Ομιλία αντιπεριφερειάρχη Ρεθύμνης κας Μαρίας Λιονή στην εκδήλωση για τον Ελευθέριο Βενιζέλο με την ευκαιρία της επετείου της γέννησης του Μουρνιές Χανίων (Τετάρτη 31 Αυγούστου 2011)
Κυρίες και Κύριοι,
Με ιδιαίτερη ευχαρίστηση ανταποκρίθηκα στην πρόσκληση του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών και Μελετών «Ελ. Βενιζέλος», της Περιφερειακής Ενότητας και του Δήμου Χανίων για να συμμετάσχω ως ομιλήτρια στην εκδήλωση για την επέτειο της γέννησης του μεγάλου Κρητικού άνδρα, του εθνικού ηγέτη και μάλλον του σημαντικότερου Έλληνα του 20ου αιώνα, του Ελευθέριου Βενιζέλου.
Η πρόσκληση αυτή συνιστά μια μεγάλη ταυτόχρονα πρόκληση. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο πατέρας του σύγχρονου ελληνικού κράτους, υπήρξε μια πολυσχιδής προσωπικότητα, με ένα εξίσου πολύπλευρο και πολυδιάστατο έργο τα χρόνια που κυριάρχησε στην πολιτική σκηνή της Ελλάδας και βρέθηκε επί μακρόν στην εξουσία (1910 – 1915, 1917 – 1920, 1928 -1932) εν καιρώ πολέμου και ειρήνης.
Μέσα στις περιόδους της πρωθυπουργίας του, που σημαδεύτηκαν από δυσμενείς συγκυρίες, λόγω των πολέμων, ο Βενιζέλος κατόρθωσε να υλοποιήσει το εγχείρημα του αστικού εκσυγχρονισμού. Με γενναίες μεταρρυθμίσεις, με πρωτοπόρες πρωτοβουλίες, με την εφαρμογή μιας ορθής οικονομικής πολιτικής και με την επιλογή άξιων συνεργατών, εφάρμοσε το φιλόδοξο πρόγραμμά του για την εσωτερική αναμόρφωση του κράτους σε όλους τους καίριους κυβερνητικούς τομείς: τον διοικητικό, τον οικονομικό και τον κοινωνικό.
Οι τομές που υλοποίησε στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής χαρακτηρίστηκαν επαναστατικές και τον έφεραν αντιμέτωπο με το κατεστημένο της εποχής ακόμα και με πολιτικούς του φίλους και υποστηρικτές. Αυτό όμως δεν τον πτόησε γιατί γνώριζε ότι προκειμένου να λάβει σάρκα και οστά το όραμα της δημιουργίας ενός σύγχρονου, ευνομούμενου και οργανωμένου κράτους, που θα απέπνεε κύρος και σεβασμό στην ευρωπαϊκή κοινότητα και τη Δύση, (ρητή εντολή του λαού που τον έφερε το 1910 στην εξουσία), έπρεπε να έχει στο πλευρό του τους Έλληνες, από τους οποίους θα ζητούσε να υποστούν θυσίες για να επιτευχθεί ο στόχος αυτός. Και για να είναι σύμμαχός του και αρωγός σε αυτή την «επανάσταση» σύσσωμη η ελληνική κοινωνία, ο Βενιζέλος όφειλε να διαμορφώσει το κοινωνικό πρόσωπο και την κοινωνική συνείδηση του κράτους. Του κράτους πρόνοιας και παροχών, του κράτους που σέβεται τον Πολίτη και του παρέχει τα βασικά αγαθά της υγείας, της εργασίας, της παιδείας προκειμένου να του διασφαλίσει ένα επίπεδο ζωής από το οποίο θα αντλεί ικανοποίηση για να δραστηριοποιηθεί ο ίδιος ο πολίτης ακόμα περισσότερο και να συναινέσει στο κυβερνητικό έργο.
