Στα τέλη του Σεπτέμβρη 1943 οι Γερμανοί βομβάρδισαν και πυρπόλησαν τα Τρία Χωριά του Ανατολικού Σελίνου (Κουστογέρακο, Λειβαδά και Μονή), που ήταν κέντρα της Αντίστασης. όσα γυναικόπαιδα του Λειβαδά μπόρεσαν να συλλάβουν, τα μετέφεραν στις φυλακές της Αγιάς. Μεταξύ αυτών ήταν και ο Αλέξανδρος Κ. Παπαδερός, γεννημένος το 1933 (σήμερα Γεν. Διευθυντής της Ορθοδόξου Ακαδημίας Κρήτης). Σε μια τελετή προς τιμήν του, στο Κέντρο Παιδικής Μέριμνας Χανίων (πρώην Ορφανοτροφείο) εξήντα χρόνια μετά, περιέγραψε σκηνές από τις συνθήκες κράτησης στις φοβερές φυλακές.
Το ξεροκόμματο
«… Η πείνα, η φοβέρα και οι ψείρες ήταν το μεγάλο βάσανο των κρατουμένων στην Αγιά… Είχαμε από ένα κονσερβοκούτι ο καθένας και βάζαμε εκεί ό,τι μας έδιδαν για φαγητό. Μια μέρα μας μοίρασαν κάτι που έμοιαζε με σούπα από φασολάδα. Το πιο πολύ ήταν σκέτο ζουμί. Είχε όμως πολλούς μίσχους από τα φασόλια, που έμοιαζαν με σκουληκάκια. Δουλειά δεν είχα, ρώτησα τη θεία μου τη Γιώργαινα, αν είναι σκουλήκια. Εκείνη σιχάθηκε. Σταμάτησε να τρώει. Δυο γερά της χαστούκια ήταν αρκετά, για να καταλάβω πόση αγανάχτηση της είχα προκαλέσει. Συγκράτησα το κλάμα. Πήρα όμως με τρόπο και το δικό της ντενεκάκι, πήγα πιο πέρα… χόρτασα ζουμί την ημέρα εκείνη!
* * * *
Κοντά στο δικό μας κελλί υπήρχε ένα άλλο με άνδρες, ανάμεσα στους οποίους και γνωστοί μας. Η στέγη του κελλιού εκείνου είχε ανοίγματα με τζάμια, που ήταν σπασμένα. Κάθε απόγευμα οι φρουροί επέτρεπαν στα παιδιά να βγαίνουμε από το κελλί και να κινούμαστε για λίγη ώρα στην εσωτερική αυλή των φυλακών. Μου είχαν κάμει εντύπωση οι πολλές γόπες από τσιγάρα, μερικά μισοκαπνισμένα, που ήταν πεταμένα στο έδαφος. Μια μέρα οι Γερμανοί μας μοίρασαν από ένα παξιμάδι. Ήταν σκληρό σαν πέτρα. Καθώς έψαχνα νερό για να το μουσκέψω, θυμήθηκα τις γόπες… μια περίεργη ιδέα ήρθε στο νου μου. Παρά την τρομερή πείνα, σκέφθηκα να μη φάω το ψωμί. Προτίμησα να χρησιμοποιήσω το ξεροκόμματο, για να αξιοποιήσω εκείνο τον «θησαυρό», τις γόπες!
Κατέστρωσα γρήγορα το παράτολμο σχέδιο. Φορούσα τότε μόνο ένα σωβρακάκι. Κάπου βρήκα σπάγκο. Πριν βγω για περίπατο λοιπόν, έδενα τις κάτω άκρες του ρούχου σφιχτά στους μηρούς μου. Κρατούσα και το ξεροκόμματο στο χέρι και έκανα πως το δάγκωνα. Η σχεδόν ακαταμάχητη πείνα δεν κατάφερνε να υπερνικήσει τον «ιερό» σκοπό: Όπου έβλεπα γόπες, άφηνα το ξεροκόμματο να πέσει. Γονάτιζα και, παίρνοντας το, μάζευα γρήγορα από το έδαφος όσες γόπες μπορούσα και τις έβαζα στο σωβρακάκι μου. Είχα αναμαζώξει και διάφορα χαρτιά και πανιά. Τύλιγα τις γόπες, έβαζα και μια πέτρα μαζί για να βαρύνει κάπως το δεματάκι και με τρόμο μη με δει κανένας Γερμανός το πετούσα τα βράδυα στο διπλανό κελλί από τα ανοίγματα της στέγης. Οι άντρες άφηναν με κραυγές να ακουστεί η ευχαριστία τους για το… «ουρανοκατέβατο» δώρο.
