Θρησκευτικές ποινές είναι οι περιορισμοί που τίθενται από τις θρησκευτικές κοινότητες όταν ένα μέλος ή μια ομάδα μελών της δεν ανταποκρίνονται σε ουσιώδεις επιταγές της. Οι καταδίκες και οι κυρώσεις που έπονται μπορεί να περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων την απομάκρυνση, τη διακοπή της επικοινωνίας, τη διαπόμπευση ή ακόμη και την θανάτωση του μέλους ανάλογα με την θρησκευτική ομάδα ή κοινότητα και την εποχή.
Και μπορεί στην Ελλάδα να μην είχαμε θανατώσεις, είχαμε όμως απομακρύνσεις, αλλά κι επεισόδια που δίχαζαν τον λαό, όπως ο αφορισμός του Ελευθερίου Βενιζέλου το 1916 που άναψε το φυτίλι για μια εκ νέου διαμάχη ανάμεσα σε Βενιζελικούς και Αντιβενιζελικούς.
Παρουσιάζουμε τους πιο ηχηρούς αφορισμούς που έχουν σημειωθεί στην ελληνική επικράτεια.
Εμμανουήλ Ροΐδης
Ο Εμμανουήλ Ροΐδης ήταν σημαντικός Έλληνας λογοτέχνης και δοκιμιογράφος. Θεωρείται ένας από τους πιο πνευματώδεις συγγραφείς που παρουσιάστηκαν στα ελληνικά γράμματα, ενώ το έργο του καλύπτει πολλά διαφορετικά είδη, όπως το μυθιστόρημα, το διήγημα, τις κριτικές μελέτες, κείμενα πολιτικού περιεχομένου, μεταφράσεις και χρονογραφήματα.
Η Πάπισσα Ιωάννα είναι το πιο διάσημο από τα αφηγηματικά έργα του Ροΐδη και ένα από τα πιο γνωστά μυθιστορήματα της Νεοελληνικής λογοτεχνίας, με πολλές μεταφράσεις σε ξένες γλώσσες. Με το έργο αυτό ο συγγραφέας ήλθε σε ρήξη με την κρατούσα λογοτεχνική παράδοση, τον ρομαντισμό, και με την ενίσχυση του κύρους της Εκκλησίας.
Το έργο εμφανώς παρουσιάζει τα αρνητικά της Καθολικής Εκκλησίας, αλλά είναι φανερό ότι η κριτική και η απόρριψη απευθύνονται κυρίως στην Ορθόδοξη. Γι′ αυτό και οι αντιδράσεις απέναντί του ήταν τόσο έντονες, μέχρι που κατέληξε σε αφορισμό. Στον αφορισμό του έργου ο συγγραφέας απάντησε αρχικά χιουμοριστικά, με τις υποτιθέμενες «Επιστολές ενός Αγρινιώτου» με την υπογραφή Διονύσιος Σουρλής (στην εφημερίδα Αυγή, Μάιος 1866) και έπειτα με σοβαρό -αλλά και πιο δηκτικό τόνο-με το «Ολίγαι λέξες εις απάντησιν της αφοριστικής εγκυκλίου της Συνόδου».
Θεόδωρος Κολοκοτρώνης
Αφορίστηκε το 1806 μαζί με τους άλλους κλεφτοκαπεταναίους της Πελοποννήσου.
