Στις 18 Μάρτη 1871 ανοίγει μια καινούρια περίοδος στην παγκόσμια Ιστορία. Τη μέρα εκείνη, για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας, η κρατική εξουσία πέρασε, αν και για σύντομο χρονικό διάστημα, στα χέρια του προλεταριάτου, της πιο πρωτοπόρας, της μοναδικής μέχρι το τέλος επαναστατικής τάξης της καπιταλιστικής κοινωνίας. Η Κομμούνα που ίδρυσαν το 1871 οι εργάτες του Παρισιού έζησε μόνο 72 μέρες, αλλά η σημασία της για τον παραπέρα απελευθερωτικό αγώνα της εργατικής τάξης ήταν τεράστια.
Ιστορικό της Παρισινής Κομμούνας
του Θανάση Παπαρήγα
Τα γεγονότα της Κομμούνας του Παρισιού δεν μπορούν να ξεχωριστούν από τα γεγονότα του γαλλοπρωσικού πολέμου του 1870-71. Άλλωστε, ο πόλεμος αυτός είχε αποτελέσματα, ίσως όχι λιγότερο σημαντικά από την Κομμούνα.
Ο γαλλοπρωσικός πόλεμος του 1870-71 υπήρξε το αποτέλεσμα των γαλλικών ανησυχιών απέναντι στις προσπάθειες ένωσης της Γερμανίας, αλλά και συγκεκριμένων ενεργειών για την παρεμπόδισή της. Μια από τις γαλλικές ενέργειες που ώθησαν περισσότερο τα πράγματα προς τη σύγκρουση ήταν η ενίσχυση από τον αυτοκράτορα της Γαλλίας Ναπολέοντα τον 3ο (τον επιλεγόμενο «Μικρό») των χωριστικών διαθέσεων που υπήρχαν στα νοτιογερμανικά κρατίδια.
Η προσπάθεια ενοποίησης της Γερμανίας είναι η έκφραση της γρήγορης οικονομικής ανόδου των διαφόρων γερμανικών κρατών με επίκεντρο την Πρωσία. Παρά τη νίκη της αντεπανάστασης το 1848, η πορεία αυτή όχι μόνο δεν ανακόπτεται, αλλά επιταχύνεται. Η αστική τάξη, αποκλεισμένη από τις κρατικές υποθέσεις, έπεσε «με τα μούτρα» στις επιχειρήσεις. Τα αποτελέσματα δεν αργούν να φανούν.
Στο άρθρο του στην εφημερίδα «New York Daily Tribune» της 1.2.1859, ο Κ. Μαρξ γράφει:
«Όποιος είδε το Βερολίνο εδώ και 10 χρόνια, δε θα το αναγνώριζε σήμερα. Ήταν τόπος αδέξιων και χοντροκομμένων στρατιωτικών παρελάσεων και τώρα έχει γίνει το ολοζώντανο κέντρο της γερμανικής βιομηχανίας μηχανοκατασκευών. Διασχίζοντας τη ρηνανική Πρωσία και τη Βεστφαλία, νομίζεις ότι βρίσκεσαι στο Lancashire ή στο Yorkshire».
Στον πολιτικό τομέα, η ενοποίηση της «Γερμανίας» (ανύπαρκτη ακόμη επίσημα) προωθείται με τη δημιουργία του «Βορειογερμανικού Συνδέσμου» (1867) και άλλων ανάλογων ενώσεων.
Σε σχέση με τη Γαλλία, η οικονομική πορεία της Γερμανίας παρουσιάζει τις εξής ιδιομορφίες:
α) Είναι πολύ γρήγορη. Ας πάρουμε την εξόρυξη κάρβουνου που αποτελεί τομέα – κλειδί για το 19ο αιώνα. Η παραγωγή της Γερμανίας περνά από τα 12.000.000 τόνους το 1860 στα 26.000.000 το 1870, ενώ της Γαλλίας, τον ίδιο χρόνο, δεν ξεπερνούσε τα 10.000.000.
β) Είναι πολύ πιο προσανατολισμένη προς μία «παραγωγική» και «βιομηχανική» κατεύθυνση. Η πρώτη ατμομηχανή στη Γερμανία κατασκευάζεται – με αρκετή καθυστέρηση – το 1841 από την εταιρεία «Borsig» που εδρεύει στο Βερολίνο (και που εξακολουθεί να υπάρχει και σήμερα στο δυτικό τμήμα της πόλης). Το 1871, όμως, η Γερμανία διαθέτει ήδη περισσότερες ατμομηχανές από τη Γαλλία.
Ο γαλλοπρωσικός πόλεμος
Η αντίθεση ανάμεσα στις δύο χώρες οξύνεται, καθώς η Γαλλία βλέπει, από τη μια μεριά, έναν επικίνδυνο εμπορικό ανταγωνιστή και, από την άλλη, έναν κίνδυνο στα ανατολικά σύνορά της.