Το έργο του Ελευθέριου Βενιζέλου στον τομέα της Κοινωνικής Πολιτικής, τις τρεις περιόδους της πρωθυπουργίας του, 1910 – 1915, 1917 – 1920 και 1928 – 1932, υπήρξε πρωτόγνωρο για τα τότε ελληνικά δεδομένα και όπως απέδειξε η ιστορία θεμελίωσε πολλά από τα σύγχρονα «κεκτημένα» και δεδομένα στο χώρο της υγείας, της εργατικής νομοθεσίας, της κοινωνικής ασφάλισης και της εκπαίδευσης.
Οι κύριοι, κατά μέρος τομείς της Κοινωνικής Πολιτικής του μεγάλου Εθνάρχη, συνοψίζονται στα εξής:
- Εργατική Πολιτική
- Δημόσια Υγεία και Κοινωνική Πρόνοια
- Κοινωνική πολιτική στον αγροτικό τομέα
- Κοινωνική πολιτική μέσω της φορολογίας
- Εκπαιδευτική Πολιτική – Μεταρρύθμιση
- ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Την εποχή που ο Βενιζέλος ξεκινούσε την αναμόρφωση του ελληνικού κράτους έννοιες, όπως συνδικαλιστική οργάνωση εργαζομένων, νομοθετικό πλαίσιο σχέσεων εργοδότη – εργαζόμενου και πλήθος άλλων εργατικών δικαιωμάτων, που σήμερα θεωρούνται αυτονόητα και στοιχειώδες καθήκον κάθε ευνομούμενης πολιτείας, ήταν πέρα από κάθε φαντασία και εκτός πραγματικότητας.
Οι όροι εργασίας ήταν πραγματικά άθλιοι. Περιορισμός ωρών εργασίας δεν υπήρχε παρά μόνο στη διακριτική ευχέρεια του εργοδότη. Ανύπαρκτη ήταν επίσης η πρόνοια για την ακεραιότητα και την υγεία των εργαζομένων κατά την ώρα της εργασίας τους. Τα ημερομίσθια ήταν πολύ χαμηλά, ενώ γυναίκες και παιδιά χρησιμοποιούνταν ανεξέλεγκτα στην εργασία.
Ήταν πλέον καιρός η νοσηρή αυτή πραγματικότητα να ανατραπεί. Η κυβέρνηση του Βενιζέλου καταρτίζει και καταθέτει στη Βουλή σειρά νομοσχεδίων για την οργάνωση και προστασία των εργατών, ενώ τα εργατικά ζητήματα ανατίθενται στην αρμοδιότητα του νεοσυσταθέντος τότε υπουργείου Γεωργίας, Εμπορίου και Βιομηχανίας, ενώ παράλληλα καταρτίζεται και Ανώτατο Συμβούλιο Εργασίας. Με τις παραπάνω ενέργειες η μέχρι τότε αγνοούσα τελείως την κοινωνική πολιτική Ελλάδα, καθίσταται πρωτοπόρος, «δείχνοντας το δρόμο» και σε προηγμένα βιομηχανικά κράτη.
Συγκεκριμένα η εργατική πολιτική του Βενιζέλου χωρίζεται σε δύο περιόδους, αυτή του 1910 – 1920, η οποία θεωρείται και η σπουδαιότερη διότι τότε τέθηκαν οι βάσεις της εργατικής πολιτικής για τον τόπο μας και εκείνη του 1928 – 1932.
Το 1914 με το Νόμο 271 ρυθμίζεται ο χρόνος εργασίας στα καταστήματα, ενώ με τον ιστορικό Νόμο 281 του ίδιου έτους ρυθμίζεται νομοθετικά το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι των εργαζομένων και θεμελιώνεται επίσημα ο συνδικαλισμός στην Ελλάδα. Επιπροσθέτως το 1914 ψηφίζεται ο Νόμος 551, ο οποίος θεσπίζει την αποζημίωση για τα εργατικά ατυχήματα και δίνει τέλος στην ασυδοσία των εργοδοτών σε τέτοιες περιπτώσεις.
