Του Στέλιου Κούλογλου

Οι φυλακές των Χανίων κάνουν για γύρισμα κινηματογραφικής ταινίας. Είναι σύγχρονες με πόρτες που ανοιγοκλείνουν αυτόματα και ένα control room με οθόνες, για τις πολυάριθμες  κάμερες του «σωφρονιστικού καταστήματος». Πρόκειται για φυλακή υψίστης ασφαλείας, κατάλληλη δηλαδή για έναν μεγαλοεγκληματία όπως ο Τσελίκ Μεμέτ, καταδικασμένος σε 155 χρόνια φυλακή. 

Ο Τσελίκ είναι ένας 37χρονος Κούρδος με μια μεγάλη μαύρη μουστάκα, που λες ότι την έχει ξεσηκώσει στην Κρήτη, όπου βρίσκεται  τα τελευταία 2 και κάτι χρόνια. Μπήκε χαμογελαστός στο δωμάτιο του αρχιφύλακα όπου τον περιμέναμε δύο δημοσιογράφοι, ο δικηγόρος του Αλέξης Γεωργούλης και η αφεντιά μου, με την ιδιότητα και του ευρωβουλευτή. 

Χαμογελούσε αναθαρρημένος, μάλλον επειδή είδε ότι υπάρχουν άνθρωποι που θα του συμπαρασταθούν στην πολυσυζητημένη δίκη του στο Εφετείο, η οποία αρχίζει σήμερα Πέμπτη. Γιατί η βαθιά ουλή στο στήθος του, που μας έδειξε σηκώνοντας κάποια στιγμή τη μπλούζα του, καθώς και η πολύπαθη ιστορία του, μάλλον παραπέμπουν στην τραγωδία ενός λαού παρά σε χαμόγελα. 

Η οικογένειά του στο Ντιγιαρμπακίρ, την πρωτεύουσα των Κούρδων της Τουρκίας, θα μπορούσε να αποτελεί θέμα μιας άλλης ταινίας, κάποιου προοδευτικού Τούρκου σκηνοθέτη που ψάχνει έτοιμες ιστορίες για σενάριο. Ο αδελφός του δολοφονήθηκε από τον τουρκικό στρατό. Η αδελφή του είναι με το PKK, το κόμμα του Οσταλάν, στα βουνά όπου βρέθηκε όταν πήραν βίαια τον άνδρα της από το σπίτι, τον βασάνισαν και τον επέστρεψαν ετοιμοθάνατο στο χωριό.

Η γυναίκα του Τσελίκ περνάει από δίκη σε 2 μήνες και τα δύο παιδιά τους ίσως μείνουν στον δρόμο. Ο άλλος αδελφός του είναι φυλακή καταδικασμένος σε ισόβια, ενώ ακόμη 34 άτομα από το σόι του είναι στη φυλακή. Κάποιος πρέπει να γράψει το γενεαλογικό δένδρο των φυλακισμένων. ‘Η ένα ποίημα για τις μανάδες τους.

Κατά τα άλλα, το δρομολόγιο αυτού του …κλασικού διακινητή μεταναστών, σύμφωνα με τη μοναδική λογική της ελληνικής αστυνομίας και της Δικαιοσύνης, είναι επίσης κλασική. Παρόμοιο με αυτό των 2.000 περίπου έγκλειστων προσφύγων και μεταναστών, της δεύτερης σε μέγεθος ομάδας των ελληνικών φυλακών, καταδικασμένων ή υπόδικων για διακίνηση. 

Αν όχι όλοι, η μεγάλη πλειοψηφία τους είναι αθώοι. Γιατί από το 2014, όταν τέθηκε σε εφαρμογή ο σχετικός αυστηρός νόμος για τους διακινητές, αυτοί την κοπανάνε στο μέσο ή την αρχή της διαδρομής. Το ίδιο έγινε και με το σκάφος που πήρε ο Τσελίκ. Εψαξε, μας είπε, να βρει τον καλύτερο διακινητή και να τον πληρώσει ακριβά για να τον μεταφέρει στην Ιταλία. Οχι στην Ελλάδα, γιατί είχε μάθει ότι στον Εβρο κάνουν επαναπροωθήσεις. 

Τον Αύγουστο του 2021 από την Κωνσταντινούπολη, ξεκίνησε η δική του Οδύσσεια. Κλειστό βανάκι με ένα τσούρμο άλλους, Αφγανοί, Ιρανοί και Κούρδοι του Ιράν οι περισσότεροι.  Αγνωστη η κατεύθυνση, 10 ώρες αναμονή σε έναν ερημικό δρόμο, περπάτημα 2-3 ώρες με τα πόδια, ξανά πολύωρη αναμονή μέχρι να νυχτώσει, μεταφορά στο καραβάκι της ελπίδας.

Στο χέρι τους, οι διακινητές  έβαλαν ένα βραχιολάκι με έναν αριθμό, το δικό του ήταν το 150 και πρέπει να ακολούθησαν καμιά 20 άτομα ακόμη. Η τιμή του εισιτηρίου ήταν 8.000 ευρώ το κεφάλι. Γι αυτό η επιχείρηση ήταν τόσο καλά οργανωμένη, με τα βραχιολάκια της και με τα όλα της: oι διακινητές έκαναν με μία μπάζα κάπου 1.300.000 ευρώ, μείον το πετρέλαιο του καρυδότσουφλου. 

