Δεν θέλω να μιλήσουμε άλλο για υποκείμενα και εξεγέρσεις και επαναστάσεις και αιτήματα και κοινωνικά συμβόλαια που σπάνε και ηλίθιες θεωρίες των άκρων και αποτελέσματα και στρατηγική και καπιταλισμό και κρίση και βία απ’ όπου κι αν προέρχεται. Θέλω μόνο να μου πεις πάλι εκείνη την ιστορία για εκείνη την πόλη στον νότο που τα παιδιά του Δεκέμβρη σπάγαν τα ATM και καίγαν τις δεσμίδες των χαρτονομισμάτων στα οδοφράγματα. Γιατί είχαν αποφασίσει πως δεν άξιζαν παρά μόνο γι΄αυτό. Μόνη αξία χρήσης, η φωτιά.
Και να σου απαντήσω κι εγώ για τη μέρα που τα κομπρεσέρ έπαιζαν μουσική στα χέρια μας, όταν σπάγαμε τα τσιμέντα του πάρκινγκ και φύτρωναν δέντρα, και για τότε, πολλούς μήνες μετά, που σκάψαμε βαθειά και ρίζωσε το πλατάνι ενώ τα παιδιά χορεύαν γύρω μας και τα χάλκινα παίζαν. Μη με κάνεις λοιπόν να ψάξω πάλι εκείνο το παλιό κινητό που κρατά κάπου στη μνήμη του τις φωτογραφίες του ραγισμένου μπετόν.
Και ύστερα θα μου πεις την ιστορία για το αγόρι απ’ το νησί που εκείνο το βράδυ βρέθηκε να περπατά στην πυροβολημένη καρδιά της πόλης και όταν είδε το πλαστικό δέντρο ήξερε. Ήξερε πως όλοι λέγαν ψέματα για χρόνια, δεν γεννήθηκαν άλλωστε ποτέ σωτήρες στον κόσμο. Και πήρε τον αναπτήρα και άναψε τη φωτιά που ζέστανε τον παγωμένο χειμώνα. Και έφτιαξε με τα χέρια του πιο φωτεινό πλαστικό δέντρο της Ευρώπης. Κι έτσι τέλειωσε για πάντα η θρησκευτική γιορτή, γιατί το μικρό παιδί είχε πια πεθάνει.
Κι εγώ μετά θα σου πω πως δεν ήθελα να πιστέψω στα μάτια μου όταν στην οθόνη του υπολογιστή έφταναν συγκεχυμένες οι ειδήσεις. Πως τον λένε; Ήταν πλαστική η σφαίρα; Αναπνέει; Μην ακούτε τα δελτία. Κατεβαίνουμε τώρα στα Εξάρχεια. Θέλω να έρθω. Δεν ξέρω πως θα φτάσω, καλύτερα μείνε στο σπίτι. Θα σου τηλεφωνήσω. Κι ύστερα ήταν 15 χρονών, ήταν νεκρός και η νύχτα εναλλάχθηκε με νύχτα. Και να το ξέρεις, δεν σου συγχώρεσα ποτέ πως εκείνο το βράδυ κατέβηκες στο δρόμο χωρίς εμένα.
Γι΄αυτό άσε με, θα συνεχίσω να σου λέω για τον δρόμο μπροστά απ’ το Πολυτεχνείο, Κυριακή μεσημέρι, που ήταν ακόμα χειμώνας αλλά ο ήλιος έλαμπε με θράσος. Και όλοι μιλάγανε μεταξύ τους, αλλά χαμηλόφωνα, και κανείς δεν φώναζε συνθήματα. Και ήρθαν δύο κορίτσια, θα ήταν στα 19 και χαμογελώντας μου είπαν “πετάξαμε κι εμείς πέτρες”. Και δεν ήξερα πως να χαρώ μετά τον θάνατο, αλλά γέλασα. Και στην στροφή με την Αλεξάνδρας είδα το πανό της Νομικής που την είχαμε καταλάβει το προηγούμενο βράδυ.