* * * *
«… Τα γυναικόπαιδα δουλεύαμε όλη μέρα, ξένοντας σωρούς από μαλλιά στην αίθουσα με τα τραπέζια από τσιμέντο – μωσαϊκό, που υπάρχουν ακόμη. Τα μαλλιά ήταν ίσως και από τα δικά μας πρόβατα, που τα είχαν αρπάξει και σφάξει. Μας έλεγαν: Μόλις τελειώσετε τα μαλλιά θα πάτε στα σπίτια σας. Όμως κάθε τόσο έφερναν καινούργια τσουβάλια γεμάτα μαλλιά. Μια μέρα δόθηκε η διαταγή: Θα πάτε όλοι στα λουτρά να πλυθείτε. Γδυθείτε! Η σκληρότητα της διαταγής δεν άφηνε περιθώρια για ντροπαλότητες. Εύκολα μπορεί να φανταστεί κανείς την εικόνα των ολόγυμνων γυναικών και παιδιών… Όταν βγήκαμε από το μπάνιο, τα ρούχα μας είχαν εξαφανισθεί. Στη θέση τους υπήρχαν στρατιωτικές στολές, καλοκαιρινές, αν θυμούμαι καλά. Αυτές δόθηκε η διαταγή να φορέσουμε. Το θέαμα των γυναικών του Λειβαδά με γερμανική στρατιωτική στολή ήταν μοναδικό στην παραδοξότητα και την τραγικότητά του! Για μας τα παιδιά αρκούσε και περίσσευε το πουκάμισο…
Η μεταμφίεσή μας αυτή, όπως αποκαλύφθηκε μετά απέβλεπε στην προώθησή μας σε στρατόπεδα της Γερμανίας. Ματαιώθηκε όμως την τελευταία στιγμή με σθεναρή παρέμβαση του τότε Επισκόπου Χανίων Αγαθάγγελου Ξηρουχάκη. Τώρα όμως μεγάλωνε η υποψία, ότι θα μας εκτελούσαν…
* * * *
Η κράτησή μας συνεχίσθηκε. Τέσσερα από τα παιδιά του Λειβαδά, άλλα μέλη της οικογένειας των οποίων δεν είχαν συλληφθεί, τολμήσαμε να ζητήσουμε ακρόαση από τον Διοικητή της φυλακής. Το αίτημά μας: Είμαστε μόνα εδώ. Δεν ξέρουμε αν σκοτώθηκαν οι δικοί μας ή αν ζουν.
Θέλουμε να μας αφήσετε να φύγουμε, να ψάξουμε, να μάθουμε… Κράτησαν τα ονόματα. Δεν είπαν τίποτε…
Βράδυ της 25ης Οκτωβρίου 1943. Ώρα για ύπνο, κατάχαμα στο κελλί. Δεν ήταν τόσο η πείνα και το ψιλοτρέμουλο του ημίγυμνου, σκελετωμένου κορμιού που με κρατούσε άγρυπνο ώρα πολλή. Ήταν οι αναμνήσεις και οι σκέψεις. Ξημερώνει του Άη Δημήτρη αύριο… Πού να βρίσκεται ο αδερφός μου ο Δημήτρης; Να ζει άραγε; Αν δεν είχε γίνει η καταστροφή των χωριών θα πηγαίναμε στο πανηγύρι, στον Άη Δημήτρη, εκεί στην έξοδο του Φαραγγιού της Αγίας Ειρήνης. Και όταν θα γυρίζαμε στο σπίτι, θα τρώγαμε τα πρώτα σύκα από τη χειμωνιάτικη συκιά στην αυλή του σπιτιού μας, όπως κάναμε κάθε χρόνο.
Οι σκέψεις έγιναν παράπονο και το παράπονο προσευχή. Άγιε Δημήτριε…, άρχισα να ψελίζω, δεν ήξερα όμως τι να πω, την να ζητήσω. Ήταν μάλλον η πείνα η φοβερή, ου έφερε πάλι στο νου μου το ξεροκόμματο. Μπέρδεψα τώρα την παράκληση: Άγιε Δημήτριε, μη με αφήσεις να αποφάω το ψωμί στη φυλακή!….
* * * *
Χαράματα την άλλη μέρα, εορτή του Άη Δημήτρη, άνοιξε απότομα η σιδερόπορτα του κελλιού. Πρώτη φορά συνέβαινε αυτό τέτοια ώρα.
Ταραχή μεγάλη και ύστερα θανατερή σιωπή. Ένας από τους στρατιώτες διάβασε τα ονόματα των παιδιών, που είχαμε πάει στον Διοικητή. Διέταξε να μαζευτούμε στην πόρτα. Αστραπιαία συναντήθηκε η σκέψη όλων μας στην ίδια κατεύθυνση: Αρχίζουν τις εκτελέσεις. Και ξεκινούν με παιδιά! Οι γυναίκες βάζουν τα κλάματα… Με τα «ράους… ράους» (έξω, έξω!) οι στρατιώτες έδειχναν πως δεν είχαν καιρό. Την τελευταία στιγμή θυμήθηκα και άρπαξα το ξεροκόμματο. Σίγουρα όχι για να πάω στην εκτέλεση χορτάτος! Το πήρα. Δεν ξέρω γιατί…
Έξω από την κύρια είσοδο της φυλακής περίμενε ένα μαύρο αυτοκίνητο. Μας έσπρωξαν στο πίσω κάθισμα. Και με μεγάλη έκπληξη αναγνωρίσαμε στη θέση του συνοδηγού τον ίδιο τον Διοικητή των Φυλακών. Γύρισε, μας κύταξε με γελασό πρόσωπο και άφησε να καταλάβουμε, πως θα μας άφηναν ελεύθερους. Φτάσαμε στα Χανιά, στο Ορφανοτροφείο. Φάνηκε ένας αγουροξυπνημένος άνθρωπος. Μάθαμε αργότερα πως ήταν ο Διευθυντής Λάμπρος Λαμπρινίδης. Κράτησε μόνον εμένα. Τα άλλα παιδιά (Ιωάννα Δ., Παπαδερού, Γεωργία και Στέλιο Τζατζιμάκη) τα έστειλε σε συγγενείς τους στην πόλη. Στην τραπεζαρία το μεσημέρι έφαγα και πάλι κανονικό φαγητό. Ήταν μελιτζάνες γιαχνί με πατάτες και μπόλικη σάλτσα. Μούσκεψα το πολυταλαιπωρημένο ξεροκόμματο και το έφαγα. Επιτέλους!