατινοειδής ρωγμή χρώματος ασημί. Κοιτάζαμε και οι δύο σαστισμένοι για μερικά δευτερόλεπτα. Ακίνητοι και τρομαγμένοι!

Ξαφνικά, από τη ζελατινοειδή ασημί ρωγμή, άρχισε να βγαίνει μία κόκκινη ομίχλη. Ένας θόρυβος σαν χίλιες αστραπές ακούστηκε στο χώρο. Και από την ομίχλη βγήκε κάτι που έμοιαζε με άνθρωπο. Μόνο που δεν ήταν άνθρωπος. Το πρόσωπό του, θεέ μου, ένα τέλειο γωνιώδες πρόσωπο, ήταν φτιαγμένο από γυαλί. Τα μάτια του ήταν πράσινοι κρύσταλλοι. Φορούσε μόνο έναν ολόσωμο μαύρο χιτώνα και μας κοίταζε ερευνητικά στα μάτια.

«Τρέχα Δημήτρη!» Πριν το καταλάβω ,ο Μάνος είχε ήδη φύγει. Εγώ ήμουν πολύ τρομαγμένος να κάνω έστω και ένα βήμα. Κοίταζα με θαυμασμό, παρά τον τρόμο που με είχε κατακλύσει, αυτό το τέλειο πρόσωπο απέναντι μου. Ένα πρόσωπο τέλειο και όμορφο και εκείνα τα υπέροχα πράσινα μάτια. Ξαφνικά, όταν πήγε να με αγγίξει, άρχισα να τρέχω σαν τρελός.Δεν υπάρχει τίποτα πιο σημαντικό από το ένστικτο ,που σε δύσκολες στιγμές αναλαμβάνει δράση, εκεί που η σκέψη έχει παγώσει και η λογική κοιτάζει αποσβολωμένη. Ήθελα να ξεφύγω και κατρακύλησα στις σκάλες τις πολυκατοικίας. Μέσα σε δευτερόλεπτα βρέθηκα από τον τρίτο όροφο στο δρόμο. Ο τρόμος, που πριν με καθήλωσε, τώρα μου έδινε δύναμη.

Πολύ κόσμος έκανε το ίδιο. «Τρέξτε! Τρέξτεεεεεε!» φώναζε κάποιος. «Οι καθρέπτες ήρθαν!» φώναζε κάποιος άλλος. Όλοι τρέχαμε, μάλλον από ένστικτο, όχι προς το κέντρο, αλλά προς το δρόμο που έβγαζε προς την εξοχή. Το ένστικτο μας οδηγούσε μακριά από την καταραμένη αυτή πόλη. Περάσαμε ένα μπλόκο του στρατού. Νεκροί φαντάροι βρίσκονταν διάσπαρτοι μέσα σε ένα τζιπ και στο δρόμο, μαζί με σώματα πολιτών. Τι είχε γίνει; Μα πήγαν να σταματήσουν οι τρελοί τον τρομαγμένο λαό; Να εφαρμόσουν το στρατιωτικό νόμο της εξουσίας.

Κάποιος έπρεπε να τους εξηγήσει, όσο ήταν ακόμα βέβαια ζωντανοί, ότι ο τρόμος τα νικάει όλα, ακόμα και το κράτος.

Τρέχαμε λοιπόν σαν τρελοί, μέχρι που φτάσαμε σε μία πλατεία. Εκεί υπήρχε πολύς κόσμος συγκεντρωμένος .Κοίταξα τον μουντό ουρανό το γεμάτο με σύννεφα που κρύβανε τον ήλιο για τα καλά. Η αγωνία και ο φόβος με είχαν καταλάβει. Γυρνούσα τρομαγμένους ανάμεσα σε άλλους τρομαγμένους. Αφού πέρασε καμία ώρα έτσι, βρήκα και το Μάνο να περιφέρεται άσκοπα μέσα στο πλήθος.

«Τι γίνεται ρε; Γιατί σταματήσαμε;»cd787950b4184e04fb677d878e55db11

«Χαίρομαι που ζεις. Νόμιζα ότι δε θα τα κατάφερνες φίλε. Μάλλον ο κόσμος που προσπάθησε να προχωρήσει κι άλλο δέχτηκε επίθεση. Από το στρατό; Από τους γυάλινους ανθρώπους; Ποιος ξέρει. Έτσι λοιπόν στοιβαχτήκαμε εδώ.»

«Τι είναι αυτοί οι γυάλινοι άνθρωποι ρε Μάνο; Τι εξήγηση δίνεις;»

«Έχω δύο θεωρίες. Δεν ξέρω και εγώ τι να πιστέψω όμως.»

«Έλα σε ακούω.»

«Η μία λέει ότι αυτοί οι γυάλινοι άνθρωποι έρχονται από άλλη διάσταση. Μία διάσταση που ίσως το γυαλί είναι βασικό της συστατικό. Κατάφεραν, μέσω των καθρεπτών, να μας φτάσουν και να εισβάλουν στη δική μας διάσταση .Ο δικός μας κόσμος έχει προφανώς τους καταραμένους καθρέπτες σαν το μόνο κοινό σημείο με το γυάλινο κόσμο. Αυτό το κοινό σημείο υπήρξε ικανό για να γίνει το κακό.»

«Χμ! Και η άλλη;»

«Η άλλη λέει ότι αυτοί είναι εξωγήινοι. Και οι καθρέπτες δεν είναι τίποτα άλλο παρά αστρικές πύλες, που τους φέρνουν από τον πλανήτη τους εδώ, για να μας καθυποτάξουν.»