Τα πράγματα φτάνουν ως την κήρυξη πολέμου στις 2 Αυγούστου 1870 και εξελίσσονται στο στρατιωτικό τομέα με μεγάλη ταχύτητα. Από τις 4 Αυγούστου κιόλας, τα γαλλικά στρατεύματα κατατροπώνονται στο Wissenburg. Στις 18 Αυγούστου, ο βασικός όγκος του γαλλικού στρατού πολιορκείται στο Metz. Στις 27 Αυγούστου – 1 Σεπτέμβρη η στρατιά του Μακ – Μαόν πολιορκείται στο Sedan. Στις 2 Σεπτέμβρη, και ενώ η συντριπτική ήττα είναι ολοφάνερη, η στρατιά συνθηκολογεί με διαταγή του αυτοκράτορα. Ανάμεσα στους αιχμαλώτους συγκαταλέγονται 40 στρατηγοί, 4.000 αξιωματικοί, 84.000 άνδρες, καθώς και ο ίδιος ο αυτοκράτορας Ναπολέων ο 3ος. Ανεμπόδιστα, οι Γερμανοί φτάνουν μπροστά στο Παρίσι στις 19 Σεπτέμβρη και το πολιορκούν, κυρίως από το Βορρά και την Ανατολή.
Η οριστική ειρήνη υπογράφτηκε στη Φραγκφούρτη στις 10 Μάη 1871. Οι βασικοί της όροι ήταν οι εξής:
- Η Γαλλία εκχωρεί στη Γερμανία το ένα πέμπτο της Λωραίνης με το Metz και όλη την Αλσατία εκτός από το Belfort και την περιοχή του.
- Η Γαλλία υποχρεώνεται να καταβάλει στη Γερμανία πολεμική αποζημίωση 5.000.000.000 φράγκων.
- Ο γερμανικός στρατός θα παραμείνει σε ορισμένα γαλλικά εδάφη ως την πλήρη εξόφληση των πολεμικών αποζημιώσεων. Τα γερμανικά στρατεύματα έφυγαν στις 13 Σεπτέμβρη 1873, με την καταβολή της τελευταίας δόσης των αποζημιώσεων.
Στις 18 Γενάρη του 1871, στην Αίθουσα των Κατόπτρων των Βερσαλλιών, που έχουν καταλάβει τα γερμανικά στρατεύματα, ο βασιλιάς της Πρωσίας Γουλιέλμος ανακηρύχτηκε διά βοής «αυτοκράτορας της Γερμανίας» (Kaiser). Αυτό υπήρξε η ληξιαρχική πράξη γέννησης της Γερμανίας ως ενιαίου (με την πολιτική έννοια) κράτους.
Η εξέλιξη αυτή είχε διπλό και αντιφατικό χαρακτήρα.
- Από τη μια μεριά, προώθησε τη λύση του εθνικού προβλήματος, δημιουργώντας την ενιαία Γερμανία, στόχο του επαναστατικού – δημοκρατικού κινήματος.
- Από την άλλη, η δημιουργία της ενιαίας Γερμανίας έγινε πάνω στη βάση όχι της επανάστασης αλλά του συμβιβασμού ανάμεσα στις κορυφές του βιομηχανικού, του τραπεζικού και του εμπορικού κεφαλαίου, τους μεγάλους γαιοκτήμονες των ανατολικών περιοχών και τη μοναρχία, επικεφαλής της πολιτικοστρατιωτικής υπαλληλικής αριστοκρατίας, όπου η αποφασιστική επιρροή ανήκει στον τελευταίο παράγοντα. Δημιουργήθηκε «ένας στρατιωτικός δεσποτισμός, στολισμένος με κοινοβουλευτικά μπιχλιμπίδια, μείγμα φεουδαρχικής ιδιοκτησίας και αστικής επίδρασης, με γραφειοκρατική θωράκιση και αστυνομική υποστήριξη», όπως γράφει ο Κ. Μαρξ, ο οποίος ήταν – ας μην το ξεχνάμε – Γερμανός.
Στην Κ. Ευρώπη δημιουργήθηκε μια νέα δύναμη 41.000.000 κατοίκων. Τα αποτελέσματα του πολέμου 1870-71 τη δυνάμωσαν ακόμα παραπέρα. Οι πολεμικές αποζημιώσεις της Γαλλίας επιτρέπουν μια απότομη οικονομική άνοδο. Ανάμεσα στο 1870 και το 1873, η παραγωγή χυτοσιδήρου αυξάνεται κατά 50%, ενώ το μήκος των σιδηροδρομικών γραμμών περνά από 18.000 χλμ. (1870) σε πάνω από 33.000 (1879). Το νέο κράτος μετατρέπεται ταχύτατα σε μεγάλη ιμπεριαλιστική δύναμη. Στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού έχει ξεπεράσει και τη Μεγάλη Βρετανία και μετατρέπεται, μαζί με τις ΗΠΑ, στον πιο δυναμικό πόλο ανάπτυξης του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος.
