17.8 C
Chania
Monday, December 23, 2024

Από τη Μάχη της Κρήτης και την κατοχή Αυτοοπτικές μαρτυρίες

Ημερομηνία:

Την άνοιξη του 1941 ευρέθηκα μαντρατζάκι σε ένα μιτάτο ανάμεσα στα χωριά των Σφακιών, Βουβάς και Νίπμπρος (μιτάτο λέγαμε το ορεινό τυροκομείο και μαντρατζής είναι το παιδί που έχουνε στο μιτάτο για να φέρνει τα ξύλα και το νερό, να πλησιάζει τα πρόβατα στους αρμεχτάδες στη μάντρα και να πλύνει τα σκεύη).

Όταν άρχισε η Μάχη της Κρήτης, την 20η του Μάη ευρέθηκα στον Βουβά στο σπίτι μας και είδαμε 12 αεροπλάνα και περάσανε από βορρά προς νότο και σε λίγο μάθαμε τηλεφωνικώς ότι πέφτανε στα Χανιά αλεξιπτωτιστές χιτλεροναζίδες. Το βράδυ εβγήκα στο μιτάτο. Σε 4-5 μέρες άρχισαν να υποχωρούν οι Άγγλοι προς τα Σφακιά και, αφού ήταν φανερό ότι η Νίμπρος θα εγίνετο σύντομα πεδίον μάχης, 2-3 οικογένειες από το χωριό αυτό εφιλοξενηθήκανε στο μιτάτο μας. Σε λίγες ημέρες, οι Άγγλοι, κυνηγημένοι από τους Γερμανούς, υποχωρήσανε στη θέση Αρμός (μετά την Τρίτη προς νότο σήραγγα) στη Δ. πλευρά του φαραγγιού της Ίμβρου (που τότε δεν υπήρχε σήραγγα) και εκεί κράτησαν άμυνα, πάση θυσία, για να μπορούνε να φεύγουνε από Χ. Σφακιών για Αφρική, όσοι θα προλάβαιναν. Ο στρατός ήταν από τον πάνω Αρμό μέχρι την παραλία. Ο λαός της περιοχής ήτανε σε κρησφύγετα, ο περισσότερος. Το μιτάτο μας είναι περίπου 1200, μέτρα από το πεδίον της μάχης και ήτανε φάτσα απέναντι μας. Ακριβώς επειδή είναι φάτσα από τη θέση μας ο Αρμός, είχανε παρατηρητήριο οι Γερμανοί 600 μέτρα Ν.Α. από μας, στη θέση Τσούνος, από ένα στουμπερό θαμνοειδές κυπαρίσσι. Πίσω από ένα λοφίσκο, στη θέση Φράμα είχε καταυλιστή ένας λόχος για να προστατεύει το παρατηρητήριο.