«Προφανώς διαβάζεις πολύ επιστημονική φαντασία. Δηλαδή οι καθρέπτες τους διευκολύνουν να εισβάλλουν στον πλανήτη μας .Έτσι δε χρειάζονται τα UFO όπως στις παλιές ταινίες για να ταξιδεύουν μέχρι εδώ;»

«Ναι πράγματι, διαβάζω πολύ επιστημονική φαντασία. Πάντως αυτά που σου είπα μου φαίνονται παράλογες εξηγήσεις σε ένα παράλογο συμβάν. Γιατί εσύ έχεις κάποια λογική εξήγηση;»

«Συγνώμη που επεμβαίνω αλλά έχω και εγώ μία εξήγηση. Θέλετε να την ακούσετε;»

Τον κοίταξα και σοκαρίστηκα. Μας κοίταζε σαν παλαβός, με μάτια κατακόκκινα. Γεμάτος μούσια και μαλλιά, πρέπει να ήταν κοντά στα 40.Μιλούσε λες και έφτυνε τις λέξεις.

Χωρίς να περιμένει να του απαντήσουμε συνέχισε:

«Εμείς μετατρέψαμε τους καθρέπτες από μέσα να κοιτάζουμε τους εαυτούς μας σε όργανα καταστροφής. Εμείς και μόνο εμείς. Εμείς! Τόσα χρόνια κοιταζόμαστε με ματαιοδοξία και ηλιθιότητα. Θωπεύαμε τις μάπες μας αλλά δε βλέπαμε τα χάλια μας. Οι καθρέπτες απορροφούσαν όμως την αλήθεια για την κατάντια μας. Έτσι η κακία και η υποκρισία όλων των βρωμιάρηδων έμεινε μέσα στους καθρέπτες .Γιατί ο καθρέπτης απορροφούσε την αλήθεια της ανθρώπινης ύπαρξης.

Η ανθρώπινη ύπαρξη καταχώνιαζε μέσα της το κακό της ,ξεχνούσε τη ψευτιά της, ο καθρέπτης όμως ποτέ .Την αποθήκευε μέσα του .Γιατί τίποτα στη φύση δεν μπορεί να εξαφανιστεί αλλά μόνο να μεταλλαχτεί, να εξελιχθεί .Το ίδιο συμβαίνει με τον αρνητισμό της ανθρώπινης ύπαρξης. Αυτή λοιπόν η αρνητική ενέργεια ,έδωσε ζωή και νόηση στους καθρέπτες και γέννησε αυτούς τους γυάλινους ανθρώπους .Τίποτα στη φύση δεν μπορεί να εξαφανιστεί .Έτσι η αρνητική ενέργεια όφειλε να γίνει κάτι άλλο. Μετατράπηκε λοιπόν στους γυάλινους ανθρώπους!»

«Ρε φίλε τώρα μη μας τρελαίνεις. Έχεις καμία απόδειξη; Καλές οι θεωρίες, αλλά ο καθένας έχει και μία ξέρεις.»

«Είσαι και εσύ βρώμικος, το βλέπω. Υποκριτής. Φαίνεσαι. Άντε γαμηθείτε λοιπόν.» είπε και έφυγε. Πήγε προφανώς αλλού για να αναπτύξει τις θεωρίες του.

«Τι τρελάρας και αυτός!» είπε ο Μάνος γελώντας. Συνεχίσαμε να περπατάμε άσκοπα μέσα στο πλήθος. Ξαφνικά, κόσμος άρχισε να κτυπά κάποιον με μανία. Καμία εικοσαριά άτομα, κρατώντας ρόπαλα και λοστούς, κυριολεκτικά λυντσάρανε κάποιον. Τον άφησαν μόνο όταν ήταν το κεφάλι του τόσο πολτοποιημένο, που δε θα τον αναγνώριζε ούτε η μάνα του. Κάποιος, από την ομάδα που συμμετείχε στο λυντσάρισμα, γύρισε και είπε στο πλήθος: «Αυτά παθαίνουν οι πράκτορες των καθρεπτών!»

Καθώς απομακρύνθηκα με το Μάνο αυτός γύρισε και μου είπε:

«Το πιο τρομακτικό δεν ήταν το λυντσάρισμα. Ήταν ότι κανείς από το πλήθος δεν βοήθησε αυτόν τον άμοιρο. Αυτή η φάση με τους καθρέπτες ανάδειξε την απανθρωπιά, που βρισκόταν καμουφλαρισμένη στη βάση της κοινωνίας μας.»1358182486_broken-mirror

Σε ένα παγκάκι είχε ανέβει ο τρελός ,που μας ανέλυε πριν τη θεωρία του. Φώναζε στον κόσμο με μίσος και αγαλλίαση:

«Αυτός είναι ο πολιτισμός σας καθάρματα; Υποκριτές. Χρήμα και εξουσία ξεφτίλισαν τη ψυχή σας. Μετά ήρθε η οικονομική κρίση μαϊμούδες. Κάνατε καμία αυτοκριτική; Όχι μαϊμούδες. Πεινάσατε αλλά το χειρότερο ήταν ότι μείνατε μόνοι χωρίς αγάπη, γιατί και την αγάπη είχατε μάθει να την αγοράζετε με χρήμα. Και τώρα ήρθαν οι καθρέπτες, να σας δείξουν το αληθινό σας πρόσωπο. Μαϊμούδες !»

Δεν μπόρεσα να μη σκεφτώ την πρώην μου. Αλήθεια, με αγάπησε ποτέ ή αγάπησε μόνο το χρήμα μου; Και αν με αγάπησε, έστω και λίγο, γιατί με άφησε, όταν έμεινα χωρίς δουλειά τον καιρό της κρίσης; Αλλά και εγώ; Τι άλλο ήμουν παρά μία μαϊμού που, όσο τα πράματα πήγαιναν καλά ,έκλεινα τα μάτια μου μπροστά στην αλήθεια;

«Μπείτε τώρα μέσα στον καθρέπτη.»

Η τελευταία του προτροπή ήταν σχεδόν ίδια με αυτή που άκουγα στους εφιάλτες μου. «Έλα μέσα στον καθρέπτη.» Όμως, μετά από μία στιγμιαία ανάπαυλα, ο τρελός συνέχισε να τα χώνει.

