Της Πηνελόπης Ντουντουλάκη
(Δραματουργική μεταγραφή και μετάφραση, Ηράκλειο 2017)
Ο πολυγραφότατος ποιητής, συγγραφέας και ιστορικός ερευνητής Αντώνης Σανουδάκης (Σανούδος), Διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και επίτιμος καθηγητής της Ιστορίας της Π.Α.Ε.Α. Κρήτης, απευθύνεται με το έργο του αυτό στους απανταχού αναγνώστες, στους οποίους προσφέρει, σε δραματουργική μεταγραφή και πιστή μετάφραση στη νεοελληνική, το παλαιότατο έργο «ΑΣΜΑ ΑΣΜΑΤΩΝ», που συμπεριλαμβάνεται στον Ιουδαϊκό Κανόνα, ενώ επίσης συγκαταλέγεται στον Κανόνα της χριστιανικής Παλαιάς Διαθήκης.
Στον πρόλογο ο συγγραφέας σημειώνει, μεταξύ άλλων:
«…Σκοπός μας είναι να δοθεί δραματουργικά το υπέροχο έργο, σε μια πιστή φιλολογική-λογοτεχνική μας απόδοση στη νεοελληνική γλώσσα του κειμένου των Ο΄ της Παλαιάς Διαθήκης. Κατά την άποψή μας υπάρχουν τρία πρόσωπα, η Σουλαμίτιδα, ο αδελφηδός (ο αγαπημένος της) και ο βασιλιάς Σολομών… Η ύπαρξη, επίσης, Χορού, που είναι μοναδική σε όλη την υπόλοιπη Π.Δ., μαζί με τα τρία πρόσωπα-υποκριτές, ενισχύει την άποψή μας ότι είναι είδος τι «μίμησις πράξεως», ερωτικής δραματουργίας, μετά από ελληνική δραματουργική επίδραση…
…Στο έργο διακρίναμε την ύπαρξη των μερών του αρχαίου δράματος, τους τρεις υποκριτές και τον Χορό, άλλοτε συμφωνώντας και άλλοτε διαφοροποιούμενοι ριζικά από την απόδοση του Godet, που μεταφέρει το «Άσμα Ασμάτων» με αναχρονισμό, στη μορφή του σύγχρονου Θεάτρου με πράξεις και σκηνές. Στην παρούσα δραματουργική προσέγγιση το έργο διαρθρώνεται σε Πρόλογο, Πάροδο, τρία Επεισόδια, δύο Στάσιμα και Έξοδο, όπως στο αρχαιοελληνικό δράμα, ο απόηχος του οποίου είχε φτάσει ως τον 4ο π. Χ. αιώνα, στον ελληνιστή Εβραίο, τελικό διασκευαστή του δράματος…».
Η ερμηνευτική ματιά του αναγνώστη είναι επόμενο να διαφοροποιείται, σε κάθε περίπτωση, ενώ ο βασικός άξονας του συμβολικού χαρακτήρα του έργου παραμένει στο προσκήνιο. Ωστόσο, ήδη ο συγγραφέας επισημαίνει, στον πρόλογο, ότι πιθανότατα το έργο γράφτηκε «στην εποχή της ποιμενικής ζωής του Ισραήλ». Αυτή η επισήμανση, σε συνδυασμό με το πλήθος των παρομοιώσεων του έργου, μας παρέχει το έρεισμα να υποθέσουμε ότι, πέραν των άλλων, οι στίχοι του συνθέτουν μια ωδή στο κάλλος και το μεγαλείο της αναλλοίωτης από ανθρώπινες παρεμβάσεις Φύσης. Όλα αυτά σε καιρούς που οι καρποί της γης αποτελούσαν αξεπέραστο πλούτο και οι εποχές του έτους, στενά συνδεδεμένες με αγροτοποιμενικές ασχολίες, τροφοδοτούσαν, μέσα από απειράριθμες στιγμές και εικόνες, τη σκέψη και το συναίσθημα. Σχετικά με την υπόθεση του έργου ο Αντώνης Σανουδάκης σημειώνει:
«…στη δραματουργική μας προσέγγιση η νεαρά Σουλαμίτιδα αρπάζεται από στρατιώτες του Σολομώντα στους αγρούς και οδηγείται στη σκηνή του, όπου (εκείνος) με ερωτόλογα και υποσχέσεις προσπαθεί επανειλημμένως να την κερδίσει. Επειδή, όμως, αποτυγχάνει, την οδηγεί μεγαλοπρεπώς με συνοδεία στο ανάκτορό της Ιερουσαλήμ, για να την εντυπωσιάσει. Αποτυγχάνει εκ νέου, παταγωδώς, γιατί εκείνη έχει στο νου της μόνο τον αγαπημένο της. Στο τέλος ελευθερώνεται, συναντά τον αγαπημένο της, γίνονται χαρές με μουσικές και τραγούδια και προσφέρεται στον Σολομώντα ένας αμπελώνας, για την ικανοποίησή του…».
Αποσπάσματα από την αφήγηση της Σουλαμίτιδας ξεκλειδώνουν την αρχή της έξιστόρησης αυτού του ερωτικού δράματος (στίχος 37):
Με βρήκανε οι φύλακες
που τριγυρνούν στην πόλη.
«Μήπως είδατε
αυτόν που αγαπά η ψυχή μου;»
τους ερώτησα…
Η αντιπαράθεση διαφορετικών κόσμων και αξιών γίνεται εξ αρχής προφανής σε σημεία του έργου, όπως στον στίχο 11, όπου ο Σολομών λέει στη Σουλαμίτιδα, προκειμένου να τη δελεάσει:
…Θα σου φτιάξουμε κοσμήματα χρυσά
Με στολίδια ασημένια.