Οι Γερμανοί ήτανε στην Νίμπρος και Ασκύφου στις 29/5/41 και χτυπούσανε συνέχεια με το πυροβολικό καθοδηγούμενοι από το γειτονικό μας παρατηρητήριο. Εκ φύσεως ήτανε καθορισμένη νεκρά ζώνη όλη η δυτική πλευρά στο φαράγγι της Ίμβρου γιατί εκεί είναι απότομα γκρεμνά. Τα αεροπλάνα εβομβαρδίζανε ανηλεώς. Ήρχονταν συνηθέστατα από 2-2 ή 3-3 , σπανίως από ένα 1 ή από 4. Ήτανε 4 και τότε που ρίξανε το ένα στη δυτική πλευρά στο φαράγγι τις Ίμβρου. Δεν μου φαινότανε ο τόπος που έπεσε. Μάθαμε ότι το χτύπησε με μυδράλιο ένα Νεοζηλανδός στρατιώτης. Οι δύο αεροπόροι του εκαρβουντίστηκαν γιατί έπιασε φωτιά. Μετά τη μάχη πήρανε αγγαρεία οι Γερμανοί δύο παιδιά από τη Νίμπρο και τους δώσανε μάσκες και γάντια και τους μαζέψανε. Φαίνεται ότι η μορφολογία του εδάφους εδιευκόλυνε τους αεροπόρους και άφηναν τις βόμβες του όταν ήτανε πάνω από το κεφάλι μου, ακόμα και άμα θέλανε να πέσουνε στον κάτω Αρμό. Τις έβλεπα όταν τις άφηνε το αεροπλάνο, που μόλις τις άφηνε, συχνά αυτό άλλαζε κατεύθυνση, μα οι βόμβες ακολουθούσαν την αρχική τους κατεύθυνση. Τις έβλεπα στην εναέρια διαδρομή τους, τις άκουγα που σφυρίζανε όπως διασχίζανε τον αέρα, τις έβλεπα και τις άκουγα όταν κάνανε την έκρηξη, όπως έβλεπα και τις οβίδες όταν σφυροκοπούσε το πυροβολικό. Οι «μαλισαπήδες» (οι μέτοχοι του μιτάτου) μόλις αρμέγανε τα πρόβατα φεύγανε για να πάνε στα κρησφύγετα που ήτανε οι οικογένειές τους μα εγώ, που δεν είχα ευθύνη οικογένειας, ήμουν μόνιμος εκεί, όπως τον Γερμανό παρατηρητή. Ήτανε επικίνδυνο το μέρος μα ούτε τον κίνδυνο δεν ένιωθα , ούτε δεν ένιωθα ότι δεν ήταν ανάγκη να κινδυνεύω για να προστατεύω ξένα συμφέροντα, γιατί ήμουν παιδί. Είμαι όμως τώρα ευχαριστημένος από τις ιστορικές εμπειρίες μου. Πρώτη φορά που είδα τους Γερμανούς ήτανε όταν ήρθανε δύο από τον καταυλισμό τους από το Φράμα, εμπήκανε μέσα με τα δάχτυλα στη σκανδάλη των Λούγκερς και έβγαλε ο ένας από την τσέπη του ένα μικρό λεξικό και μας είπε: «τυρί». Ο θείος μου ο Μανούσος τους έκοψε ένα αθότυρο και φάγανε, επήρανε φεύγοντας ακόμα δύο αθότυρους και όταν βγάλανε και μας δίνανε δύο εικοσάρικα, αφού δεν τα παίρναμε τα έβαλε στο σβέρκο ενός παιδιού. Μας φερθήκανε ευγενέστατα, για λόγους σκοπιμότητας, μα δεν άργησαν να φανούνε ότι ήτανε νεοβάρβραροι.

Κάποια φορά ήρθανε τρεις Γερμανοί και μου ζητήσανε να τους πάω στο νερό. Ήτανε στο μιτάτο άλλο ένα παιδί της ηλικίας μου και είπαμε να καθίσει αυτό στο μιτάτο και εγώ να τους πάω στο νερό. Οι Γερμανοί όμως νομίσανε ότι δεν ήθελε ο άλλος να τους εξυπηρετήσει και τον απείλησαν προτείνοντας του το πολυβολάκι, οπότε ο καημένος ο φίλος μου πετάχτηκε σαν ελατήριο.

Κάποια φορά ήρθανε τρία «Στούκας» και το ένα με κάθετον εφόρμηση εχτύπησε τρία αυτοκίνητα που ήτανε κοντά στου Μήτρο τη στέρνα, με μυδράλιο και ήτανε φορτωμένα πυρομαχικά. Επήρανε φωτιά και με τις εκρήξεις και τις εκτινάξεις εμεταδόθηκε η φωτιά και καήκανε και τα τρία. Ήτανε μεσημέρι και μέχρι τα μεσάνυχτα άκουγα εκρήξεις και έβλεπα τις φωτιές. Εφέρνανε τα αυτοκίνητα μέχρι τις κάτω στροφές και μετά, άλλα τα άφηναν στο δρόμο φορτωμένα εφόδια, και άλλα τα άφηναν με αναμμένη μηχανή και με ταχύτητα και κατρακυλούσανε στα πλάγια. Το πρώτο το νομίσαμε για δυστύχημα, μα στη συνέχεια είδαμε που πέσανε ακόμα πολλές δεκάδες και εκαταλάβαμε. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την αγωνία της παιδικής μου ψυχής όταν έβλεπα ένα αυτοκινητάκι να το χτυπούνε οβίδες μια μπροστά μια πίσω μια δεξιά μια αριστερά, πάρα πολλές του ρίξανε. Όμως θυμούμαι και την ανακούφιση όταν είδα πως εκαταφερε να γλυτώσει. Νοσοκομείο είχανε οι Άγγλοι σε ένα μεγάλο σπήλιο στη θέση Πέζουλος, στο Σφακιανόλαγκο, δυτικά των Κομιτάδων.