«Φάτε τώρα την μπανάνα. Αυτός είναι ο πολιτισμός σας καθάρματα; Γι’ αυτό τον πολιτισμό μοχθήσατε και αγωνιστήκατε; Τώρα θα πονέσετε και θα υποφέρετε. Εσείς φτιάξατε τους καθρέπτες. Είναι προϊόν της σαπίλας σας. Εσείς φτιάξατε τους γυάλινους ανθρώπους. Εσείς και μόνο εσείς. Μπάσταρδοι!»

Το πλήθος κοίταζε σαστισμένο. Φάνηκε για λίγο ότι τα λόγια του άγγιξαν κάποια χορδή του πλήθους, κάποιο κομμάτι της συλλογικής συνείδησης. Κάποιος όμως από το πλήθος φώναξε: «Σκοτώστε τον!». Αμέσως, η ομάδα που πριν πολτοποίησε τον άλλο, χίμηξε. Ένας λοστός έπεσε στο κεφάλι του, που γέμισε τα μούσια του αίμα. Καθώς έπεσε κάτω, η ομάδα άρχισε να χοροπηδάει πάνω του. Οι περισσότεροι γελούσαν και χόρευαν. Εννοείται ότι από το πλήθος, κανένας δεν έκανε τίποτα. Η αλήθεια ήταν ότι πολλοί φοβόταν και άλλοι αδιαφορούσαν. Σε άλλους άρεσε απλά το θέαμα.

Ένας πυροβολισμός διέκοψε το χορό του τρόμου. Ο τύπος, που στο προηγούμενο λυντσάρισμα είχε κάνει το κήρυγμα συνετισμού προς τους πιθανούς πράκτορες των καθρεπτών ,τώρα κείτονταν νεκρός. Ο Μάνος είχε ρίξει και σημάδευε ακόμα. «Λοιπόν, μαϊμούδες, τον πούλο! Απομακρυνθείτε γρήγορα.»

Δε χρειάστηκε να το πει δεύτερη φορά. Τρέξαμε προς τον αιμόφυρτο τύπο. Τον σηκώσαμε και αυτός μονολογούσε:

«Καθάρματα, καθάρματα..».

«Φέρτε, ρε κότες , λίγο νερό για τον άνθρωπο» διέταξα.

Αμέσως, κάτι χαζογκόμενες έτρεξαν να βοηθήσουν και μας έφεραν ένα μπουκάλι νερό. Βλέπεις τώρα εμείς είχαμε όπλο…. Δώσαμε κάποιες γουλιές στον κακόμοιρο που ψέλλισε :«Τελικά υπάρχουν ακόμα άνθρωποι. Ευχαριστώ.»

«Ρε τρελιάρη γείτονα. Πού τα κρύβεις τέτοια ταλέντα; Είσαι και κομάντο.»

«Έλα μωρέ, πάντα φοβόμουν ότι τα άσχημα έρχονται. Είχα πάρει λοιπόν κάποιες προφυλάξεις, όπως το όπλο που κρατάω. Τίποτα όμως πιο σημαντικό δεν έπραξα. Αλλά, εδώ που τα λέμε, τι θα μπορούσα να κάνω ,από το να προμηθευτώ αυτό το όπλο;»

«Μπράβο φίλε μου. Έσωσες έναν άνθρωπο ήδη και ίσως σώσουμε έτσι το τομάρι μας.»

Μείναμε κάποια ώρα ακίνητοι στο σημείο. Σιωπηλοί, είχαμε ξαπλώσει στα πλακάκια της πλατείας, όπως είχε κάνει και όλος ο κόσμος. Κανείς δεν έφευγε .Έτσι ήρθε το απόγευμα και σιγά σιγά άρχισε να νυχτώνει .Συλλογιζόμαστε.

Ονειρευόμαστε το παρελθόν. Μακάρι να γινόταν όλα όπως πριν. Όμως ξέραμε. Τίποτα δε θα γινόταν όπως παλιά. Τίποτα.

Άρχισα να περπατάω για να ξεφύγω από τις σκέψεις μου. Ξαφνικά, ένα φάντασμα εμφανίστηκε μπροστά μου. Η πρώην μου! «Σε αγαπάω ακόμα» τραύλισε και με κοίταζε με μάτια βουρκωμένα. «Θέλω να γυρίσω σε σένα.»

«Τι λες ρε μαλακισμένη; Πού είναι τώρα το πλούσιο ταίρι σου; Τι έγινε; Σε παράτησε για να σώσει το τομάρι του; Ή μήπως διαπίστωσες ότι σ’ αυτό το χάος το χρήμα δεν είναι εξουσία, αλλά εξουσία είναι αυτός που έχει τα όπλα;

Και ήρθες λοιπόν γιατί μας είδες με το όπλο… Πού είναι τώρα η Πόρσε του δικού σου; Ψόφα στην αγκαλιά του.»

Γύρισα την πλάτη μου έτοιμος να φύγω. Αυτή έπεσε στο πάτωμα και φώναζε κλαίγοντας: «Σώσε με, σώσε με.» Δεν την ένοιαζε αν ξεφτιλιζόταν. Κοίτα, σκέφτηκα, με ποιον άνθρωπο ήμουν μαζί τόσα χρόνια. Καλός μαλάκας ήμουν.

Έφυγα αηδιασμένος γι’ αυτήν και για ’μένα. Για όλους μας. Περιπλανήθηκα λίγο ανάμεσα στο ξαπλωμένο πλήθος, προσέχοντας να μην πατήσω κανέναν .Είχε βραδιάσει πλέον.

Ντροπή, σκέφτηκα. Ντροπή για όλους. Ντροπή και για ’μένα, που σε τέτοιες ώρες μου έλειπε το αλκοόλ .Τη σκέψη διέκοψε ένας φρικιαστικός ήχος. Σαν να άκουγα κάποιον να φωνάζει, ενώ κατάπινε γυαλιά. Δεν μπορώ να το περιγράψω αλλιώς. Γύρισα και κοίταξα ψηλά , εκεί που ερχόταν αυτός ο απόκοσμος ήχος. Ήταν η φωνή τους.