Έτσι, βλέπουμε ότι πολλά από τα σπέρματα του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου βρίσκονται ήδη στην «πρώτη αναμέτρηση» του 1870-71.
Το ξέσπασμα της αντιπολίτευσης στον Ναπολέοντα
Η είδηση της συνθηκολόγησης του Sedan γίνεται γνωστή στο Παρίσι την ίδια μέρα (2 Σεπτέμβρη) και προκαλεί μεγάλο αναβρασμό. Η αντιπολίτευση ενάντια στον Ναπολέοντα τον 3ο, έντονη από καιρό, ξεσπά. Το νομοθετικό σώμα του Παρισιού συνέρχεται επειγόντως και παίρνει πολλές ριζικές αποφάσεις. Οι πιο σημαντικές είναι οι εξής:
α) Κατάργηση της μοναρχίας και εγκαθίδρυση της δημοκρατίας (4 Σεπτέμβρη).
β) Δημιουργία κυβέρνησης «Εθνικής Άμυνας».
γ) Δημιουργία Εθνοφρουράς για την υπεράσπιση της πόλης από τον κίνδυνο άμεσης κατάληψης που φαίνεται πια καθαρά.
Η κυβέρνηση βρίσκεται βασικά κάτω από την καθοδήγηση αστών οπαδών του ρεπουμπλικανικού καθεστώτος (L. Gambetta, Jules Ferry, J. Favre κλπ.). Η Εθνοφρουρά αποτελείται βασικά από ένοπλους εργάτες και μικροαστούς.
Με την εμφάνιση των Πρώσων (19 Σεπτέμβρη) αρχίζει η πολιορκία της πόλης. Καθώς ο καιρός περνά και οι στερήσεις δυναμώνουν, στις γραμμές των υπερασπιστών της πόλης εμφανίζονται σοβαρές διαμάχες. Η αστική τάξη, στο Παρίσι και όλη τη Γαλλία, ζητά μια άμεση ειρήνη με τους Πρώσους, όποιοι και αν είναι οι όροι. Αντίθετα, οι εργάτες και οι «αριστεροί» μικροαστοί του Παρισιού ζητούν συνέχιση της αντίστασης, δηλαδή για να χρησιμοποιήσουμε έναν όρο της εποχής μας, τάσσονται υπέρ του λαϊκού πολέμου μέχρις εσχάτων. Σε όλη τη Γαλλία, όπου οι Γερμανοί αποφεύγουν να επεκταθούν, παρουσιάζεται μια γενική κινητοποίηση των αντιδραστικών δυνάμεων, εμφανίζεται, μάλιστα, ένα πλατύτατο μοναρχικό ρεύμα. Η κατάσταση αυτή είχε σαν αποτέλεσμα, ανάμεσα στα άλλα, την παράλυση σε μεγάλο βαθμό των αμυντικών προσπαθειών.
Στις 28 Γενάρη 1871, η κυβέρνηση Εθνικής Άμυνας υπογράφει ανακωχή με τους Γερμανούς. Η ανακωχή αυτή δεν είναι τίποτε άλλο από πλήρης συνθηκολόγηση. Η συνθήκη προβλέπει παράδοση των οχυρών και διάλυση του τακτικού στρατού.
Η αναγγελία της ανακωχής προκαλεί την ανοιχτή εκδήλωση των αντιθέσεων στους κόλπους των υπερασπιστών της πόλης. Η Εθνοφρουρά αρνείται να παραδοθεί και συγκεντρώνει τα κανόνια της (που είχαν κατασκευαστεί με έρανο των κατοίκων και όχι με κρατικά κονδύλια) στο λόφο της Μονμάρτης. Σε πολλές περιοχές του Παρισιού δημιουργείται επαναστατικός αναβρασμός.
Η κατάσταση επιδεινώνεται ακόμη περισσότερο, με τις εκλογές που γίνονται στις 7 του Φλεβάρη για την ανάδειξη Εθνοσυνέλευσης που θα επικύρωνε την ανακωχή, αλλά και τους όρους της συνθήκης ειρήνης που θα υπογραφόταν. Στην Εθνοσυνέλευση κυριαρχούν συντριπτικά οι αντιδραστικές δυνάμεις των άκρων. Από τους 700 αντιπροσώπους, οι 375 είναι ανοιχτά μοναρχικοί, ενώ όλοι οι άλλοι – με ελάχιστες εξαιρέσεις – ανήκουν στην άκρα Δεξιά των μεγαλοαστικών κομμάτων. Η Εθνοσυνέλευση συνέρχεται στο Bordeaux. Σχηματίζεται κυβέρνηση με επικεφαλής τον Adolfe Thiers (πιο γνωστό με το εξελληνισμένο όνομα Θιέρσος), που εξουσιοδοτείται να αρχίσει διαπραγματεύσεις με τους Γερμανούς για την άμεση υπογραφή συνθήκης ειρήνης.