Μετά τη μάχη είδα στο χαντάκι στα καμένα αυτοκίνητα ένα τάφο μεγάλο που τον θεώρησα ομαδικό. Και τα καμένα αυτοκίνητα, και τα γκρεμισμένα, τα εξαφανίσαμε κομμάτι – κομμάτι. Τις ρόδες τους τις κάναμε σόλες. Τα πιο πολλά είχανε ξύλινες καρότσες και βγάλαμε πρώτα τις τάβλες και μετά τα μεταλλικά εξαρτήματα. Την 31 Μαΐου του 1941 οι φασίστες του Χίτλερ έγιναν κύριοι και στο τελευταίο κομμάτι της ελληνικής επικράτειας. Την πρώτη του Ιουνίου μετέφεραν περίπου 6.000 αιχμαλώτους άγγλους, Αυστραλούς, Νεοζηλανδούς μα ήτανε μεταξύ τους και περίπου 500 Έλληνες και Κύπριοι στρατιώτες. Από τον Αρμό ήτανε απέναντί μου ο τόπος που τους πέρασαν με τα πόδια. Δεν ξέρω μέχρι που πήγαν πεζοί. Από το μιτάτο που ήμουνα εγώ άκουγα το ποδοβολητό τους. Εφορούσε τότε ο αγγλικός στρατός άρβυλα πέτσινα και από κάτω είχανε μεταλλικά πεταλάκια. Ο δρόμος από τις Καρές του Ασκύφου μέχρι τις πάνω στροφές στον Αρμό ήτανε ασφαλτοστρωμένος πριν από τον πόλεμο , και από τις χιλιάδες των στρατιωτών, ενώνετο ο ήχος και άκουγα από απόσταση, πάνω από 1000 μέτρα ένα συνεχόμενο βόμβο. Μόλις επικρατήσανε οι Ναζί εκαταλάβαμε τη σημαίνει σκλαβιά!!! Επρόσεξα ότι σε κάποιο σημείο επέφτανε πολλές οβίδες σε μια στουμπάλα από κυπαρίσσια. Μετά τη μάχη επήγα από εκεί και είδα σε τρία σημεία λίμνη αίματος, είδα μια κουβέρτα καταματωμένη και το πιο μακάβριο , είδα μια ανθρώπινη γάμπα κομμένη, λίγο πιο κάτω από το γόνατο και λίγο πιο πάνω από τον αστράγαλο. Ασφαλώς εκεί θα είχε διαλύσει μια οβίδα ένα άτυχο στρατιώτη. Ακόμα είχα προσέξει ότι σε κάποιο σημείο εδημιουργείτο ομίχλη. Όταν πήγα και από εκεί είδα δύο εικοσπεντάλιμπρα πυροβόλα με χαλασμένα τα κλείστρα.