Οι γυάλινοι άνθρωποι αιωρούνταν ακίνητοι, έχοντας σχηματίσει ένα κύκλο πάνω και γύρω από την πλατεία .Μας είχαν περικυκλώσει. Φορούσαν όλοι μαύρους χιτώνες και μας κοίταζαν ανέκφραστα από ψηλά. Ο κόσμος ,που η πλειοψηφία του είχε πέσει για ύπνο, άρχισε να πετάγεται πανικόβλητος. Άλλοι κλαίγανε, άλλοι φωνάζανε, άλλοι απειλούσαν .Ξύπνησαν από έναν εφιάλτη μέσα σε έναν άλλο.

Ξανάρθε ο ίδιος ήχος από κάποιον από τους αιωρούμενους. Νομίζω ότι είπε κάτι σαν «ΞΓΓΓΗΞΓΓΓΗΞΓΓΓΗ». Τότε σήκωσε το χέρι του και μας σημάδεψε με κάτι. Έστειλε μία ακτίνα και εκεί που έπεσε οι άνθρωποι μετατράπηκαν σε κρυστάλλινα ομοιώματα. Ακίνητα, με μία έκφραση τρόμου χαραγμένη στα πρόσωπα τους. Τότε, όλοι οι γυάλινοι άνθρωποι άρχισαν να μας ρίχνουν από τα διάφορα σημεία που μας είχαν περικυκλώσει. Τρέχαμε όλοι σαν τους τρελούς, αλλά πού να πάμε… Ο ένας έπεφτε πάνω στον άλλο, ενώ αρκετοί ποδοπατούνταν. Προσπάθησα να τρέξω σε ένα στενό. Μια ακτίνα έπεσε δίπλα μου. Γύρισα και κοίταξα. Ήταν η πρώην μου, που είχε μετατρέπει σε ένα ακίνητο κρυστάλλινο άγαλμα.

Ξανάκουσα τον καταραμένο ήχο καθώς έτρεχα στα στενά: «ΞΓΓΓΗΞΓΓΓΗΞΓΓΓΗ». Έτρεχα μέσα στον πανικό όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Αλλά εκεί που νόμιζα πως είχα ξεφύγει, ένας γυάλινος άνθρωπος προσγειώθηκε μπροστά μου. Με άρπαξε στα χέρια του και με σήκωσε στον αέρα. Ήταν αδύνατο να αντισταθώ. Αυτό το πλάσμα ήταν ό,τι πιο δυνατό είχα δει ποτέ στη ζωή μου. Τότε ξέρασα από το φόβο. Πετούσαμε έτσι, μέχρι που, από ένα μπαλκόνι που είχε ανοιχτό το παράθυρο, εισβάλαμε μέσα στο διαμέρισμα. Εκεί, όλα αυτά γίνανε σε κλάσματα δευτερολέπτου, με πέταξε με δύναμη πάνω στον καθρέπτη. Αλλά αυτός, αντί να σπάσει, με υποδέχτηκε σαν να ήταν μία υγρή ύπαρξη. Βυθίστηκα μέσα σε κάτι που δεν μπορούσα να καταλάβω τι ήταν .Θυμήθηκα την προτροπή που άκουγα στους εφιάλτες μου: “Έλα μέσα στον καθρέπτη”. Λιποθύμησα. Όταν ξύπνησα και άνοιξα τα μάτια μου, βρισκόμουν σε έναν άλλο κόσμο.6298e2cca7eb0e7d30a8a1dfa144b20f-d138j2x

Σηκώθηκα και περπάτησα μισοζαλισμένος .Δεν άργησα να συνέλθω και προσπάθησα να εξακριβώσω πού είμαι .Παντού ολόγυρα υπήρχε μία απαλή γκρίζα ομίχλη. Κοίταξα πάνω, αλλά δεν έβλεπα κάποιον ουρανό .Παντού η ομίχλη. Χωρίς αρχή και τέλος. Το πάτωμα έμοιαζε με πάγο, μόνο που το χρώμα του ήταν ασημί. Ήταν περίεργο αίσθημα και δεν ξέρω πώς να το περιγράψω. Περπάτησα έτσι για καμία ώρα. Όταν άρχισα να απογοητεύομαι ότι βάδιζα στο πουθενά, έφτασα σε ένα τεράστιο γυάλινο τοίχο, που έμοιαζε σαν τείχος που χώριζε τα μέσα από τα έξω. Μία πόρτα άνοιξε αυτόματα και προχώρησα μέσα. Τότε η ομίχλη σταμάτησε τελείως. Μπροστά μου βρισκόταν ένας γυάλινος άνθρωπος, που με κοίταζε νηφάλια. Πίσω του διακρινόταν διάφορα γυάλινα κτίρια με διάφορα σχήματα. Άλλα ήταν κυκλικά, άλλα τετράγωνα, ενώ άλλα ήταν ψηλά, σαν τις δικές μας πολυκατοικίες. Ο κόσμος απέξω , υπέθεσα, ήταν ένας μεταιχμιακός κόσμος της ομίχλης .Ήταν το μεταίχμιο μεταξύ του κόσμου μας και του κόσμου των γυάλινων ανθρώπων.

Ο γυάλινος άνθρωπος με κοίταζε ήρεμα και σατανικά. Έμοιαζε σχεδόν πανομοιότυπος με τον πρώτο, που είχα συναντήσει στο σπίτι μου. Η μόνη διαφορά ήταν ότι τα μάτια του ήταν μωβ κρύσταλλοι. Μου έκανε νόημα να τον ακολουθήσω. Περπατήσαμε πολύ ώρα στη γυάλινη πόλη. Το φως ήταν ασημί και κούραζε-υπνώτιζε ελαφρά τα μάτια μου. Ακόμα και ο δρόμος ήταν γυάλινος και καθώς περπατούσαμε κοίταζα τον εαυτό μου κάτω. Κοίταζα και τον εαυτό μου στους τοίχους δεξιά και αριστερά .Παντού υπήρχε το είδωλό μου.