Και στάθηκα κάτω από τη λέξη “Δολοφόνοι” και δίπλα μου όλοι κοιτάζαν τον άδειο δρόμο μπροστά. Ίσα μπροστά. Και στο πρώτο βήμα είχαμε ήδη βάλει τα μαντήλια και τα μικρά αγόρια είχαν ξεπηδήσει απ’ τον κόσμο που περπατούσε και άνοιγαν δρόμο περνόντας πάνω από τα σήματα και τα φανάρια κυκλοφορίας. Δεν χρειαζόμασταν πια οδηγίες…
Και θα προσπαθήσεις να μου μιλήσεις για τη Δευτέρα αλλά δεν θα μπορώ πια να σε ακούσω. Τα παιδιά ζωγραφίζαν κόκκινα και μάυρα σώματα στην Πανεπιστημίου και πριν προλάβουμε να κάνουμε το πρώτο βήμα οι τζαμαρίες από τις βιτρίνες έπεφταν ντροπιασμένες. Κι ένα ποτάμι φούσκωνε ανάμεσα στους καπνούς των δακρυγόνων. Εγώ πάλι θα ακούω το βουητό και θα κοντοστέκομαι δίπλα στο αγόρι που με χτυπημένο πόδι θα είναι ξαπλωμένο στη γωνία της Χαλκοκονδύλη. Εκεί εγώ θα περιμένω το ασθενοφόρο ενώ μπροστά μου η Ακαδημίας θα είναι πια τελείως διαφορετική και δίπλα μου χωρίς να σκέφτεται τίποτα ένα αμούστακο θα έχει αποφασίσει πως πρέπει να πέσει κι αυτή η τζαμαρία. Άσε με σου λέω να φωνάζω, πρέπει να του δώσω να καταλάβει πως μπροστά μας το αγόρι έχει χτυπήσει και δεν γίνεται να ασχοληθούμε με τζαμαρίες.
Κι όταν πια το ασθενοφόρο φτάσει θα σου πω, πάμε τώρα κι εμείς προς τα εκεί, να ανεβούμε την Ακαδημίας, σαστισμένοι, ενώ σε κάθε κάθετο του δρόμου οδοφράγματα θα καπνίζουν και μαθητές και μαθήτριες που δεν είχα ξαναδει ποτέ θα περπατάνε χέρι χέρι ανάμεσα σε μπάτσους και φωτιές γελώντας, χωρίς να φοβούνται. Τι να φοβηθούν; Έτσι κι αλλιώς η σφαίρα είχε φύγει απ’ τη θαλάμη σε ευθεία βολή.
Μετά όμως θα είναι η σειρά σου να μου διηγηθείς για εκείνο το μεσημέρι που πήγατε στην κατειλημένη ΑΣΟΕΕ για τη συνέλευση και έφαγες στο εστιατόριο που είχε φαγητό για όλους, γιατί κάποιοι είχαν “ψωνίσει” νωρίτερα. Και να με ξανακοιτάξεις με εκείνο το λαμπερό βλέμμα δίνοντάς μου το κείμενο “Βεδουίνος όσο θέλετε! Πολίτης ποτέ.” Και τώρα που σου γράφω, τόσα χρόνια μετά, ψάχνω να το βρω ανάμεσα στις ανακοινώσεις και τις αποφάσεις των συνελέυσεων και αντί γι’ αυτό πέφτω πάνω σ’ έναν άλλο τίτλο. “Κωνσταντίνα δεν είσαι μόνη” και έρχεται μπροστά μου ζωντανή η συνέλευση των Πρωτοβαθμίων.
Την ίδια μέρα, την επόμενη, την προηγούμενη, νεράτζια θα πετάνε στον ουρανό, κορίτσια με μάτια λέιζερ και μωβ μαλλιά θα αγκαλιάζονται μπροστά από την ασφάλεια και θα βγάζουν τη γλώσσα στους πάνοπλους μπάτσους, στο Πολυτεχνείο ψιλόλιγνα αγόρια με σκονισμένα μάτια θα φωτογραφίζονται δίπλα στα μαυρισμένα αγάλματα, στην ΑΣΟΕΕ θα κάνουν συνέλευση οι μετανάστες, στη Νομική θα ξεκινάμε ραδιοφωνικό σταθμό, ο δημοσιογράφος της Liberation θα θέλει οπωσδήποτε να του εξηγήσω το γιατί των ημερών ενώ φεύγουμε τυφλοί και χωρίς ανάσα από τα Προπύλαια, ασφαλίτικα αυτοκίνητα θα χάσκουν αναποδογυρισμένα στον Πειραιά και μαθητές θα συλαμβάνονται, Ζητάδες θα πυροβολόυν στον αέρα στο Παλαιό Φάληρο μετά την κηδεία κι εσύ θα βιάζεσαι πάλι.