 Στο αμπάρι του στρίμωξαν τους 170 και έκλεισαν τη σιδερένια πόρτα από πάνω. Τους είπαν ότι έτσι έπρεπε να γίνει, να μείνουν κρυμμένοι αν τύχαινε στην πορεία κάποιος έλεγχος. Ανάμεσα τους γυναίκες και παιδιά, από 5 μέχρι 10 ετών. 

 Αλλά μετά από τρεις μέρες, ξαφνικά το βράδυ, άρχισε το σκάφος άρχιζε να μπάζει νερά. Αλλο που δεν ήθελαν να ξεφύγουν από την ασφυξία και τον φόβο, οι 170 έσπασαν την πόρτα και ανέβηκαν στο κατάστρωμα. Επειτα άρχισαν με κουβάδες να βγάζουν το νερό. Έμπαινε τόσο πολύ που οργανώθηκαν σε βάρδιες. Ο Τσελίκ Μεμέτ βρήκε σήμα στο κινητό του και τηλεφώνησε στο Σύλλογο των Κούρδων και στη γυναίκα του, ζητώντας βοήθεια.

Κάποια στιγμή στον ορίζοντα φάνηκε ένα καράβι. Ένας από τους επιβάτες έβαλε φωτιά σε ένα λάστιχο. Ευτυχώς τους είδαν από το τάνκερ, ήρθαν και τους μάζεψαν, 90 ναυτικά μίλια δυτικά της Κρήτης. Το δεξαμενόπλοιο με σημαία από τα νησιά Μάρσαλ τους πήγε σε ελληνικό λιμάνι-που να ξέρει σε ποιο;- και κατά το μεσημέρι ήρθε το Λιμενικό.

 Ύστερα τους έκλεισαν σε κάτι σαν σχολείο περίπου για εξη εφτά μέρες- που να θυμάται πόσες ακριβώς;- και μετά η αστυνομία άρχισε να τους καλεί έναν έναν για ανάκριση. Ο Τσελίκ τους έδειξε αμέσως την ταυτότητά του και τους είπε ποιος είναι. 

Μάλιστα αργότερα, στη δίκη του, έδειξαν αποκόμματα από εφημερίδες του τουρκικού τύπου, με φωτογραφίες από την κηδεία του αδελφού του, την είχαν παρακολουθήσει εκατοντάδες Κούρδοι. Ενας βουλευτής του HDP, του αριστερού φιλοκουρδικού κόμματος της Τουρκίας, έστειλε επιστολή στο δικαστήριο, βεβαιώνοντας ότι ο Τσελίκ είναι αγωνιστής.

Δεν υπάρχει καμία μαρτυρία που να τον κατονομάζει ως διακινητή, ούτε το παραμικρό στοιχείο εναντίον του. Το μοναδικό «ενοχοποιητικό» στοιχείο που ανακάλυψαν οι ινσπέκτορ Κλουζώ της ΕΛΑΣ και τον παρέπεμψαν σε δίκη,  είναι ότι όταν βρήκε σήμα τηλεφώνησε, στην Ένωση των Κούρδων για να ζητήσει βοήθεια και στη γυναίκα του να μην ανησυχεί. 

Στο δικαστήριο δέχθηκαν ότι αφού είχε τηλέφωνο,  επικοινωνούσε με τους διακινητές. Οι κατήγοροι  δεν έψαξαν τους αποδέκτες των τηλεφωνικών του κλήσεων. Ούτε σκέφτηκαν ότι όταν το σκάφος μπάζει νερά, δεν παίρνεις τον διακινητή τηλέφωνο. Να του πεις τι; «Θέλω αμέσως τα λεφτά μου πίσω;». 

Ο Ακίφ Ρασούλι, ένας από τους Αφγανούς που όταν καταφέραμε να βγάλουμε από τη φυλακή χάρις στη διεθνή εκστρατεία «142 χρόνια- Μια δίκαιη δίκη για τον Μοχάμαντ », μας έλεγε πρόσφατα ότι κανείς από τους συγκρατούμενούς του στη φυλακή στη Νιγρίτα δεν τον πίστευε όταν τους έλεγε ότι ήταν πρόσφυγας και είχε φάει 50 χρόνια φυλακή. «Εδώ ο άλλος έχει σκοτώσει και έχει φάει 14, κι εσύ χωρίς τίποτα πενήντα; Μας δουλεύεις». 

Τι θα σκέπτονται άραγε οι βαρυποινίτες, ένοχοι για σοβαρά εγκλήματα, στις φυλακές υψίστης ασφαλείας στα Χανιά, όταν ο Τσελίκ τους λέει ότι έχει καταδικαστεί σε 155 χρόνια; Ο ίδιος δεν είχε καθαρή απάντηση, όταν ρωτήσαμε:

«ούτε εγώ ξέρω, γιατί είμαι στη φυλακή».