Κοίταξα και πάνω. Αλλά και ο ουρανός δεν ήταν τίποτα άλλο, από έναν τεράστιο καθρέπτη, διακόσια με τριακόσια μέτρα πάνω από το κεφάλι μας. Ένας γιγάντιος καθρέπτης-θόλος, όπου η πόλη αντανακλούσε πάνω του.
Το θέαμα ήταν απίστευτο. Τρομακτικό και εντυπωσιακό συνάμα. Παρατήρησα και κάτι περίεργο. Ο γυάλινος άνθρωπος δε φαινόταν πουθενά. Όπως εμείς δε καθρεπτιζόμασταν στα γήινα αντικείμενα-τοίχους, δρόμους, δέντρα κλπ- έτσι και αυτοί οι γυάλινοι άνθρωποι, δεν καθρεπτίζονταν πουθενά εδώ σε αυτό το μέρος.
Ένας γυάλινος άνθρωπος, με ροζ κρυστάλλους για μάτια, μας προσπέρασε ,με κοίταξε και είπε:

«ΚΣΣΚΣΣΚΣΣΣΣΚ.»

«ΞΞΞΞΞΞΗΓΗ.» απάντησε ο φύλακας-οδηγός μου και συνεχίσαμε το δρόμο. Φτάσαμε σε ένα τεράστιο κυκλικό κτήριο-καθρέπτη. Μπήκαμε μέσα. Εκεί υπήρχαν πολλοί γυάλινοι άνθρωποι. Αυτοί όμως δε φορούσαν μαύρους χιτώνες αλλά ασημί. Τελικά τα πάντα ήταν γυάλινα εδώ, εκτός από τους χιτώνες που φορούσαν αυτοί. Τι να ήταν αυτοί οι χιτώνες; Από τι ήταν φτιαγμένοι ;Από κάποιο υλικό που υπάρχει και στη γη ή από κάτι τελείως ξένο σ’ εμάς; Ποιος ξέρει…

Τελικά, ένας απ’ αυτούς με τους ασημί χιτώνες, με ανάλαβε και με πήγε σε ένα δωμάτιο. Με έβαλε μέσα και έκλεισε την πόρτα. Με το που μπήκα στο γυάλινο δωμάτιο ,κατάλαβα ότι δεν ήμουν μόνος. Στα δεξιά μου είδα καθισμένους, σε ένα γυάλινο παγκάκι, τρεις ανθρώπους! Ο γείτονας, ο τύπος που είχαμε σώσει στην πλατεία και ένας τρίτος, που φορούσε στρατιωτικά. Με κοιτούσαν σαστισμένα. Ξαφνικά ο Μάνος σηκώθηκε και με πήρε αγκαλιά.

«Ζεις ρε γίγαντα;»

«Απίστευτο αλλά ζω. Πώς σας φέρανε εδώ;Εγώ ήρθα πετώντας και μετά κολυμπώντας…» και του τα εξήγησα όλα. Μου είπε κι αυτός τη δική του ιστορία, που δε διάφερε από τη δική μου.

«Πιστεύω ότι επιβεβαιώνεται η θεωρία μου. Οι γυάλινοι άνθρωποι είναι εξωγήινοι. Αυτό που ζήσαμε ήταν μία εισβολή. Έχουν καταφέρει να μετατρέψουν τους καθρέπτες σε διαστρικές πύλες και να μεταφέρονται μεταξύ πλανητών. Αφού κατέστρεψαν τον πλανήτη μας, έφεραν κάποιους αιχμαλώτους εδώ, σαν τρόπαια ή για να μας μελετήσουν.»

«Ναι, αλλά πώς εξηγείς ότι υπάρχει ταβάνι από καθρέπτη; Δε φαίνεται για ατμόσφαιρα πλανήτη αυτός εδώ ο κόσμος. Πιο πολύ μου φαίνεται σαν γιγάντιο καθρέπτη, μέσα στον οποίο είμαστε εγκλωβισμένοι .Ίσως τελικά να έχουν έρθει από κάποια άλλη διάσταση, όπως είχες αρχικά προτείνει εσύ Μάνο .Μία διάσταση που κυριαρχεί το γυαλί. Ίσως…»trapped_inside_a_mirror_by_wolfyluvr-d3kv35a

«Μπορεί να είμαστε σε έναν πλανήτη και απλά να βρισκόμαστε μέσα σε ένα γιγάντιο θόλο, κατασκευασμένο από τους γυάλινους ανθρώπους , και γι’ αυτό να μην μπορούμε να δούμε τον πλανήτη όπως είναι και τον ουρανό του!» απάντησε ο Μάνος.

Ξαφνικά ο μουσάτος πετάχτηκε και φώναζε: «Μαλακίες! Στο ξανάπα. Είσαι πολύ ξεροκέφαλος. Αυτός ο κόσμος είναι πάνω στη Γη. Είναι μέσα στους καθρέπτες .Ο καθρέπτης- ταβάνι είναι ο καθρέπτης σε κάποιο δωμάτιο στη Γη. Εμείς οι άνθρωποι το φτιάξαμε αυτόν τον κόσμο, από την αρνητική μας ενέργεια και από τη μιζέρια μας. Είναι ένας κόσμος δημιουργημένος από νευρώσεις και ψέματα. Από όνειρα και εφιάλτες. Από σκέψεις που γίνανε πράματα μέσα στους καθρέπτες.»

«Οφείλω να ομολογήσω ότι οι ιδέες σας είναι λίγο περίεργες. Αλλά πλέον όλες αυτές οι θεωρίες είναι πιθανές.» στη συζήτηση μπήκε και ο τρίτος. Ήταν μεσήλικας και από τη στολή κατάλαβα ότι ήταν στρατηγός ή κάτι τέτοιο.

