Του Μιχάλη Κατσανεβάκη *
Στα ψηλά κονάκια με τα μεγάλα καφασωτά κιόσκια ήταν κλεισμένα τα χαρέμια των Κρητών Μουσουλμάνων μπέηδων και αγάδων, όπου κανείς δεν μπορούσε να μπει μέσα και να μάθει τα μυστικά των.
Τα διηγήθηκε όμως στον Εμμ. Δερμιτζάκη, η τουρκοκαστρινή Ζεϊνέπ χανούμ, η οποία είχε εργαστεί στα μεγαλύτερα καστρινά μπεγόσπιτα, όπως των Ζεκεριάδων και Σκυλιανάκηδων:
« … φευγάτος ο τσελεμπής μας (ο χαϊδεμένος μπέης) από το κονάκι, τη πάσα ταχινή (κάθε πρωί) να πήγαινε στα μετόχια ή για γκαϊβέ (καφέ) να ‘πινε τον καϊμακλή σεκερλή ντου και να φούμερνε τον αργιλέ και να κανε με τσοι άλλους μπέηδες και αγάδες τα σουμπέθια ντως (κουβέντες).
Εμείς οι γυναίκες του κονακιού, ξυπνητές από βαθύ σαμπαχί (πρωϊνό) μπεσιλεμέδες (υπηρέτριες) και χουσμεκιάρισσες (δούλες), είμαστε μούρη και γόνατα πεσμένες στα χουσμέθια μας (δουλειές).
Από πάνω μας ήστεκε η Λαλά και δε μας άφηνε μηδέ μενούτο (λεπτό, ενετικό κατάλοιπο) να πάρομε αναπνιά.
Όλα ήπρεπε στο κονάκι, γιαγερμένος ο μπέης να τα βρισκε στο καντί ντως (τάξη). Όλες για το τσελεμπή εντουχιουντίζαμε (σκεφτόμασταν), που πράμα να μην ανεζήτα στον ερχομό ντου, καθώς τον οσκελντίζαμε (καλωσορίζαμε) βουβές με κεφαλές κλιτές και χαμηλωμένα μάθια ανημένοντας τη προσταγή του.
Πλυμένος, καταστεμένος και ξαπλωμένος, ως εκοίτουνταν στο ντιβάνι του οντά ντου, εκειά του πήγαινα τον ασημένιο δίσκο με τα λοής καλολοϊδια τω μεζέδω, τα τουρσά στη φουρφουρένια πιατέλα, το μπουκάλι με τη μοσκομύριστη χιώτικη ρακή, και ξεχωριστά πάντα στην απλόχωρη πιατέλα τα καλοπλυμένα κομμάτια από τσοι κατσαμπαδιανές παστανάγλες, που για τουτεσάς εφύσα νε ο νους του τσελεμπή.
Εκειά κοντά στο ντιβάνι, καθισμένες στα πλαϊνά και στα μπροσπόδια ντου, οι γυναίκες του χαρεμιού, η μια απού την άλλη πλιά δροσερή και πλιά αφράτη, με τα δικάτση μαλιμάθια και τα κανάκια.
Βαμένες με τσοι κινάδες και βουτημένες στοι μόσχους και στσοι λεβάντες, η πάσα μια με τα νιάτα και τσοι ομορφιές τσοι, εσβήνανε του τσελεμπή το νταλγκά όσο κι αν ήτανε μεγάλος.
Η μια του κένωνε το ποτήρι τη ρακή, η γι’ άλλη του βανε στο στόμα το μεζέ που του διάλεγε και η γι’ άλλη ως εκατάπινε του σκούπιζε τα χείλια.!…
Έτσα μέσα σε τουτανά τα κανάκια και τα μαλιμάθια ενίμενε (επερίμενε) την ώρα που θα στρώνουνταν κι ο σοφράς με τα λοής – λοής ντας κεμπάπια, τα ατζέμ πιλάφια, τσοι λοήσιμες γλυκασιές, τσοι μπακλαβάδες, τα κανταϊφια, τσ’ αχιουρέδες και τα μουχαλεμπιά.
Έτσα ο τσελεμπής μ’ όρεξη εμπασιλάντιζε (απολάμβανε) με κέφι τα χιλιόκαλα που ήμπεμπε ο Αλλάχ στο κονάκι ντου και τα χέρια τω δουλευτάδω.
Έτσα ο Ραμπής ο μεγαλοδύναμος κουλαντρίζει (μεταχειρίζεται) το γιαράντισμά ντου από κειουσάς τσοι αθρώπους που σαϊντίζουνε (προσέχουνε) τη πίστη του προφήτη και αλήθεια ο τσελεμπής μας τη πίστη ντου την εκράθειε και το ντοά ντου (προσευχή) τον έκανε στο τζαμί και στο κονάκι……ήκανε και το σαντακά ντου (ελεημοσύνη)…..
Αλήθεια ήτανε πως δεν ήθελε τσοι Ρωμιούς , μα δε το ‘χε και δίκιο; Γιάντα οι ταβλόπιστοι* κάθε λίγο εσηκώνανε κεφαλή και γυρίζανε χαϊνηδες και είχανε να κάμουνε με το πολυχρονεμένο Σουλτάνο. Γιάντα επηγένανε κόντρα με το κισιμέτι που ο Ραμπής των είχε δωσμένο, να ‘ναι ραγιάδες οι γκιαούρηδες.
Για κειονά κι ο τσελεμπής κάθε λίγο και λιγάκι θυμούμαι που το ‘λεγε: οι Ρωμιοί είναι ντελμπίσηδες και χιανέτηδες (hiyanet άπιστος επίβουλος). Για κειονά τσοι μπεψε ο Ραμπής μαζί με τσοι γυναίκες.
Η μια μπάντα δουλεύγει για το μπέη τση κι γι’ άλλη να του σβήνει το νταλγκά.»
*ταβλόπιστους αποκαλούσαν οι Μουσουλμάνοι τους Χριστιανούς, καθόσον πίστευαν στις εικόνες, ήτοι στα ταβλιά.
Φωτογραφίες :
από το κονάκι του πλούσιου έμπορου Ρασίχ Ασπράκη Μπέη , στη συνοικία Σουλτάν Ιμπραχίμ του Μεγάλου Κάστρου. Νυν «οικία Χρονάκη».
Από το κονάκι του Ζεκεριά Μπέη
Από το κονάκι του Σαμή Μπέη
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΜΟΥ «ΚΡΗΤΕΣ ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΟΙ-ΙΧΝΗ ΚΑΙ ΜΝΗΜΕΣ» Κ.Τ.6972674306
ΜΙΧ.ΚΑΤΣΑΝΕΒΑΚΗΣ
ΑΡΧΙΤΕΚΤΩΝ ΜΗΧ.
ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ-ΙΣΤ.ΕΡΕΥΝΗΤΗΣ