Οι απλοϊκοί άνθρωποι, εκείνο τον καιρό, περισσότερο έτρεμαν τον αφορισμό και από τον ίδιον το θάνατο. Ακόμη κι ο Κολοκοτρώνης επηρεάστηκε από τον αφορισμό του Γρηγορίου του Ε΄ στα 1806. Οταν τον επόμενο χρόνο, στα 1807 βρέθηκε κουρσάρος πλέον στη Χαλκιδική, έστειλε ένα μήνυμα στον εξόριστο τότε, από τον σουλτάνο, στο Αγιον Ορος, Γρηγόριο τον Ε΄ που του ‘γραφε ότι εκείνος τον κατάντησε έτσι: «Εσύ μου ’γραψες την προδοσία στο χαρτί αλλά εγώ θα σου τη γράψω στο κούτελο». Η απάντηση του πρώην αλλά και μελλοντικού Πατριάρχη ήταν ότι όλα έγιναν «κατά θείαν παραχώρησιν»
Αλέξανδρος Υψηλάντης και Μιχαήλ Σούτσος (και η Φιλική Εταιρεία)
Οι υπόδουλοι στους Οθωμανούς Ρωμιοί δεν είχαν να αντιμετωπίσουν μόνο την καταπίεση και την σκλαβιά από τους κατακτητές. Είχαν να αντιμετωπίσουν και την καταπίεση και την επιτήρηση της επίσημης Εκκλησίας η οποία είχε πάρει ειδικά προνόμια από τους Οθωμανούς και είχε καταστεί εκείνη η δύναμη η οποία κρατούσε τους Ρωμιούς υπόδουλους στον κατακτητή.Η Εκκλησία εξαργύρωνε αυτή την υποταγή της στον Σουλτάνο με τους ανώτατους ιεράρχες να ζουν στη χλιδή και στην πολυτέλεια.
Ζώντας μέσα σε αυτές τις συνθήκες η Εκκλησία είχε κάθε λόγο να αντιτίθεται σε οποιαδήποτε επαναστατική δραστηριότητα των υπόδουλων.
Για την Εκκλησία η αυτοκρατορία ήταν η «κοινή ημών ευεργέτιδα και τροφός» και η «κραταιά και αηττήτος βασιλεία».
Οι δε επαναστάτες με το ξεσήκωμα τους θέλησαν «να διαταράξωσι την άνεσιν και ησυχίαν των ομογενών μας πιστών ραγιάδων της κραταιάς βασιλείας, την οποίαν απολαμβάνουσιν υπό την αμφιλαφή αυτής σκιάν με τόσα ελευθερίας προνόμια, όσα δεν απολαμβάνει άλλο έθνος υποτελές και υποκείμενον, ζώντες ανενόχλητοι με τας γυναίκας και τα τέκνα των, με τας περιουσίας και καταστάσεις, και με την ύπαρξιν της τιμής των, και κατ’ εξοχήν με τα προνόμια της θρησκείας, ήτις διεφυλάχθη και διατηρείται ασκανδάλιστος μέχρι της σήμερον επί ψυχική ημών σωτηρία».
Καθυβρίζονται Υψηλάντης και Σούτσος
Στο αφοριστήριο αυτό εξαπολύονταν ύβρεις εναντίον του Μιχαήλ Σούτσου και του Αλ. Υψηλάντης «Αυτός όμως, φύσει κακόβουλος ων, εφάνη τέρας έμψυχον αχαριστίας και συνεφώνησε μετά του Αλεξάνδρου Υψηλάντου, υιού του δραπέτου και φυγάδος εκείνου Υψηλάντου, όστις παραλαβών μερικούς ομοίους του βοηθούς ετόλμησε να έλθη αίφνης εις την Μολδαυίαν, και αμφότεροι απονενοημένοι επίσης, αλαζόνες και δοξομανείς, ή μάλλον ειπείν, ματαιόφρονες, εκήρυξαν του γένους ελευθερίαν και με την φωνήν αυτήν εφείλκυσαν πολλούς των εκεί κακοήθεις και ανοήτους, διασπείραντες και αποστόλους εις διάφορα μέρη δια να εξαπατήσωσι και να εφελκύσωσιν εις τον ίδιον της απωλείας κρημνόν και άλλους πολλούς των ομογενών μας».
Ανδρέας Λασκαράτος
Υπήρξε ένας σπουδαίος σατιρικός συγγραφέας, πνεύμα ανήσυχο που δημιούργησε έργα που συνήθιζαν να έρχονται σε σύγκρουση με τις αντιλήψεις της εποχής του. Εξέφραζε ελεύθερα και ανεπηρέαστα τις απόψεις του και προκαλούσε με τη γραφή του γι′ αυτό γνώρισε διώξεις, τη φυλάκιση αλλά και τον αφορισμό. Απέναντί του βρέθηκε κυρίως η εκκλησία.