«Δεν ξέρω βέβαια την αλήθεια . Ξέρω όμως ότι η ανθρωπότητα ,όπως την ξέραμε, δεν υπάρχει πια. Όμως υπάρχει ελπίδα γι’ αυτούς που πρόλαβαν και πήγαν στην ύπαιθρο, σε δάση, σε βουνά και σε παραλίες ή ακόμα και σε σπηλιές. Ο στρατός από την αρχή κατάλαβε ότι κάτι δεν πάει καλά με τους καθρέπτες, όταν δεν μπορούσαμε να τους σπάσουμε! Έτσι οι περισσότερες δυνάμεις μας αποσύρθηκαν έξω από τις πόλεις. Οι γυάλινοι άνθρωποι δεν μπορούν να προχωρήσουν μακριά. Φαίνεται ότι οι γυάλινοι καθρέπτες τους προστατεύουν. Είναι σαν τις στολές των αστροναυτών,που στέλναμε στο φεγγάρι. Χωρίς αυτές τις στολές, οι άνθρωποι θα πέθαιναν από έλλειψη οξυγόνου. Κάτι τέτοιο αποτελούν και οι καθρέπτες γι’ αυτούς. Μόλις περάσουν σε υπαίθριους χώρους και η επήρεια των καθρεπτών εκμηδενιστεί, οι γυάλινοι άνθρωποι διαλύονται σε χιλιάδες μικροσκοπικά κομματάκια.

Μάλιστα σε κάποια φάση για να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα κουβάλησαν καθρέπτες από την πόλη στην ύπαιθρο σε κάποια από τις επιθέσεις τους, όμως τελικά οι καθρέπτες δεν είχαν καμία αξία και δύναμη εκεί και δε μπόρεσαν να παράσχουν προστασία στους γυάλινους ανθρώπους που εκμηδενίστηκαν»

Ο μουσάτος κυριολεκτικά λύσσαξε: «Ναι ρε καραγκιόζη καραβανά, γιατί σε υπαίθριους χώρους αδυνατίζει η ανθρώπινη κακία που τους δίνει δύναμη.Δε ζούνε πολλοί στην ύπαιθρο και υπάρχει ελάχιστη αρνητική ενέργεια εκεί.Το κακό είχε μαζευτεί στις πόλεις και στα χωριά, όπου ζει η πλειοψηφία των ξεφτιλισμένων ανθρώπων!Αλλά αρκετά με τις αναλύσεις. Ώστε έτσι πούστη καραβανά. Το καταλάβατε και την κάνατε για την ύπαιθρο, αλλά εμάς δε μας αφήνατε να έρθουμε.» Του χίμηξε και άρχισε να τον χτυπά. Είδαμε και πάθαμε να τους χωρίσουμε.

«Κοιτάξτε δεν ξέρω τι πήγε στραβά. Συγνώμη. Εγώ αψήφησα τις διαταγές και γύρισα στην πόλη για να βρω την κόρη μου. Έτσι με έπιασαν. Συγνώμη.» είπε κλαίγοντας ο στρατηγός.

Πέρασαν έτσι οι μέρες. Τι να γινόταν στη Γη; Εμείς σε αυτό το γυάλινο δωμάτιο κλεισμένοι… Για πόσο καιρό;

Σταδιακά η Γη σταμάτησε να μου λείπει. Ήταν τόσο καλά άλλωστε; Και αν ναι ,τότε γιατί εγώ ζούσα συνέχεια με τις παιδικές αναμνήσεις; Γιατί; Πριν τους καθρέπτες ήταν τόσο καλά; Δεν αυτοκτονούσε κόσμος; Δεν πεινούσε ο κόσμος; Τα λαμόγια δεν κυριαρχούσαν; Ήταν τόσο καλά; Όχι. Σιγά σιγά σταμάτησε να μου λείπει η Γη. Μου άρεσε ο καθρέπτης, μέσα στον οποίο είμαστε κλεισμένοι.

Μας φέρνανε κάτι γυάλινα χάπια για τροφή. Αυτά μας κρατούσαν ζωντανούς. Πώς ήταν όμως δυνατόν; Το γυαλί έπρεπε να μας σκοτώνει. Αυτό άρχισε να μου προκαλεί προβληματισμούς. Μία μέρα ρώτησα το Μάνο: «Ρε Μάνο, έχεις σκεφτεί μήπως μόνο εμείς τους βλέπουμε σαν καθρέπτες, σαν γυάλινες υπάρξεις. Παρατήρησα ότι αυτοί πουθενά δεν καθρεπτίζονται. Μήπως αδυνατούμε να δούμε την πολυπλοκότητα και τη διαφορετικότητα ανάμεσα τους; Ένα μυρμήγκι τι βλέπει όταν κοιτάει έναν άνθρωπο; Τον βλέπει σαν άνθρωπο ή σαν κάτι που αυτό μπορεί να καταλάβει; Δηλαδή σαν ένα γιγάντιο έντομο; Πιστεύω ότι τελικά ο εγκέφαλος αναγνωρίζει μόνο την πιο κοντινή σε μας ουσία, από αυτό τον κόσμο και τα βλέπει όλα έτσι : γυάλινα. Ίσως και μ’ αυτούς να συμβαίνει το ίδιο. Να μην μπορούν να μας κατανοήσουν. Να μας βλέπουν διαφορετικά απ’ ότι βλέπουμε εμείς τον εαυτό μας-ίσως να μας βλέπουν ολοκληρωτικά μέσα από το πρίσμα της πιο κοντινής σ’ αυτούς ουσίας .Πως λες να μας βλέπουνε;Τρομάζω μόνο με τη σκέψη. Τι λες;»

Ο Μάνος όμως δε μου απάντησε .Αντίθετα σωριάστηκε στο πάτωμα και έσφιγγε την κοιλιά του.

«Δημήτρη, πονάει η κοιλιά μου. Πεθαίνω.»

«Μη λες βλακείες. Πέσε να κοιμηθείς. Όλα θα πάνε καλά.»