Την περίοδο εκείνη μάλιστα προετοιμάστηκε και το σπουδαιότερο νομοσχέδιο μέσω του οποίου θα ρυθμίζονταν νομοθετικά από το κράτος όσα αφορούσαν τη σύμβαση εργασίας ως ιδιαίτερη νομική σχέση. Την περίοδο 1914 – 1915 ο Βενιζέλος υιοθετεί νόμους που συστήνουν εμπορικά και βιομηχανικά επιμελητήρια, αγροτικούς συνεταιρισμούς και γεωργικά επιμελητήρια με στόχο να δημιουργηθεί το έδαφος για μια ενεργό παρέμβαση του κράτους στις διαφορές μεταξύ των κοινωνικών τάξεων και στρωμάτων.
Κατά την περίοδο 1917 – 1920 η φιλεργατική νομοθεσία της πρώτης βενιζελικής περιόδου στερεοποιείται και συμπληρώνεται. Τελειοποιείται η Επιθεώρηση Εργασίας και καθίστανται πραγματικές και αποτελεσματικές οι ποινικές κυρώσεις των εργατικών νόμων για την προστασία των εργατών. Παρέχονται ουσιώδεις αποζημιώσεις για τα εργατικά ατυχήματα και οι συλλογικές συμβάσεις επικρατούν και δίνουν περιεχόμενο στις εργατικές οργανώσεις. Απαγορεύονται τα μικτά συνδικάτα εργατών και εργοδοτών, επιβάλλεται νέα διαδικασία για τη διευθέτηση εργασιακών ζητημάτων μεταξύ εργατών και διευθύνσεων και αναγνωρίζονται τα δικαιώματα των εργατικών ενώσεων να υπογράφουν συλλογικές συμβάσεις εργασίας. Το 8ωρο της εργασίας εισάγεται σε πολλές ελληνικές βιομηχανίες, καθιερώνεται η υποχρεωτική αργία της Κυριακής, τίθενται όροι για την παιδική εργασία και την εργασία των γυναικών και το σπουδαιότερο όλων: μονιμοποιείται ο εργάτης στην εργασία του με την εισαγωγή της νομοθεσίας περί καταγγελίας της σύμβασης εργασίας.
Επίσης την περίοδο αυτή αναπτύσσονται οι εργατικοί συνεταιρισμοί και ιδρύεται ειδικό τμήμα στο Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας. Τα ταμεία συντάξεων και αλληλοβοήθειας υποβοηθούνται και ενισχύονται από το κράτος, ώστε να αναπτυχθούν και να πολλαπλασιαστούν. Χάρη τέλος στη νομοθεσία περί σωματείων της περιόδου εκείνης άνθισε στη χώρα ο αληθινός συνδικαλισμός. Ιδρύθηκαν οι Ομοσπονδίες και Συνομοσπονδίες των Εργαζομένων με αποτέλεσμα από τους 120.000 εργάτες της χώρας οι 88.000 να έχουν οργανωθεί σωματειακά.
- ΔΗΜΟΣΙΑ ΥΓΕΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΠΡΟΝΟΙΑ
Το 1914 επί κυβερνήσεως Βενιζέλου έκλεισε ένας πολύχρονος κύκλος κατά τον οποίο υπήρξε στασιμότητα των εξελίξεων στον τομέα της υγείας, λόγω της ανάγκης απορρόφησης πόρων και ανθρώπινου δυναμικού προς οργάνωση αξιόμαχων Ενόπλων Δυνάμεων, με στόχο την απελευθέρωση του υπόδουλου Ελληνισμού. Η ίδρυση το 1917 του «Υπουργείου Περιθάλψεως» από τον Ελευθέριο Βενιζέλο υπήρξε το πρώτο βήμα για την ίδρυση Υπουργείου Υγείας στο ελληνικό κράτος, το οποίο έγινε πραγματικότητα μετά τη μικρασιατική καταστροφή, όταν τα προβλήματα προστασίας της δημόσιας υγείας και οι ανάγκες περίθαλψης οξύνθηκαν, λόγω της έλευσης εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων. Ιδιαίτερης σημασίας και ένα από τα πρώτα μέτρα εκσυγχρονισμού της δημόσιας υγείας που λαμβάνει η κυβέρνηση Βενιζέλου αποτελεί η ψήφιση νέου νομοθετικού πλαισίου για τους όρους άσκησης της ιατρικής με το Νόμο 4063/1912, αλλά και του νοσηλευτικού επαγγέλματος (1914). Στο στόχαστρο αυτών των μέτρων τίθενται ο «κομπογιαννιτισμός», η «εμπειρική» άσκηση της ιατρικής, αλλά και η στελέχωση των αυξανόμενων νοσηλευτικών και λοιπών υγειονομικών ιδρυμάτων από άτομα τελείως ακατάλληλα για αυτό το σκοπό. Η σημαντικότερη όμως τομή από νομοθετικής πλευράς υπήρξε αναμφίβολα η ψήφιση του Νόμου 346 της 01/11/1914 «Περί επιβλέψεως της Δημόσιας Υγείας», όπου για πρώτη φορά εγκαταλείπεται η φιλανθρωπική και τοπική διάσταση των υπηρεσιών υγείας και το κράτος αναγνωρίζει την ευθύνη του σε εθνική κλίμακα.