Στις 26 Φλεβάρη γίνονται γνωστοί οι προκαταρκτικοί όροι της συνθήκης ειρήνης. Οι όροι επικυρώνονται από την Εθνοσυνέλευση του Bordeaux την 1η Μάρτη. Την ίδια ημέρα ο γερμανικός στρατός εισέρχεται στο Παρίσι και καταλαμβάνει τα φρούρια της βόρειας και ανατολικής πλευράς της πόλης.
Η Κομμούνα στο προσκήνιο
Στο Παρίσι, η κατάσταση έχει πια φτάσει σε εκρηκτικό σημείο. Η Εθνοφρουρά και τα επαναστατικά στοιχεία έχουν εξοργισθεί με τη σύνθεση της Εθνοσυνέλευσης και με την πολιτική της. Απορρίπτουν την ανακωχή και τη συνθήκη ειρήνης και γίνεται μάλιστα και λόγος για ένοπλη αντίσταση.
Η κυβέρνηση προσπαθεί να προλάβει τις εξελίξεις. Στις 18 Μάρτη κυβερνητικά στρατεύματα εισβάλλουν στις εργατικές συνοικίες και περικυκλώνουν τη Μονμάρτη, απαιτώντας την παράδοση των όπλων της Εθνοφρουράς. Όταν συναντούν άρνηση, διατάσσεται γενική επίθεση. Οι στρατιώτες, όμως, αρνούνται να υπακούσουν.
Αυτή είναι η αρχή της εξέγερσης. Οι εξεγερμένοι καταλαμβάνουν το Δημαρχείο, ενώ η εξουσία περνά στα χέρια της Κεντρικής Επιτροπής της Εθνοφρουράς. Στις 20 Μάρτη γίνονται προσπάθειες εξέγερσης και σε άλλες πόλεις. Οι προσπάθειες αποτυχαίνουν.
Η κυβέρνηση της Γαλλίας μεταφέρεται στις Βερσαλλίες (17χλμ. δυτικά του Παρισιού) που οι Γερμανοί έχουν, στο μεταξύ, εκκενώσει.
Στις 26 Μάρτη, εκλέγεται η Παρισινή Κομμούνα και στις 28 ανακηρύσσεται πανηγυρικά και επίσημα σε κυβέρνηση.
Η κυβέρνηση των Βερσαλλιών, μόλις βεβαιώνεται για την υπεροχή της, αρνείται κάθε σχέση με την Κομμούνα και αποκλείει το Παρίσι. Έτσι, σχηματίζονται δύο κυβερνήσεις. Η Κομμούνα, που εδρεύει στο Παρίσι και αντιτίθεται στη συνθηκολόγηση και οι Βερσαλλίες, που είναι υπέρ της άμεσης συνθηκολόγησης.
Στις 21 Μάη τα στρατεύματα του στρατηγού Μακ – Μαόν – του νικημένου του Sedan – αρχίζουν γενική επίθεση ενάντια στο Παρίσι. Πρόκειται για στρατιωτική επίθεση καλά προετοιμασμένη. Στηρίζεται στην κινητοποίηση 130.000 καλά οπλισμένων και εκπαιδευμένων στρατιωτών που υποστηρίζονται από μεγάλες μονάδες βαρέος πυροβολικού. Απέναντί τους βρίσκονται 10.000 Εθνοφρουροί και γύρω στις 20.000 «Ομόσπονδοι», άσχημα οπλισμένοι και εφοδιασμένοι.
Η επίθεση προχωρά γρήγορα διασχίζοντας τις εύπορες συνοικίες του Δ. Παρισιού. Προσκρούει, όμως, σε σκληρή αντίσταση όσο προχωρεί στο κέντρο της πόλης. Οι μάχες για την κατάληψη της πόλης κράτησαν συνολικά μία εβδομάδα, από τις 21 ως τις 28 Μάη, που έμεινε στην ιστορία με το όνομα «Ματωμένη Εβδομάδα». Η σύγκρουση πήρε γρήγορα αγριότατο και αιματηρότατο χαρακτήρα. Τελικά, οι κυβερνητικές δυνάμεις συνέτριψαν την Κομμούνα, με την κατάληψη των τελευταίων οδοφραγμάτων της στην οδό Ραμπονό στις 28 Μάη.
Οι αντιθέσεις και ο πόλεμος
Το ότι ο πόλεμος του 1871 έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην Κομμούνα αυτό κανείς δεν το αμφισβητεί. Ο Λένιν γράφει ότι «η βροντή των κανονιών στο Παρίσι ξύπνησε τα πιο καθυστερημένα τμήματα του προλεταριάτου από τη βαθιά τους νάρκη, δίνοντας παντού ώθηση στην επαναστατική σοσιαλιστική προπαγάνδα».