Διαρκούσης της μάχης πετούσανε στο ύπαιθρο οι άγγλοι τα δημόσια είδη τους και όσο περνούσανε οι μέρες πετούσανε και τα όπλα τους, αφού ξέρανε ότι όλα θα τα πάρουνε οι Γερμανοί. Ακόμα και τα χρήματα από τα ταμεία των μονάδων τους τα πετάξανε για να μην τα πάρουνε οι εχθροί τους. Δύο χωριανοί μου βρήκανε πολλά λεφτά. Ξέρω πως ένας εξόφλησε το χρέος του. Ο άλλος, πίστευε, όταν έβλεπε την ιλιγγιώδη κατηφόρα της δραχμής, ότι κάποια μέρα θα ξαναβρεί την αξία της και τα φύλαγε όπου μετά τα πέταξε στους δρόμους. Είχε βρει 1.000 πενηντάρικα, αξιόλογο ποσό για την εποχή εκείνη. Διαρκούσης της μάχης πηγαίναμε για να μαζεύομε τα πεταμένα είδη, μα άμα ετέλειωσε η μάχη όλοι πήγαμε για λάφυρα. Ένας κάτοικος της Ίμβρου εσκοτώθηκε στη μάχη που πήγε για λάφυρα. Πολλά χρήσιμα πράματα εβρήκαμε και μας βοήθησαν να επιβιώσομε στα κρισιμότατα κατοχικά χρόνια: Ιματισμό, διάφορα σκεύη, όπλα πολεμοφόδια κ.α. Όχι μόνο για τη δική μας χρήση μα επουλούσαμε κιόλας, ανταλλάσσοντάς τα με τρόφιμα, που τόσο τα είχε ανάγκη η άγονη επαρχία μας. Ακόμα η αντίσταση κατά των Γερμανών διεξήχθη κυρίως με τον οπλισμό που άφησαν οι Άγγλοι στην περιοχή των Σφακίων. Όμως ήτανε πολύ επικίνδυνη η συλλογή οπλισμού. Στις 3/6/41, π.χ. στις κομητάδες συνέλαβαν με όπλο τον Εμμ. Ορφανουδάκη και τον σκότωσαν επί τόπου. Από τους βομβαρδισμούς στη Χ. Σφακίων χάλασαν 13 σπίτια και σκοτώθηκαν 30 Άγγλοι και 10 Έλληνες στρατιώτες. Ήτανε πολλοί έλληνες στρατιώτες και Κύπριοι. Στις 29 Μαΐου φύγανε από τη Χώρα Σφακίων 8 πολεμικά πλοία με 6.000 Άγγλους, Αυστραλούς και Νεοζηλανδούς. Στις 30 Μαΐου φύγανε 1.500 άντρες με υδροπλάνα και την 31 Μαΐου φύγανε ακόμα 4.500 με πολεμικά πλοία. Την ίδια μέρα φτάσανε οι γερμανοί εις Χώρα Σφακίων.

0

 

 
ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΚΑΤΟΧΗ

Αμέσως ήρθανε οι αυστηρές διαταγές, που όποιος δεν τις εκτελούσε τον κάνανε «καπούτ». Απαγορεύετο να έχουνε οι «τσιβίλ» (οι πολίτες) όπλα και πυρομαχικά. Απαγορεύετε να υποθάλπτουμε Άγγλους που δεν παραδοθήκανε. Απαγορεύετο να έχουμε στρατιωτικά είδη. Απαγορεύετο να έχομε ρούχα με χακί χρώμα. Απαγορεύετο να κυκλοφορούμε χωρίς να κρατούμε γερμανική ταυτότητα (ετουφέκισαν ένα Ασκυφιώτη που τον βρήκανε χωρίς ταυτότητα). Απαγορεύετο, να φαίνονται φώτα τη νύχτα (κάποια φορά βρέθηκα έξω νυχτερινή ώρα και άκουσα πολυβόλα στο Φραγκοκάστελο, μα είδα και τις τροχιοδειχτικές σφαίρες που πηγαίνανε από Φραγκοκάστελο, στον Πατσιανό, επειδή είδανε φως για μια στιγμή). Απαγορεύετο η κυκλοφορία τη νύχτα.