Το 1928 οπότε και ο Βενιζέλος ανέλαβε εκ νέου τη διακυβέρνηση της χώρας μπορεί να θεωρηθεί ορόσημο για την ανασυγκρότηση του Υπουργείου Υγείας και τη θεμελίωση δομών και υποδομών, που αποτέλεσαν τη βάση της μετέπειτα λειτουργίας του επί πολλές δεκαετίες. Συγκεκριμένα εκείνη την περίοδο (1928) η Ελλάδα κατείχε τα πρωτεία της θνησιμότητας από ελονοσία ανάμεσα σε 15 ευρωπαϊκές χώρες, ερχόταν τέταρτη στη θνησιμότητα από πνευμονική φυματίωση κι επιπλέον κατείχε τη δεύτερη θέση στη θνησιμότητα κατά τον τοκετό και τη λοχεία. Οι δείκτες υγείας, όπως αναφέρονται παραπάνω δικαιολογούσαν πλήρως τα λεγόμενα του τότε Βρετανού Πρεσβευτή στην Αθήνα ότι « η Ελλάδα είναι επικίνδυνη χώρα από άποψη υγιεινής… για την Ευρώπη γενικότερα…».
Με αυτή την κατάσταση μπροστά της η κυβέρνηση του Ελευθέριου Βενιζέλου, με Υπουργό Υγείας το γιατρό Αλέξανδρο Παππά το 1928, αποφασίζει τη ριζική αναδιοργάνωση των υγειονομικών υπηρεσιών και απευθύνεται στην Κοινωνία των Εθνών, στο τμήμα Διεθνούς Υγείας. Επιτροπή από ξένους εμπειρογνώμονες επισκέπτεται τη χώρα μας και στις αρχές του 1929 παραδίδει την έκθεσή της στην ελληνική κυβέρνηση.
Σύμφωνα με τις προτάσεις της Επιτροπής ιδρύονται:
- Αυτοτελές Υπουργείο Υγιεινής
- Υγειονομικό Κέντρο Αθηνών
- Υγειονομικά Κέντρα σε κάθε περιφέρεια της χώρας
- Υγειονομική Σχολή Αθηνών
Την τετραετία 1928 – 1932 εντατικοποιούνται επίσης οι πρωτοβουλίες για μια πιο ολοκληρωμένη επίβλεψη και βελτίωση της υγείας του παιδιού, ενώ δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στον μαθητικό πληθυσμό. Ενίσχυση της διατροφής, ενημέρωση των μητέρων, διάδοση των αρχών της υγιεινής, υπαίθρια διδασκαλία και παιδικές εξοχές συνοψίζουν τις βασικές κατευθύνσεις αυτής της κοινωνικής πολιτικής υγείας. Ενώ μέχρι εκείνη την περίοδο το βασικό ρόλο στο χώρο αυτό είχε η ιδιωτική πρωτοβουλία, όταν ανέλαβε ο Βενιζέλος την εξουσία άρχισαν να προωθούνται σημαντικές αλλαγές, να λαμβάνονται πιο συστηματικά μέτρα σε εθνικό επίπεδο και να ενισχύεται η κρατική οργάνωση. Στο πλαίσιο αυτό συστάθηκαν ιατρικά κέντρα που παρείχαν ιατρική περίθαλψη και εξέταζαν μαθητές, ενώ το 1929 εγκαινιάστηκε ο θεσμός του «Σχολίατρου» και της «Σχολικής Νοσοκόμας».
