Την άποψη πως η δημοσιονομική βιωσιμότητα της Ελλάδας θα απαιτήσει ένα ευρύ φάσμα διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, εκφράζει ο Πόουλ Τόμσεν, ο πρώην διευθυντής του ευρωπαϊκού τμήματος του ΔΝΤ, στη συνέντευξή του στην εφημερίδα «Τα Νέα» εν όψει συμμετοχής του σε συνέδριο του Economist.
Ο κ. Τόμσεν δηλώνει απαισιόδοξος ως προς την προοπτική αυτή, απορρίπτοντας πάντως κατηγορητικά τον κίνδυνο να χρειαστεί η χώρα ένα νέο Μνημόνιο.
Στην ερώτηση ότι έχουν ειπωθεί πολλά για τα τρία προγράμματα διάσωσης και τον ρόλο του ΔΝΤ και στο εάν έγιναν λάθη από την Ευρώπη και το ΔΝΤ και ποια ο Πόουλ Τόμσεν απάντησε τα εξής:
«Σίγουρα βλέπω διαφορετικά το πρόβλημα απ’ ό,τι το 2010. Ουσιαστικά, το πρόβλημα είναι ότι η είσοδος της Ελλάδας στην ευρωζώνη ήταν μια πολιτική απόφαση που δεν είχε καμία βάση στην οικονομική πραγματικότητα.
Η ιδέα που ήταν τότε δημοφιλής στους οικονομολόγους, ότι η υιοθέτηση ενός ονομαστικού ζουρλομανδύα (nominal straitjacket) με τη μορφή ενός κοινού νομίσματος θα ανάγκαζε να υποστηριχθούν πολιτικά οι προαναφερθείσες μεταρρυθμίσεις, αποδείχθηκε ψευδαίσθηση.
Το κυρίαρχο πρόβλημα είναι ότι η ευρωζώνη δεν σημειώνει πρόοδο στο να ξεπεράσει τα προβλήματα διακυβέρνησης που προκύπτουν από το γεγονός ότι δεν είναι πολιτική ένωση, το διακριτό χαρακτηριστικό που την ξεχωρίζει από άλλες μεγάλες νομισματικές περιοχές και είναι η πηγή του εγγενούς προβλήματος σταθερότητας. Και δεν σημειώνει πρόοδο η Ευρώπη ούτε στην επιβολή της συμμόρφωσης με τους αδύναμους κανόνες που θεσπίστηκαν ως υποκατάστατο μιας πολιτικής ένωσης, αντιθέτως.
Στο πλαίσιο αυτό, δεν βλέπω πώς η Ευρώπη θα σημειώσει πρόοδο για να ξεπεραστούν τα διαρθρωτικά προβλήματα που διέπουν τον κατακερματισμό Βορρά – Νότου και πιστεύω ότι η κρίση του COVID-19 θα αυξήσει αυτόν τον κατακερματισμό, παρά τις επιχορηγήσεις και την αμοιβαιοποίηση χρέους.
Όπως το βλέπω τώρα, θα ήμουν πολύ πιο δυναμικός στο να υποστηρίξω αναδιάρθρωση του χρέους ήδη το 2010. Αποδέχομαι ότι αυτό θα ήταν επικίνδυνο τότε ελλείψει μηχανισμών ασφάλειας, αλλά τουλάχιστον θα έπρεπε να επιμείνουμε σε μια κατανόηση με τους ευρωπαίους πιστωτές ότι το χρέος θα αναδιαρθρωνόταν μόλις παρουσιάζονταν τέτοιοι μηχανισμοί ασφάλειας. Μολονότι το ΔΝΤ κατέληξε σε αυτό το συμπέρασμα καθυστερημένα, άλλοι φαίνεται να μην έχουν φτάσει εκεί ακόμα».