Πέσαμε για ύπνο .Έτσι όπως κοιμήθηκε και ο Μάνος, νόμιζα ότι σύντομα θα θεραπευόταν .Όμως δεν επρόκειτο να πάνε καλά τα πράγματα .Ξύπνησα από τις κραυγές. Ο Μάνος είχε μεταμορφωθεί σε μία άμορφη, πολτοποιημένη μάζα. Δε θύμιζε σε τίποτα άνθρωπο ,αλλά πιο πολύ ένα σκουλήκι, από όπου προεξείχαν αιμάτινοι φρικαλέοι όγκοι. Όλοι κλάψαμε .Όμως τα μαρτύριά μας δεν είχαν τελειωμό. Την επόμενη πέθανε έτσι και ο μουσάτος. Η τελευταία του φράση ήταν: “Επιτέλους είμαι ελεύθερος”.

Μπήκαν τότε οι γυάλινοι άνθρωποι και απομάκρυναν τα πτώματά τους. Έμεινα μόνος με το Στρατηγό. Αν και τον αντιπαθούσα, μοιραία άρχισε η συζήτηση μεταξύ μας. Η μοναξιά φέρνει και τους πιο αντιφατικούς ανθρώπους κοντά.

«Στρατηγέ τι έγινε τελικά η κόρη σου;»

Με κοίταξε λυπημένα και απάντησε: «Τη βρήκα στο δρόμο προς την ύπαιθρο. Απείχε ελάχιστα από το να έφτανε σε ασφαλή ζώνη. Την είχαν κάνει κρυστάλλινη, με μία απ’ αυτές τις ακτίνες που ρίχνανε. Από τότε έχασα κάθε λόγο για να ζω. Προχώρησα μέσα στην πόλη για να εκδικηθώ.Όμως οι γυάλινοι άνθρωποι δεν είχαν να φοβηθούν τίποτα από εμένα και τα όπλα μου. Και να ’μαι λοιπόν εδώ».

Πραγματικά τον λυπήθηκα. Δεν μπορούσα όμως να του συγχωρέσω, ότι ήταν ο στρατός που με είχε εμποδίσει εγκαίρως να φύγω, όπως και τόσους άλλους, που γίνανε κρυστάλλινα πτώματα.

Μετά πήραν το στρατηγό. Θεώρησα ότι σκοπός τους ήταν να του αποσπάσουν πληροφορίες. Πέρασε έτσι περίπου μια βδομάδα. Ή μήπως ήταν μήνας; Μπορεί και να ήταν τρεις μέρες… Δεν μπορούσα να υπολογίσω το χρόνο εδώ, σε αυτόν τον περίεργο τόπο, που δεν ξημέρωνε ποτέ. Που ποτέ δεν ήταν νύχτα. Σε αυτό το γυάλινο κόσμο.

Καμιά φορά τρόμαζα. Όχι γιατί φοβόμουν κάτι αόριστο ή γιατί ανησυχούσα μήπως δε γυρίσω στη Γη. Όχι. Φοβόμουν μήπως πάθω αυτό που πάθανε οι φίλοι μου. Τελικά κατάλαβα κάτι με τρόμο. Δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο από το σωματικό πόνο και τη σωματική τιμωρία. Είναι το πιο δύσκολο… Ο πόνος! Πάλι κατέφευγα στα παιδικά μου χρόνια και στην εφηβεία για να πάρω κουράγιο. Όμως η εικόνα με τα πολτοποιημένα, σκουληκιασμένα σώματα, ερχόταν και τα διέλυε όλα.Όλα ήταν παλάτια στην άμμο, που ο τρόμος τα διέλυε με μεγάλη άνεση. Ευτυχώς ο στρατηγός γύρισε. Το γεγονός αυτό με απέσπασε από τις φρικαλέες σκέψεις.

«Λοιπόν;» τον ρώτησα.

«Οι άνθρωποι αυτοί πέθαναν, γιατί δεν μπορούσαν να προσαρμοστούν σε αυτό το νέο κόσμο. Η ενέργεια που κατανάλωσαν για να προσαρμοστούν αρχικά, ήταν αυτή που τους εξόντωσε απότομα στη συνέχεια. Τίποτα στον κόσμο δεν είναι τσάμπα και ό,τι παίρνεις δίνεις. Αυτό πάθανε και αυτοί στον κόσμο μας. Χωρίς τους προστατευτικούς καθρέπτες, οι γυάλινοι άνθρωποι αποβάλλονται από τον κόσμο μας. Έτσι προσπαθούν να αυξήσουν το πεδίο δράσης των καθρεπτών,ώστε να επιτεθούν στο στρατό μας στην ύπαιθρο. Δε ξέρω αν θα τα καταφέρουν .Ελπίζω πως όχι.»

Μετά από μία μικρή παύση, συνέχισε στεναχωρημένος: «Με επισκέφτηκαν γυάλινοι άνθρωποι με κίτρινους μανδύες. Μέσω του χρώματος πρέπει να διαχωρίζονται κοινωνικά. Από ό,τι κατάλαβα μαύρους χιτώνες φοράνε οι πολεμιστές και κίτρινους οι επιστήμονες. Είδα και άλλα χρώματα αλλά δε γνωρίζω τι συμβολίζουν. Τέλος πάντων, οι επιστήμονες εισερχόταν στο μυαλό μου με τη σκέψη τους και εξέταζαν τη μνήμη μου. Επίσης μου μεταβίβασαν τηλεπαθητικά γνώσεις για τον πολιτισμό τους. Στο βαθμό βέβαια που αυτοί επιθυμούσαν, καθώς δε μπορώ να πω ότι έγινα και ειδικός για τον κόσμο και τον πολιτισμό τους.