Πρωτοπόρος για την εποχή του ο Βενιζέλος είχε αντιληφθεί τη σπουδαιότητα ύπαρξης του κράτους κοινωνικής πρόνοιας για αυτό το λόγο και θεώρησε αναγκαία τη λειτουργία ειδικού υπουργείου Κοινωνικής Πρόνοιας, ξεχωριστού από το Υπουργείο Υγιεινής, το οποίο και ίδρυσε το 1917. Μεταξύ των αρμοδιοτήτων του εν λόγω Υπουργείου υπήρξε η αποκατάσταση και στέγαση των κατά περιόδους συρρεόντων ομοεθνών προσφύγων, η μέριμνα για το κοινωνικό σύνολο και ιδιαίτερα τους ασθενέστερα οικονομικά, καθώς και ζητήματα λαϊκής στέγασης.
Το κορυφαίο όμως επίτευγμα της κυβερνητικής πολιτικής σε αυτόν τον ευαίσθητο τομέα υπήρξε χωρίς αμφιβολία η θεμελίωση του θεσμού των κοινωνικών ασφαλίσεων, ένα ιστορικό άλμα προόδου για την ελληνική κοινωνία. Το θέμα της εξασφάλισης των εργαζομένων έναντι του γήρατος, της ασθενείας και του θανάτου (για τις οικογένειες αυτών) υπήρξε πρωτεύον ζήτημα. Η νομοθεσία του Βενιζέλου αναφορικά σε σωματεία και συνεταιρισμούς το 1914 διευκόλυνε σαφώς την ίδρυση και άλλων τέτοιων ταμείων ασφάλισης. Ωστόσο η ώρα μιας γενικής θεσμοθέτησης των κοινωνικών ασφαλίσεων θα σημάνει – μετά από πολλές απόπειρες- το 1932 με το Νόμο 5733/1932, που προέβλεπε τη σύσταση του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Ενός ενιαίου ασφαλιστικού φορέα για το σύνολο των μισθωτών, ο οποίος θα τους προστάτευε από το γήρας, τις ασθένειες και τις αναπηρίες. Η εφαρμογή του συγκεκριμένου Νόμου (5733/1932) θα ξεκινούσε μετά από πέντε μήνες προπαρασκευαστικών εργασιών. Τελικά η άνοδος του Τσαλδάρη στην εξουσία το 1933 θα οδηγήσει στην αναστολή της λειτουργίας του θεσμού και σε δεύτερο χρόνο στην ψήφιση του Νόμου 6298/1934 με σκοπό τη μείωση των εισφορών. Αλλά και αυτός ο Νόμος θα μείνει στα χαρτιά. Τελικά, το πρώτο νομοθέτημα της κυβέρνησης του Βενιζέλου (Νόμος 5733/1932) θα τεθεί τροποποιημένο σε εφαρμογή από την κυβέρνηση του Μεταξά το 1937, και το Δεκέμβριο του ίδιου έτους θα ξεκινήσει η λειτουργία του ιδρύματος σε Αθήνα, Πάτρα και Θεσσαλονίκη.
- ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΤΟΝ ΑΓΡΟΤΙΚΟ ΤΟΜΕΑ
Η αγροτική μεταρρύθμιση, της βενιζελικής περιόδου 1910 – 1920 εκτός από τον προφανή σκοπό της ενίσχυσης της οικονομίας και τη διασύνδεση της αγροτικής παραγωγής με τη βιομηχανική ανάπτυξη της χώρας, είχε και έκδηλες κοινωνικές προεκτάσεις, που αφορούσαν θέματα κοινωνικής δικαιοσύνης.