ενώ η Σουλαμίτιδα, παραδομένη στη νοερή αναζήτηση του αγαπημένου της, μονολογεί (στίχοι 16-18):
Πόσο όμορφος είσαι, αγαπημένε μου,
και πολύ ελκυστικός.
Το στρώμα μας είναι κάτω από τη σκιά
για δοκάρια του σπιτιού μας είναι κέδροι
και κουφώματα από κυπαρίσσια.
Του αγρού είμαι λουλούδι,
στις κοιλάδες είμαι κρίνος.
Στο έργο αποτυπώνεται η ενόρμηση έρωτα/θανάτου, η προσήλωση στον έρωτα/ιδέα/θρησκεία, μέσα από τους κατανυκτικούς μονολόγους της Σουλαμίτιδας, η οποία παραμένει ανεπηρέαστη από το γεγονός ότι ο Σολομών τη μεταφέρει με τιμές στο Παλάτι, ενώ ο Χορός, απηχώντας την «κοινή γνώμη» της εποχής (αλλά και μια, περίπου διαχρονική, «κοινή γνώμη») δεν κουράζεται να επαινεί και να εγκωμιάζει την ισχύ και την αίγλητης εξουσίας (στίχοι 40-43):
Ποια είν’ εκείνη
που από την έρημο ανεβαίνει
ωσάν τη στήλη του καπνού,
ευωδιασμένη με σμύρνα και λιβάνι
και με όλα του αρωματοποιού τα προϊόντα;
Να! Το φορείο του Σολομώντα.
Γύρω του είναι δυνατοί εξήντα
από τους ισχυρούς του Ισραήλ.
Όλοι τους σπαθί κρατούν
τον πόλεμο καλά τον έχουν μάθει.
Καθένας έχει στο μηρό σπαθί
για τα απρόοπτα της νύχτας.
Ο βασιλιάς ο Σολομών
έφτιαξε για τον εαυτό του
φορείο από ξύλα του Λιβάνου.
Τους στύλους τους έκαμε ασημένιους
και χρυσό το ανάκλιντρό του…
Οι μονόλογοι της Σουλαμίτιδας αντικατοπτρίζουν την κοπιώδη διαδρομή προς την καθοσίωση του έρωτα. Η ηρωίδα του έργου χρειάζεται να πραγματοποιήσει τις υπερβάσεις που οι περιστάσεις επιβάλλουν, προκειμένου να επιστρέψει κοντά σε εκείνον που αγαπά με όλη τη δύναμη της ψυχής της. Αλλά αυτή η δύναμη θα καταστήσει άχρηστους τους θησαυρούς του βασιλιά, καθώς και την ισχύ των όπλων.
Μετά από πολλές άκαρπες προσπάθειες, ο Χορός ρωτά τη Σουλαμίτιδα (στίχος 69):
Μα τι έχει ο αγαπημένος σου
περισσότερο από άλλον, πες μας,
εσύ, η πιο όμορφη από τις γυναίκες.
Τι διαφέρει ο αγαπημένος σου από άλλον,
γιατί μας όρκισες έτσι γι’ αυτόν;
Αξίζει να επισημανθεί ότι η Σουλαμίτιδα είχε ορκίσει τις γυναίκες του χορού να μην ξυπνήσουν τον αγαπημένο της που κοιμάται, να μην του μιλήσουν, μέχρις ότου εκείνος ο ίδιος θελήσει να την αναζητήσει. Είναι προφανής η έμφαση που δίδεται από τον δημιουργό του έργου, (είτε ήταν ο Σολομών ή κάποιος άλλος ή άλλοι) στην ελεύθερη και μη επηρεασμένη από (ενδοβεβλημένες) απόψεις άλλων βούληση.
Όταν, επιτέλους, η ηρωίδα συναντά τον αγαπημένο της, σκιαγραφεί, με τα λεγόμενά της την αμφισημία της ενόρμησης έρωτας/θάνατος (στίχοι 109-110), αλλά διατυπώνει και ένα σημαντικό αξίωμα σχετικά με το μη εμπορεύσιμο της αληθινής αγάπης:
«Βάλε με σαν σφραγίδα στην καρδιά σου
σαν βούλα στο μπράτσο σου επάνω
ότι κραταιά ως θάνατος η αγάπη,
σκληρή, όπως τον Άδη, είναι η ζήλεια.
Οι σπίθες της είναι σπίθες της φωτιάς,
φλόγες της πυρκαγιάς της.
Νερά πολλά αδυνατούν να σβήσουν την αγάπη
και ποταμοί δεν θα την πνίξουν.
Εάν δώσει ο άνθρωπος για την αγάπη
την περιουσία του όλη
εντελώς θα τον περιφρονήσουν.»
Αυτό το έξοχο πόνημα του Αντώνη Σανουδάκη για πρώτη φορά διεθνώς αποδίδει το «ΑΣΜΑ ΑΣΜΑΤΩΝ» σε δραματουργική μορφή με απόλυτη σαφήνεια ως προς τους ρόλους των πρωταγωνιστών και του Χορού (και με απόλυτα σεβαστική προς το πρωτότυπο κείμενο προσέγγιση) και συνιστά ένα ιδιαίτερα σημαντικό και αξιόλογο επίτευγμα. Η υποβλητική εικονογράφηση του βιβλίου είναι έργο του Μανώλη Σαριδάκη.