Τα ”Μυστήρια της Κεφαλονιάς” είναι το πιο γνωστό έργο του Ανδρέα Λασκαράτου. Γράφτηκε το 1856 με υπότιτλο «ή σκέψεις απάνου στην οικογένεια, στη θρησκεία και στην πολιτική εις την Κεφαλονιά».
Τα ”Μυστήρια της Κεφαλονιάς” προκάλεσαν μεγάλες αντιδράσεις οι οποίες κατέληξαν στον αφορισμό του Λασκαράτου αρχικά από τον Μητροπολίτη Κεφαλονιάς και έπειτα από την Ιερά Σύνοδο. Συγκεκριμένα στις 2 Μαρτίου του 1956 ο μητροπολίτης Κεφαλονιάς Σπυρίδωνας Κοντομίχαλος, αφορίζει τον Ανδρέα Λασκαράτο και φυσικά το βιβλίο. Ο αφορισμός είχε προαποφασιστεί και συνταχτεί νωρίτερα (φέρει την ημερομηνία 16 Φεβρουαρίου 1856). Ο Λασκαράτος καταφεύγει κυνηγημένος στη Ζάκυνθο, αλλά στις 16 Μαρτίου 1856 αφορίζεται και εκεί, από τον μητροπολίτη της, Νικόλαο Κοκκίνη.
Ελευθέριος Βενιζέλος
Η 12η Δεκεμβρίου του 1916 είναι μια μαύρη ημέρα για την ιστορία της Ελλάδας. Διοργανώνεται μια τεράστια διαδήλωση με επικεφαλής τα μέλη της Ιεράς Συνόδου. Η διαδήλωση καταλήγει στο Πεδίον του Άρεως, εκεί που σήμερα βρίσκεται το άγαλμα της Αθηνάς.
Πρώτος ξεκίνησε ο μητροπολίτης Αθηνών Θεόκλητος. «Κατά Ελευθερίου Βενιζέλου φυλακίσαντος αρχιερείς και επιβουλευθέντος την βασιλείαν και την πατρίδα ανάθεμα έστω» λέει, παίρνει τέσσερις πέτρες τις ρίχνει μέσα σε ένα λάκκο που είχε ανοιχθεί και φωνάζει: «ανάθεμα και τρις ανάθεμα»!
Στη συνέχεια περνάνε από το ίδιο σημείο χιλιάδες εξοργισμένοι άνθρωποι, οι οποίοι επαναλαμβάνουν την κατάρα του Θεόκλητου και πετάνε τις δικές τους πέτρες. Σε όλη τη διάρκεια του αναθέματος οι καμπάνες των εκκλησιών σε όλη την πρωτεύουσα χτυπάνε. Μέχρι το τέλος της ημέρας έχει δημιουργηθεί ένας μικρός λόφος από πέτρες στην κορυφή του οποίου οι διαδηλωτές έχουν βάλει μια ασπρόμαυρη σημαία που πάνω της έγραφε: «Ανάθεμα και αιωνία κατάρα στον προδότη Βενιζέλο».
Η Ελλάδα πλέον βρίσκεται στα πρόθυρα ενός εμφυλίου πολέμου καθώς οι βενιζελικοί απειλούν με αντίποινα
Μάρκος Βαμβακάρης
Είναι 10 Μαΐου του 1905, όταν στο φτωχικό σπίτι τους στο Σκαλί της Σύρου, ο Δομένικος και η Ελπίδα Βαμβακάρη αποκτούν τον πρώτο από τα έξι συνολικά παιδιά τους, τον γιο τους Μάρκο.
Ο «θεμελειωτής» του λαϊκού τραγουδιού και ένας από τους μεγαλύτερους ρεμπέτες γεννιέται στην καθολική οικογένεια του Δομένικου όπως, είναι άλλωστε τα περισσότερα σπίτια της άνω χώρας.
Την καριέρα που ακολούθησε και τα τραγούδια του τα ξέρουμε, καθώς τα τραγουδούμε ακόμα και σήμερα. Αυτό που δεν ξέρουμε είναι ο αφορισμός του από την καθολική εκκλησία, που ήρθε το 1966.