Από τα 7 περίπου εκατομμύρια στρέμματα της παραγωγικής γης της Θεσσαλίας, τα 4.800.000 ανήκαν περίπου σε 250 μεγαλογαιοκτήμονες, με αποτέλεσμα η γη να βρίσκεται σε χέρια των ολίγων, και η πλειονότητα του πληθυσμού να εργάζονται ως δουλοπάροικοι καλλιεργητές. Οι κοινωνικές αυτές ανισότητες δημιουργούσαν οξύ κοινωνικό ζήτημα με ανεξέλεγκτες διαστάσεις, που έφταναν ακόμη και σε αιματοχυσία μεταξύ τσιφλικάδων και καλλιεργητών. Μπροστά σε αυτή την απαράδεκτη κατάσταση ο Βενιζέλος θεσπίζει με το άρθρο 17 του Συντάγματος το δικαίωμα της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης των τσιφλικιών από το κράτος. Οι βάσεις για τη μεταρρύθμιση του αγροτικού τομέα έχουν πλέον τεθεί. Την 21η Ιουλίου 1917 η μεταρρύθμιση επικυρώνεται από τη Βουλή με την ψήφιση των ακόλουθων νομοθετημάτων:
- Την αναγκαστική απαλλοτρίωση αγροτικών ακινήτων
- Την παραχώρηση κτημάτων του κράτους σε καλλιεργητές για το σχηματισμό μικρών ιδιοκτησιών
- Την έκδοση ομολόγων για την αποζημίωση των απαλλοτριούμενων αγροτικών κτημάτων κ.α.
Η μέριμνα για τη γεωργία και τους αγρότες υπήρξε προτεραιότητα για τις κυβερνήσεις του Βενιζέλου το διάστημα 1910 – 1932. Μέσα σε αυτά τα χρόνια ίδρυσε αυτοτελές Υπουργείο Γεωργίας (1917), συνέστησε τους γεωργικούς συνεταιρισμούς και επιμελητήρια, οργάνωσε τις γεωργικές υπηρεσίες του κράτους, οργάνωσε την γεωργική εκπαίδευση σε όλες τις βαθμίδες και ίσως το σπουδαιότερο όλων οργάνωσε πλήρως την αγροτική πίστη με την ίδρυση της Αγροτικής Τράπεζας, απαλλάσσοντας έτσι τον Έλληνα αγρότη από την τοκογλυφία.
- ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ
Μία ακόμα πτυχή της κοινωνικής πολιτικής του Βενιζέλου συνιστά και η φορολογική του πολιτική. Στη προ- βενιζελική Ελλάδα η θεμελιώδης διάταξη του Συντάγματος, που θεσπίζει την ισότητα των Ελλήνων, ήταν «γράμμα κενό» καθώς το φορολογικό σύστημα σε καμία περίπτωση δεν κατένεμε τα δημοσιονομικά βάρη σύμφωνα με την οικονομική δύναμη των φορολογούμενων.
Την εποχή εκείνη η εφαρμοζόμενη άμεση φορολογία ήταν άτονη και καθόλου δημοκρατική. Οι δημόσιες δαπάνες καλύπτονταν κατά κύριο λόγο από τους έμμεσους φόρους, οι οποίοι βεβαίως δεν λαμβάνουν υπόψη την οικονομική δύναμη του φορολογούμενου, και οι οποίοι σε τελική ανάλυση ευνοούν τον πλούσιο έναντι του φτωχού. Οι κυβερνήσεις του Βενιζέλου της περιόδου 1910 – 1920 κατήργησαν όλους του μέχρι τότε ισχύοντες νόμους για τους άμεσους φόρους και εισήγαγαν τολμηρές φορολογικές μεταρρυθμίσεις. Μία εξ’ αυτών ήταν και η ψήφιση το 1917 του πολεμικού φόρου επί των έκτακτων κερδών. Ένα μέτρο που έπληττε άμεσα τους πλέον ένθερμους υποστηρικτές της κυβέρνησης, τους εφοπλιστές, που ο Βενιζέλος αντέκρουσε με σθένος και επιχειρήματα περί κοινωνικής δικαιοσύνης.