Έχουν πάντως απίστευτες ικανότητες.Είναι πολύ πιο αναπτυγμένοι τεχνολογικά από εμάς. Άλλα όχι τόσο ώστε να μας εκμηδενίσουν.Τουλάχιστον προς το παρόν. Έτσι αναζητούσαν από ’μένα οτιδήποτε θα μπορούσε να τους φανεί χρήσιμο.Ίσως έψαχναν για πληροφορίες στρατιωτικού χαρακτήρα ή για κάτι άλλο. Ποιος ξέρει; Έκανα προσπάθεια να το πολεμήσω σταματώντας τη σκέψη μου, αλλά δεν ξέρω αν τα κατάφερα.Γι’ αυτό με είχαν κλεισμένο σε ένα δωμάτιο τόσες μέρες. Για να μάθουν από εμένα ότι χρειάζονται.

Ίσως ετοιμάζονται για νέα εισβολή. Θα τα καταφέρουν; Αν όχι, η ανθρωπότητα θα συνεχίσει να υπάρχει, εκεί που δεν υπάρχουν καθρέπτες. Αλλιώς…»

«Ώστε τους δύο φίλους μας, τους απέβαλε αυτός ο σκατόκοσμος.»

«Το κακό είναι ότι αυτό, αργά ή γρήγορα, θα γίνει και με μας. Απλά καθυστερεί γιατί εμείς, ίσως λέω, είμαστε ψυχικά πιο χαμαιλέοντες. Οι άλλοι δύο ήταν πιο αυθεντικοί ως άνθρωποι…. Ψυχικά χαμαιλέοντας. Ναι, τι άλλο θα μπορούσα να ήμουν;»

«Σωστά τα λες. Αλλά και εσύ μη τα βάζεις με τον εαυτό σου. Έκανες τα λάθη σου όπως όλοι, αλλά στο τέλος έπραξες το σωστό. Θα μπορούσες να έκανες μπανάκι, σε κάποια παραλία ,αλλά προτίμησες να σώσεις την κόρη σου. Προτίμησες το δύσκολο.»

«Μην κολακεύεις τη ματαιοδοξία μου. Σου το ξανάπα, τίποτα πια δεν έχει αξία σε αυτόν το σκατόκοσμο χωρίς την κόρη μου.»

«Τέλος πάντων.Πού είμαστε; Στη Γη; Σε καθρέπτη μέσα; Σε κάποια άλλη διάσταση ή σε κάποιον πλανήτη;»

«Έχω καταλάβει τα βασικά .Δεν έμαθα όμως τίποτα τόσο σημαντικό. Κρατάνε σιγή ιχθύος .Έτσι κι αλλιώς, τα σημαντικότερα πράματα στη ζωή, μένουν αναπάντητα. Όπως το γιατί πέθανε η κόρη μου και εγώ ζω. »

Ήθελα να τον ρωτήσω μήπως υπήρχε καμία ελπίδα να γλυτώσουμε από αυτό το φρικτό τέλος. Όμως ήξερα. Δε ρώτησα. Και τελικά ήρθε. Η κοιλιά μου πονούσε πολύ και καταλάβαινα ότι πέθαινα σαν τους άλλους, γιατί έτσι άρχιζε .Αποκοιμήθηκα και ξύπνησα μέσα σε φρικτούς πόνους.Ο στρατηγός σε μία γωνία έκλαιγε.Τουλάχιστον θα πέθαινα και θα απελευθερωνόμουν και εγώ.

«Μη λυπάσαι στρατηγέ, δεν ξέρω πού πάω, αλλά χειρότερα από ’δώ δε θα ’ναι.» Μιλούσα και έφτυνα αίμα.Δεν είχα πολλές δυνάμεις.Μια τελευταία ερώτηση ήθελα να κάνω, πριν φύγω για πάντα.

«Πάντα το είχα απορία. Στην αρχή της εισβολής άκουγα μια φράση από αυτούς. Θέλω να μου εξηγήσεις τι σημαίνει: «ΞΓΓΓΗΞΓΓΓΗΞΓΓΓΗ». Τι σημαίνει;»

Τα πόδια μου είχαν μετατραπεί ήδη σε άμορφη μάζα και έμοιαζαν περισσότερο με αιμάτινα σκουλήκια. Ο πόνος γινόταν αφόρητος και η προσδοκία του θανάτου ήταν η πιο γλυκιά απελευθέρωση.
«ΞΓΓΓΗΞΓΓΓΗΞΓΓΓΗ» Σημαίνει: θα έρθουμε για εσάς».

* O Παναγιώτης Ξηρουχάκης είναι Διδάκτωρ Γεωγραφίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου και συντάκτης του περιοδικού ZERO GEOGRAPHIC.
Έχει γράψει τρία έργα επιστημονικής φαντασίας και δυστοπίας:
Ο ΕΚΤΟΡΑΣ ΤΟ 2065 (2008)
EYΡΩΠH TO 2085 (2011)
ΤΟ ΛΥΚΟΦΩΣ ΤΟΥ ΤΡΟΜΟΥ (2012)

Είναι τραγουδιστής των PORNOSTROIKA DADAIFI που εντάσσονται στο ΖΑΜ

Ακολουθήστε το agonaskritis.gr στο Google News, στο facebook και στο twitter και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Παναγιώτης Ξηρουχάκης
O Παναγιώτης Ξηρουχάκης είναι Διδάκτωρ Γεωγραφίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου και συντάκτης του περιοδικού ZERO GEOGRAPHIC. Περισσότερα άρθρα και δημοσιεύσεις μου εδώ

2 ΣΧΟΛΙΑ

Τελευταία Νέα

Περισσότερα σαν αυτό
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ

Εκδήλωση για τα 200 χρόνια από τη Σφαγή στο Λαφονήσι

Φέτος συμπληρώνονται διακόσια χρόνια από τη Σφαγή στο Λαφονήσι Κισσάμου, που έγινε από...

Κρήτη: Πειθαρχική δίωξη κατά αντιδημάρχου για παράνομες μεταδημοτεύσεις!

Βόμβα στην Αυτοδιοίκηση της Κρήτης ! Την Πειθαρχική δίωξη...