Το 1942 χάνει την μητέρα του, αλλά μπαίνει στην ζωή του η δεύτερη σύζυγος του, η Βαγγελιώ. Θα αποκτήσουν σύντομα δυο παιδιά, τα οποία όμως και πεθαίνουν πρόωρα. Το 1944 γεννιέται τελικά ο Βαγγέλης, το πρώτο από τα τρία συνολικά παιδιά του Μάρκου και της Βαγγελιώς, ακολουθούμενος από τον Στέλιο το 1947 και τον Δομένικο το 1949.
Το διαζύγιο του και ο νέος γάμος του οδηγούν την Καθολική εκκλησία στην οποία και ανήκει ο Βαμβακάρης να τον αφορίσει, κάτι το οποίο θα αρθεί το 1966, όταν θα του δοθεί και πάλι η «χάρη της κοινωνίας» των Καθολικών.
Θόδωρος Αγγελόπουλος
Το μετέωρο βήμα του πελαργού είναι ο τίτλος μιας δραματικής ταινίας του Θόδωρου Aγγελόπουλου με τους Μαρτσέλλο Μαστρογιάννι και Zαν Mορό, που γυρίστηκε το 1991. Ένας νεαρός ρεπόρτερ συναρπάζεται από τη φυσιογνωμία ενός ηλικιωμένου πρόσφυγα που ζει σχεδόν ασκητικά σε μια μικρή συνοριακή πόλη. Χωρίς να διευκρινίζει την πόλη όπου τοποθετείται η ταινία, ο Θόδωρος Αγγελόπουλος φτιάχνει ένα έργο-μεταίχμιο πάνω στην απελπισία του τέλους του αιώνα και τη διασταύρωση δύο όμορων πολιτισμών (Αλβανία – Ελλάδα).
Η συγκεκριμένη ταινία είχε προκαλέσει το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης και του τύπου για μεγάλο χρονικό διάστημα και για άλλο λόγο, πέρα του κινηματογραφικού ενδιαφέροντος, καθώς συνοδεύτηκε από ένα απροσδόκητο γεγονός. Όλα ξεκίνησαν όταν με κάποιο αδιευκρίνιστο τρόπο το σενάριο της ταινίας έφτασε στα χέρια του θρήσκου και εθνικιστή μητροπολίτη της πόλης, Αυγουστίνου Καντιώτη. Ο Καντιώτης, που είχε μανία με τους «Σκοπιανούς», θεώρησε ότι μπορεί να πρόκειται για πράκτορες και μόλις διάβασε το σενάριο το απέρριψε αμέσως, θεωρώντας ότι προσβάλλει το έθνος και το Χριστιανισμό. Έτσι, απείλησε τον Αγγελόπουλο ότι θα τον αφορίσει και τον διέταξε να σταματήσει τα γυρίσματα. Το γεγονός αυτό εξόργισε τον Αγγελόπουλο, που φυσικά δεν υποχώρησε και προκάλεσε επίσης και το μένος των συνεργατών του. Το θέμα πήρε διεθνείς διαστάσεις. Ο Αγγελόπουλος στηρίχτηκε από τους πολιτικούς της αριστεράς και είχε την αρωγή του σκηνοθέτη και φίλου του, Ακίρα Κουροσάβα. Όταν ο Αγγελόπουλος επέστρεψε, η μεγάλη μερίδα των Χριστιανών της Φλώρινας είχε κατακλύσει την πόλη με μαύρες σημαίες και πλακάτ, ενώ υπήρχαν και καρικατούρες που παρίσταναν το σκηνοθέτη σαν ένα προδότη που κρατούσε ένα σακούλι με 600 εκατομμύρια δραχμές και εμφανίζονταν συνθήματα, όπως «αναρχία, ανθελληνισμός, αθεΐα, ακολασία», με τις καμπάνες να χτυπούν πένθιμα, βάζοντας παρόμοια εμβατήρια. Με την παρότρυνση του μητροπολίτη προσπάθησαν με κάθε τρόπο να εμποδίσουν την ολοκλήρωση και κυκλοφορία της ταινίας. Στις 16 Δεκεμβρίου 1990 ήταν η μέρα τελετής αφορισμού του Αγγελόπουλου και του πρωταγωνιστή Μαρτσέλο Μαστρογιάννι.