Ζώντας τα γεγονότα, ο Κ. Μαρξ μελέτησε συστηματικά και τις συγκεκριμένες επιπτώσεις των γαλλογερμανικών αντιθέσεων στην Κομμούνα. Γενικά, ο Μαρξ επισημαίνει δύο παράγοντες στη στάση της Γερμανίας:
α) Συνεργασία με τη Γαλλία για τη συντριβή της Κομμούνας. Η στάση αυτή υπαγορεύθηκε από το ταξικό ένστικτο της αστικής τάξης που καταλαβαίνει ότι η ανατροπή της σε μια χώρα είναι κακό παράδειγμα για τις υπόλοιπες.
β) Απροθυμία άμεσης εμπλοκής. Ο Μαρξ γράφει ότι ο Μπίσμαρκ «ήταν διατεθειμένος να κάνει ό,τι μπορούσε για να τους συμπαρασταθεί (σ.σ. στους Θιέρσο και Favre) εκτός από το να διακινδυνεύσει τη ζωή Γερμανών στρατιωτών – όχι γιατί εκτιμούσε τη ζωή όταν επρόκειτο να αποσπάσει κάτι – αλλά ήθελε να δει τη Γαλλία να πέφτει ακόμα χαμηλότερα, ώστε να μπορεί να της αποσπάσει πιο πολλά».
Το σύνολο αυτών των παραγόντων έκανε τη γερμανική πολιτική ασταθή και ασυνεπή. Ο Μπίσμαρκ αρνήθηκε να επέμβει ο ίδιος, έδωσε όμως τη δυνατότητα στην κυβέρνηση των Βερσαλλιών να σχηματίσει στρατιωτικές δυνάμεις από τους αιχμαλώτους. Επέτρεψε τη διέλευση τροφίμων για το Παρίσι – έστω και σε περιορισμένες ποσότητες – αλλά επιτρέπει και στα στρατεύματα των Βερσαλλιών να περάσουν τις γερμανικές γραμμές και να χτυπήσουν την Κομμούνα από τα νώτα. Ο Μαρξ αναφέρει τη σύλληψη 500 ατόμων στη Rouen – που κατέχουν οι Γερμανοί – με την κατηγορία ότι ανήκουν στην Κομμούνα. Η Ανώτατη Διοίκηση του Γερμανικού Στρατού είχε δώσει ρητές εντολές, οι πρόσφυγες της Κομμούνας να συλλαμβάνονται και να παραδίνονται στην κυβέρνηση των Βερσαλλιών. Μαρτυρούνται, ωστόσο, πολλά παραδείγματα που οι Γερμανοί στρατιώτες και αξιωματικοί έκαναν «στραβά μάτια». Ο Φ. Ενγκελς επαινεί ιδιαίτερα τη στάση του Σαξονικού Εκστρατευτικού Σώματος.
Πρέπει, επίσης, να σημειωθεί ότι ο Μπίσμαρκ, με το να απευθυνθεί στην κυβέρνηση του Θιέρσου και να ζητήσει την άμεση έναρξη διαπραγματεύσεων, της έδινε ipso facto (εκ των πραγμάτων) μεγαλύτερο κύρος και επιρροή.
Γι’ αυτή του τη στάση, ο Κ. Μαρξ αποκάλεσε τον «Σιδηρούν» Καγκελάριο, «δολοφόνο επί πληρωμή».
Εδώ θα έπρεπε να σημειώσουμε και μία σημαδιακή λεπτομέρεια: Η Κομμούνα σαν αποτέλεσμα του γαλλοπρωσικού πολέμου άσκησε – σαν ιδέα – μεγάλη επιρροή. Η πρόβλεψη μιας τέτοιας εξέλιξης σε περίπτωση παγκόσμιου πολέμου περιέχεται στην Απόφαση του Συνεδρίου της Βασιλείας της 2ης Διεθνούς (1912) και επαληθεύτηκε 100% πέντε χρόνια αργότερα. Οι στροφές της ιστορίας το έφεραν έτσι που η πρόβλεψη επαληθεύτηκε ακριβώς τότε, όταν αυτοί που την είχαν κάνει είχαν πάψει πια να την πιστεύουν…
H ιδεολογία της Κομμούνας
Του Διονύση Γιαννακόπουλου
Η εξέταση της ιδεολογικής τοποθέτησης των μελών του δημοτικού συμβουλίου αποκαλύπτει πολλά πράγματα για τον χαρακτήρα της εξέγερσης. Σε γενικές γραμμές μπορεί κανείς να τους κατατάξει σε δύο κατηγορίες. Από τη μια μεριά βρίσκονται οι νεο-ιακωβίνοι και οι οπαδοί του Βlanqui: ριζοσπάστες δημοκρατικοί, πολιτικοί απόγονοι του Ροβεσπιέρου, νοσταλγοί των φιλολαϊκών μέτρων της Επανάστασης και ιδίως της ριζοσπαστικής τάσης που επικράτησε το 1792 επιθυμούν τη δικτατορική επιβολή της Κομμούνας σε ολόκληρη τη χώρα με σκοπό την κατάρρευση της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων και την αντικατάστασή της από μια νέα, βασισμένη στις αρχές της οικονομικής και πολιτικής ισότητας. Η τάση αυτή αποτελεί την πλειοψηφία στο Συμβούλιο και υποστηρίζει αναμφίβολα τον συγκεντρωτικό χαρακτήρα του γαλλικού κράτους, εφόσον η εξουσία ασκείται από την Κομμούνα με έδρα το Παρίσι.