Ο άμεσος φόρος καθίσταται η κύρια υλική βάση του σύγχρονου φιλελεύθερου κράτους ευημερίας και εργαλείο για να αντλήσει η πολιτεία τα πλεονάζοντα κέρδη των ολίγων και να τα χορηγήσει στους πολλούς με τη μορφή κοινωνικών παροχών. Την περίοδο τέλος, 1928 – 1932 ο Βενιζέλος συμπλήρωσε τη φορολογική του πολιτική με νέα μέτρα βασισμένα στην αρχή της κοινωνικής σκοπιμότητας αλλά και προσαρμοσμένα στις επιταγές της οικονομικής ανάπτυξης της κοινωνίας, όπου πρωταγωνιστεί η ιδιωτική πρωτοβουλία.
- ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ – ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ
Κορυφαίο επίτευγμα της Κυβέρνησης Βενιζέλου ήταν η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1929, η οποία αποτέλεσε σε γενικές γραμμές συνέχεια, βελτίωση και υλοποίηση των αντίστοιχων προσπαθειών, που επιχειρήθηκαν από τις κυβερνήσεις των Φιλελευθέρων το 1911 και το 1913. Αναφερόταν στο περιεχόμενο και στη διάρκεια των σπουδών στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, στην εποπτεία του εκπαιδευτικού συστήματος (εκπαιδευτικά συμβούλια, επιθεωρητές κτλ), στη μόρφωση των δασκάλων, στην εκπαίδευση των κοριτσιών και σε άλλα εκπαιδευτικά θέματα διαδικαστικού χαρακτήρα.
Οι στόχοι της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, όπως καθορίστηκαν από την κυβέρνηση του Βενιζέλου, ήταν η παροχή αυτάρκους εκπαίδευσης σε όλα τα ελληνόπουλα και η επαρκής προετοιμασία τους για την οικονομική ζωή. Οι παραπάνω στόχοι υλοποιούνταν με τη στροφή της εκπαίδευσης προς τα πρακτικά επαγγέλματα και το δραστικό περιορισμό των αποφοίτων κλασικών γυμνασίων. Έτσι η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση κατήργησε το υπάρχον τότε εκπαιδευτικό ζήτημα, το οποίο δεν ήταν ομοιογενές σε όλη την Ελλάδα. Το νέο εκπαιδευτικό σύστημα καθιέρωνε πλέον σε ολόκληρη τη χώρα το εξατάξιο δημοτικό, το οποίο ήταν υποχρεωτικό.
Ως συμπληρωματικά σχολεία αυτού ιδρύθηκαν τα κατώτερα επαγγελματικά σχολεία, γεωργικά, βιοτεχνικά, ναυτικά, εμπορικά, οικοκυρικά. Ταυτόχρονα ιδρύθηκαν σχολεία για άτομα με ειδικές ανάγκες, και νυχτερινές σχολές και για την εκπαίδευση των αναλφάβητων. Τα σχολεία Μέσης Εκπαίδευσης έγιναν επίσης εξατάξια γυμνάσια, ενώ οργανώθηκαν και πρακτικά λύκεια. Με τους νόμους επίσης 4376 και 4605 του 1930 ιδρύθηκαν πειραματικά σχολεία στα Πανεπιστήμια και Θεσσαλονίκης, στα οποία οι φοιτητές των καθηγητικών σχολών ασκούνταν στη διδακτική.