Πιο πριν , ή πιο μετά, δεν έχει σημασία, ο δήμαρχος κλαίγοντας για το εμπόριο, είχε ήδη ξαναφτιάξει το δέντρο και το είχε στολίσει με ΜΑΤ . Απέναντι τα παιδιά της Καλών Τεχνών γελούσαν με τους μπάτσους, έβαφαν τα ψεύτικα δώρα της πλατείας και τους πέταγαν μια γουρονοκεφαλή, στολισμένο δώρο για τον στρατό του δέντρου. Και μετά μπορεί και να κατεβήκαμε την Ερμού τραγουδώντας, ωραίοι σαν μύθος.
Κι όταν έφτασε το βράδυ μια άλλη πορεία τρελών κι ερωτευμένων πέρασε μέσα απ’ του Ψυρρή και οι πελάτες μας κοιτούσαν έκπληκτοι μέχρι που κάποιοι σηκώθηκαν απ’ τα τραπέζια και βγήκαν στον δρόμο. Και στη συναυλία ο Μάρκος με είχε πει συντρόφισσα και με την πλάτη στραμμένη στον πορφυρό τοίχο του πανεπιστημίου έτρεχαν τα δάκρυα, γιατί είχαμε πλέον τον πιο όμορφο τίτλο. Εμείς. Οι πιο μικροί της γης.
Θυμάμαι σου λέω, δεν γίνεται να ξεχάσω το άγαλμα του Παλαμά να με κοιτάζει σκεπτικό μέσα από τα δακρυγόνα, κρυφοχαμογελώντας που το ποίημά του, σε γραμμένα λευκά γράμματα σε μαύρο πανί, υψώθηκε έξω από τη σχολή του εθνικού θεάτρου. Ή τα σκαλιά που οδηγούσαν στη Γενική Συνέλευση Εξεγερμένων Εργατών και τη φωτογραφία της κατάληψης που έστελνα μανιασμένα σε όλους. Και την εικόνα του αναθεματισμένου θεσμού στην τηλεόραση να θολώνει και να αναδύεται η χαμογελαστή κοπέλα με τα μαύρα γυαλιστερά μαλλιά που κρατούσε το μαύρο πανό που και πάλι μιλούσε για τον δρόμο. Θυμάσαι τη μέρα που έξω από τον σταθμό στο Μοναστηράκι σπάγαμε τις τηλεοράσεις μας;
Και ήταν λίγο μετά τις πρώτες επίσημες αργίες που το βράδυ τα κορίτσια χόρευαν μπαλέτο έξω απ’ την κατειλημμένη Λυρική με όσα όργανα υπήρχαν να παίζουν το Μπολερό και μετά έφτασαν κι οι τσαμπούνες και είχαμε πιαστεί όλοι στον κύκλο. Και οι μπάτσοι στην Ακαδημίας δεν ξέραν τι να κάνουν και οι οδηγοί έστριβαν στη Χαριλάου Τρικούπη και μας χαιρετούσαν. Και αναρωτιόμασταν φωναχτά πως γίνεται, ποιος επιτρέπει να προχωράει ο χρόνος και να αλλάζει και να γίνεται έρχεται το 2009. Πως τολμάει; Ποιος του έδωσε το δικαίωμα να θέλει να κάνει ρεβεγιόν κλεισμένος στο στολισμένο τσιμεντένιο κουτάκι όταν εκεί έξω υπάρχει ο διψασμένος ανοιχτός δρόμος κι ένα μικρό καινούριο δέντρο φυτεμένο στη Μεσολογγίου;
Λοιπόν, δεν ξέχασα τίποτα κι όταν σου είπα “ποιος είσαι; διάλεξε όνομα” θυμάμαι σαν τώρα την απάντηση.
“Με λένε Δεκέμβρη, γεννήθηκα το 2008 με μια σφαίρα. Ο παππούς μου ήταν ο Δεκέμβρης του ’44. Εγώ όμως είμαι πιο όμορφος και δεν υπογράφω.”
Jaquou Utopie