Το ιδανικό της οικονομικής και κοινωνικής ισότητας αποτελεί φυσικά τον στόχο και της μειοψηφικής τάσης. Ο τρόπος όμως με τον οποίο θα επιτευχθεί διαφοροποιείται ριζικά. Η μειοψηφία αποτελείται από μέλη της Διεθνούς, οπαδούς του Προυντόν και του Μπακούνιν. Οι φεντεραλιστές, όπως αποκαλούνται, αντιτίθενται στη δικτατορική, άρα βίαιη, επιβολή της Κομμούνας στην υπόλοιπη Γαλλία. Αντίθετα ευνοούν τη δημιουργία ανάλογων κινημάτων σε όλη την επικράτεια με σκοπό την αντικατάσταση του συγκεντρωτικού κράτους από μια ομοσπονδία αυτόνομων κοινοτήτων.
Για πολλούς ιστορικούς αυτή ακριβώς η πολυσυλλεκτικότητα -στην Κομμούνα αντιπροσωπεύονταν όλες οι τάσεις της γαλλικής προοδευτικής κίνησης- αποτέλεσε και τη σημαντικότερη αδυναμία της εξέγερσης. Έλειψε δηλαδή ο σαφής ιδεολογικός χαρακτήρας ο οποίος θα καθόριζε μια συγκεκριμένη γραμμή πλεύσης επιλέγοντας τα σωστά βήματα και αφήνοντας για αργότερα κάποια άλλα, θέτοντας με άλλα λόγια τις προτεραιότητες. Αντί γι’ αυτό πάρθηκαν μια σειρά από μέτρα που μαρτυρούν το γενικό πνεύμα της εξέγερσης, τη θέλησης της δηλαδή να καταπιαστεί ταυτόχρονα με τα θέματα διεξαγωγής του επαναστατικού πολέμου, μορφής του πολιτικού καθεστώτος και υφής των κοινωνικών μεταρρυθμίσεων αλλά ταυτόχρονα και την έλλειψη σχεδιασμού, απαραίτητου ίσως εκείνες τις κρίσιμες ώρες. Μια τέτοια αδυναμία όμως δεν πρέπει να εκπλήσσει. Η Κομμούνα δεν ήταν προϊόν οργανωμένης συνωμοτικής δράσης αλλά της αυθόρμητης αντίδρασης του παρισινού λαού. Η έλλειψη επομένως σχεδιασμού είναι φυσιολογική.
Αν και μειοψηφία οι φεντεραλιστές κατόρθωσαν να περάσουν τις θέσεις τους στο σημαντικότερο ίσως κείμενο της Κομμούνας, την «Διακήρυξη προς τον γαλλικό λαό» στις 19/4. Σκοπός της διακήρυξης ήταν να πληροφορήσει τη γαλλική επαρχία για την πολιτική φυσιογνωμία της εξέγερσης. Αυτό το κείμενο αναγνωρίζει τη Δημοκρατία ως τη μοναδική μορφή κυβέρνησης συμβατής με τα δικαιώματα του λαού και με την ελεύθερη και κανονική ανάπτυξη της κοινωνίας. Διαψεύδει τις κατηγορίες ότι το Παρίσι θέλησε να επιβάλει την εξουσία του στην υπόλοιπη χώρα. Αντίθετα διακηρύττει την απόλυτη αυτονομία όλων των γαλλικών κοινοτήτων η ελεύθερη ένωση των οποίων θα αποτελεί στο εξής την ενότητα του έθνους. Οι κοινότητες θα είναι ίσες σε δικαιώματα μεταξύ τους. Στις αρμοδιότητές τους εμπίπτουν η ψήφιση του προϋπολογισμού, ο καθορισμός των φόρων, η διεύθυνση των τοπικών υποθέσεων, η οργάνωση της δικαιοσύνης, της εκπαίδευσης και της αστυνομίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι όλα τα αξιώματα είναι όχι μόνο αιρετά αλλά και ανακλητά, αφού οι κάτοχοι τους υπόκεινται σε συνεχή έλεγχο. Το κείμενο δεν κάνει πουθενά λόγο για την ύπαρξη κεντρικής κυβέρνησης.