Η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση συνδυάστηκε με ένα εντυπωσιακό πρόγραμμα κατασκευής σχολείων, το οποίο χρηματοδοτήθηκε από εξωτερικό δάνειο. Η τελευταία κυβέρνηση Βενιζέλου (1928 – 1932 ) στα τέσσερα χρόνια της θητείας της κατασκεύασε περισσότερα σχολεία από όσα είχαν κατασκευαστεί έως τότε από την ίδρυση του ελληνικού κράτος. Συνολικά οικοδομήθηκαν 3.167 σχολικά κτίρια, που περιελάμβαναν οκτώ χιλιάδες περίπου αίθουσες διδασκαλίας, αριθμός τριπλάσιος από τον αριθμό των σχολικών κτιρίων, που είχε γίνει μέχρι τότε.
Η στρατηγική της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης απέβλεπε και στη δυνατή εξάλειψη της κοινωνικής κινητικότητας, κυρίως των μικροαστικών στρωμάτων μέσω της εκπαίδευσης. Πραγματικά ο συνεχώς αυξανόμενος όγκος των στρωμάτων αυτών αναζητούσε κάποια τυπικά προσόντα, τα οποία θα του επέτρεπαν μια «καθώς πρέπει» διαβίωση στην πόλη και θα του έδιναν δυνατότητες για άμεση πρόσβαση στα κέντρα λήψης των αποφάσεων, απαραίτητο στοιχείο για την επίλυση και των πιο βασικών αναγκών του. Αυτή τη διαδικασία κοινωνικής ανόδου, επιλογής καλύτερων όρων ζωής και δυνατότητας αγροτικής εξόδου καλούνταν να προσφέρει η εκπαίδευση σε μια κοινωνία με πολύ υψηλά ποσοστά αναλφαβητισμού.
Η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του Βενιζέλου αποτελούσε μια συνεπή προσπάθεια να οικοδομηθεί το αστικό κράτος στην Ελλάδα μέσω ενός οργανωμένου εκπαιδευτικού συστήματος, που θα συνέβαλλε αποφασιστικά στην κοινωνική διαμόρφωση.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος στα 26 χρόνια της πολιτικής του σταδιοδρομίας διετέλεσε συνολικά έξι φορές πρωθυπουργός. Υπήρξε επαναστάτης, θαρραλέος ηγέτης, πολιτικός και μεταρρυθμιστής πρωθυπουργός, που άλλαξε τις δομές της χώρας στη διοίκηση, την οικονομία, την εκπαίδευση και το στράτευμα. Σφράγισε ανεξίτηλα τη μοίρα της Ελλάδας στην αυγή του 20ου αιώνα και εξακολουθεί ακόμη και σήμερα να θεωρείται κορυφαία πολιτική προσωπικότητα της νεότερης Ελλάδας. Έχοντας δίκαια καταξιωθεί στη συνείδηση του Έλληνα ως ο πολιτικός ηγέτης που οικοδόμησε τη σύγχρονη Ελλάδα καταβάλλοντας την πιο φιλόδοξη, δυναμική και ολοκληρωμένη προσπάθεια του αστικού εκσυγχρονισμού.
Γιατί είχε όραμα, τόλμη και αποφασιστικότητα για ριζικές αλλαγές……
Πρωτοποριακές ιδέες και απαράμιλλη ικανότητα να αντιλαμβάνεται σοφά τις εναλλασσόμενες τάσεις ενός ρευστού διεθνούς περιβάλλοντος.
Και το κυριότερο όλων ήταν διατεθειμένος να συγκρουστεί με το κατεστημένο και τις παρωχημένες αντιλήψεις προκειμένου να εφαρμόσει την πολιτική του και να υπερασπιστεί τις αποφάσεις του.
Ο ίδιος έλεγε «Η οδός δια της οποίας ημπορεί κανείς να αποκτήσει την λαϊκήν εμπιστοσύνη δεν είναι η οδός της κολακείας, των παθών ή των πλανών του λαού, αλλά η οδός της διηνεκούς αυτού διαπαιδαγωγήσεως δια της αλήθειας, την οποία πρέπει πάντοτε να του λέγει ο πολιτικός. Οσονδήποτε πικράν και αν είναι”.
Η φράση του αυτή ίσως αποτελεί και τη μεγαλύτερη πολιτική παρακαταθήκη του προς τις επόμενες γενεές.
Σας ευχαριστώ.