Ο Μαρξ στη δική του μελέτη για την Κομμούνα λέει καθαρά ότι οι απεσταλμένοι από κάθε κοινότητα θα συγκροτούν την εθνική αντιπροσωπεία με έδρα το Παρίσι. Προσθέτει ότι η κοινότητα (Κομμούνα) θα έπρεπε να αποτελεί την πολιτική μορφή διακυβέρνησης ακόμη και των πιο μικρών χωριών της υπαίθρου και ότι οι αγροτικές κοινότητες κάθε διαμερίσματος θα διαχειρίζονται τις κοινές υποθέσεις τους μέσω μιας συνέλευσης αντιπρόσωπων που θα εδρεύει στην πρωτεύουσα κάθε διαμερίσματος. Οι αντιπρόσωποι αυτοί είναι όμως ανακλητοί ανά πάσα στιγμή αλλά και υποχρεωμένοι να δρουν σύμφωνα με εντολές που δέχονται από τους εκλέκτορές τους. Η εθνική ενότητα όχι μόνο δεν διαλύεται αλλά αντίθετα ενισχύεται γύρω από την κοινοτική οργάνωση με την καταστροφή της κρατικής εξουσίας η οποία, ενώ υποστήριζε ότι ενσάρκωνε αυτή την ενότητα, στην ουσία δρούσε ανεξάρτητα και εις βάρος του έθνους. Καταλήγει πως τίποτα δεν είναι πιο ξένο προς το πνεύμα της Κομμούνας από την επιβολή μιας ιεραρχικής εξουσίας.
Το έργο της Κομμούνας
Περισσότερο όμως από την ανίχνευση των ιδεολογικών προθέσεων, η μελέτη του μικρού αλλά σημαντικού έργου της εξέγερσης αποκαλύπτει πολλά για τη φυσιογνωμία της. Ο τελικός στόχος δεν ήταν άλλος από την πολιτική και οικονομική χειραφέτηση των εργαζομένων, με άλλα λόγια τη διαχείριση των υποθέσεων από τους ίδιους τους ενδιαφερόμενους. Η κοινοτική αυτονομία αποτελεί το μέσο για την επίτευξη αυτού του σκοπού, όντας για αρκετούς προϊόν ιδεολογικής επεξεργασίας ομοσπονδιακών θεωριών αλλά για ακόμη περισσότερους πρακτικός τρόπος αντιμετώπισης του καταπιεστικού συγκεντρωτισμού. Άλλωστε η κοινοτική αυτονομία επιβλήθηκε στην πράξη από τα γεγονότα, με τη σύμφωνη γνώμη όλων των πολιτικών ρευμάτων, σε ένα Παρίσι στερημένο έως τότε ενός αιρετού δημοτικού συμβουλίου. Η προσφυγή στις κάλπες για την ανάδειξη του δημοτικού συμβουλίου (26/3) δείχνει βέβαια και την αγωνία των εξεγερμένων να νομιμοποιήσουν την εξουσία τους μέσω των εκλογών. Η κατηγορία της δικτατορίας έπρεπε να αποτιναχθεί με κάθε τρόπο. Από τα μέτρα που πάρθηκαν άλλα έμειναν στα χαρτιά και άλλα εφαρμόστηκαν σε μικρό ή μεγάλο βαθμό.
Ας δούμε όμως λίγο πιο αναλυτικά ποιο ήταν το περιεχόμενο αυτής της κοινοτικής αυτονομίας.
Στο πολιτικό πεδίο η άμεση δημοκρατία, η απόρριψη της αρχής της αντιπροσώπευσης και της γραφειοκρατίας έρχονται σε πρώτο πλάνο. Οι αξιωματούχοι, ακόμη και οι δικαστές, είναι όχι μόνο αιρετοί αλλά και ανακλητοί. Η δικαιοσύνη απονέμεται δωρεάν. Ο μόνιμος στρατός καταργείται και αντικαθίσταται από πολιτοφυλακές. Η Εκπαίδευση αφαιρείται από τα χέρια του κλήρου και περνάει στα χέρια της Κοινότητας. Σε αυτόν τον τομέα αναβιώνουν οι αρχές της Γαλλικής Επανάστασης: δωρεάν, υποχρεωτική και λαϊκή Εκπαίδευση.
Στο κοινωνικό πεδίο η Κομμούνα λαμβάνει μια σειρά από μέτρα για την ανακούφιση του δοκιμαζόμενου πληθυσμού: αναστολή καταβολής ενοικίων και πληρωμής χρεών, μορατόριουμ τιμών, μάξιμουμ αποδοχών (περιλαμβανομένων και των αξιωματούχων), κατάργηση νυχτερινής εργασίας, επίταξη άδειων διαμερισμάτων για τη στέγαση των αστέγων. Το σημαντικότερο ίσως μέτρο αφορά στην επίταξη των εργαστηρίων που είχαν εγκαταλειφθεί από τους ιδιοκτήτες τους. Σύμφωνα με διάταγμα της 16ης/4 τα εργαστήρια αυτά θα περνούσαν στα χέρια των εκεί εργαζομένων οι οποίοι θα συγκροτούσαν ένα συνεταιρισμό. Το μέτρο όμως δεν ήταν προσωρινού χαρακτήρα. Αντίθετα το διάταγμα προέβλεπε τη σύσταση ενός δικαστηρίου το οποίο θα αναλάμβανε να αποτιμήσει την αξία του εργαστηρίου και να καθορίσει το ύψος της αποζημίωσης που θα λάμβαναν οι ιδιοκτήτες όταν επέστρεφαν στην πρωτεύουσα, έτσι ώστε η διεύθυνση των εργαστηρίων από τους εργαζόμενους να γίνει μόνιμη. Ας σημειωθεί πως πουθενά δεν γίνεται λόγος για κρατικούς συνεταιρισμούς αλλά μόνο για συνεταιρισμούς εργαζομένων. Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται και η κοινοτικοποίηση όλων των ιδρυμάτων της πόλεως. Η διεύθυνσή τους περνάει στα χέρια ενός διευθυντή εκλεγμένου από τους εργάτες και ανακλητού. Ο διευθυντής μαζί με τους επικεφαλής των εργαστηρίων και εργάτες συγκροτούν ένα συμβούλιο που αποφασίζει για τις απολύσεις και τη μισθοδοσία.
Είναι λοιπόν προφανές ότι η επιδίωξη της Κομμούνας ήταν η κατάργηση του κράτους και η ανασύσταση της κοινοτικής ενότητας γύρω από θεσμούς που απαιτούσαν την ισότιμη και ενεργή συμμετοχή των εμπλεκομένων. Πρόκειται για την κατάργηση στην πράξη του διαχωρισμού ανάμεσα σε διοικούντες και διοικούμενους, κάτι φυσικά που δεν πρόλαβε να ολοκληρωθεί λόγω της αιματηρής καταστολής της εξέγερσης.
Το τέλος και η σημασία της Κομμούνας
Η ζωή της Κομμούνας ήταν σύντομη. Ήδη από τον Απρίλιο οι στρατιωτικές αποτυχίες στις επιχειρήσεις εναντίον της κυβέρνησης των Βερσαλλιών αποδυνάμωσαν τη θέση της. Η άσχημη πορεία του πολέμου τροφοδοτούσε τις αντιπαραθέσεις στο εσωτερικό του Συμβουλίου όπου μια ισχυρή τάση ζητούσε να αναλάβει η Κομμούνα δικτατορικές εξουσίες, κάτι το οποίο δεν επιθυμούσαν οι φεντεραλιστές. Φαίνεται λοιπόν ότι η Κομμούνα αδυνατούσε να διεξάγει ταυτόχρονα ένα επαναστατικό πόλεμο και μια κοινωνική επανάσταση. Εξάλλου ο συσχετισμός δυνάμεων ήταν σε βάρος της. Από τη μια η Κυβέρνηση των Βερσαλλιών υπερείχε σε όπλα και σε αριθμό στρατιωτών. Από την άλλη το μήνυμα της κοινοτικής αυτονομίας είτε δεν συγκινούσε την επαρχία είτε έφθανε σε αυτήν παραμορφωμένο. Ελάχιστες πόλεις ξεσηκώθηκαν υπέρ της Κομμούνας και η καταστολή ήταν άμεση και επώδυνη. Καταλυτικός ήταν σε αυτό το σημείο ο ρόλος του επαρχιακού τύπου. Οι μεν συντηρητικές εφημερίδες από την αρχή καταδίκασαν την εξεγερμένη πρωτεύουσα. Οι δε προοδευτικές, ενώ στην αρχή είδαν ευνοϊκά την εξέγερση, αργότερα άλλαξαν στάση. Όσο γινόταν αντιληπτό το πραγματικό περιεχόμενο της Κομμούνας, τόσο οι αστοί δημοκράτες, που έλεγχαν τον προοδευτικό τύπο, απομακρύνονταν από αυτήν. Η κοινοτική αυτονομία τρόμαξε όσους θεωρούσαν τη δημοκρατία ως απλώς μια εναλλακτική μορφή κρατικής διακυβέρνησης. Ανέλαβαν λοιπόν το έργο της δυσφήμησης της εξέγερσης, παρουσιάζοντας μέσα από τις στήλες τους του Κομμουνάρους ως εγκληματίες.
Σε αυτό το πλαίσιο η εισβολή των κυβερνητικών στρατευμάτων στο Παρίσι στις 21 Μαΐου κατέληξε στην αιματηρή καταστολή της εξέγερσης κατά τη διάρκεια της «Αιματηρής Εβδομάδας» (21-28 Μαΐου 1871) παρά την ηρωική αντίσταση. Πολλές χιλιάδες σφάχτηκαν, αιχμαλωτίσθηκαν ή καταδικάστηκαν από στρατοδικεία. Η συντηρητική Δημοκρατία του Thiers είχε συντρίψει την κοινοτική αυτονομία της πρωτεύουσας.