Απαγορεύονταν οι συγκεντρώσεις. Όποιος φιλοξενούσε ξένους έπρεπε να το δηλώνει στις Γερμανικές αρχές. Όποιος έβλεπε Άγγλους που δεν παραδόθηκαν έπρεπε να τους αναφέρει στους Γερμανούς. Μόλις μπήκανε «οι Γερμανοί στην Κρήτη άρχισαν και οι αγγαρείες. Για μεταφορές εφοδίων μας παίρνανε με τα «έξελ» (φορτηγά ζώα) που κάναμε μεταφορές, από Ασκύφου ως την Χ. Σφακίων. Από τα χωριά Ασφένδου, Ίμβρος και Ασκύφου μας παίρναν αγγαρεία όλους τους ανήλικους άντρες όταν κατασκευάζανε το φρούριο του Ακονέ όπου εγκατέστησαν ένα μεγάλο ασύρματο εκεί για επικοινωνία με την Αφρική. Εκεί μας πήγαιναν το 1941 και 1942. Από το 1943 όμως μας πηγαίνανε με καράβια, όλους τους άντρες των παραλιακών χωριών στην Αγία Γαλήνη που κάνανε δρόμο από Μέλαμπες – Αγ. Γαλήνη και κάναμε 15 μέρες. Εμέναμε στο ύπαιθρο. Όλη τη 15μερία, δεν βγάζαμε τα ρούχα μας και δε βγάζαμε τα στιβάνια μας. Κάθε πρωί μας δίνανε τσάι και ένα φεταλάκι ψωμί! Κάθε μεσημέρι όσπρια ή χορταρικά με λίγο ψωμί και κάθε βράδυ επίσης λίγο φαί χωρίς ψωμί. Μια μέρα ήρθε ο Μποκ στο συνεργείο μας, μα επειδή δεν έμεινε ικανοποιημένος από την πρόοδο μας, επήρε το ραβδί του επιστάτη μας και έδειρε πρώτα αυτόν, και μετά με τη σειρά έδερνε τους εργάτες, κρατώντας στο ένα χέρι το ραβδί και στο άλλο το λούγκερ. Μια άλλη φορά οδηγούσα καροτσάκι εγώ και ο φίλος μου ο Σπύρος. Ήτανε πολλή ζέστη, εμείς παιδιά ακόμα, πεινασμένα, κουρασμένα, ιδρωμένα, σταματήσαμε για λίγο τα καροτσάκια μας και ακουμπήσαμε πάνω σ’ αυτά, μα φάνηκε ξαφνικά ο Φράνς και μας είδε και μας έδειρε και τους δύο. Αρχές Σεπτεμβρίου 1941 μαζέψανε 25 άντρες και τους τουφεκίσανε στη Χ. Σφακίων, που οι περισσότεροι ήτανε από την Ανώπολη. Επειδή όταν κατέβαιναν οι Γερμανοί στο Σφακιανολαγκο συνεπλάκησαν με τους Άγγλους και σκοτώσανε 40 μα και επειδή δεν τους μαρτυρούσανε που κρύβουνε τους Άγγλους, όσοι δεν τους παραδοθήκανε. Έκαναν αυτές τι εκτελέσεις για εκδίκηση , μα και προς γνώση και συμμόρφωση. Τότε είχε αναταραχή όλη η επαρχία συνταραχτικός πόνος απλώθηκε σε όλους μας μα και τρομοκράτηση. Φυλάκια είχανε οι Γερμανοί στο Ασκύφου, στην Ίμπρο, στη Χώρα Σφακίων , στις Κωμιτάδες και στο Φραγκοκάστελο. Και βέβαια στον Ακονέ άμα φτιάξανε το φρούριο. Για λίγο διάστημα είχανε φυλάκιο στο Λιμνί, βορειοδυτικά των Κωμιτάδων και στον Άγιο Παύλο, νοτιοδυτικά των Κωμιτάδων. Έδρα λόχων ήταν το Ασκύφου και η Χ. Σφακίων.

Άμα επεκράτησαν οι Γερμανοί άρχισαν να εξαφανίζονται τα τρόφιμα και όλα τα είδη, που τα εισάγαμε στην Κρήτη. Τόσο ιλιγγιωδώς εκατρακυλούσε η δραχμή που εκατάντησε ανύπαρκτη. Ακόμα, όπως η συναλλαγή στη «μαύρη αγορά» γινότανε είδος με είδος, ούτε ως βάση για τη συναλλαγή δεν είχαμε τη δραχμή, μα είχαμε το λιόλαδο π.χ. λέγαμε μια οκά τυρί κάνει 4 οκ. λάδι, μια οκά κριθάρι κάνει δύο οκ. Λάδι, επομένως μια οκά τυρί δύο οκάδες κριθάρι. Το αλάτι ήταν όλο εισαγόμενο προτού του πολέμου διότι ο Μεταξάς είχε απαγορέψει τη χρησιμοποίηση του θαλασσινού αλατιού, για να το παίρνομε από το μονοπώλιο, και πήγε μια οκά αλάτι δυό οκάδες κριθάρι. Όμως αρχίσαμε στα παραλιακά χωριά και φέρναμε θαλασσινό νερό και το βάζαμε στις στέγες μας σε πήλινα δοχεία και εξατμιζότανε και μαζεύαμε το αλάτι. Ακόμα γυναίκες παίρνανε τη ρόκα τους και μεγάλα τσικάλια και πηγαίνανε στην παραλία και βράζανε το νερό μέχρι να εξατμιστεί να βγάλουνε αλάτι, κλώθοντας ή πλέκοντας. Ότι αφορά τα τρόφιμα συχνά εφάγαμε τα χόρτα χωρίς ψωμί, μα και όταν είχαμε ψωμί ήτανε συχνά νοθευμένο. Εμαζεύαμε τα βελάνια από τους πρίνους και τα φουρνίζαμε και των αφαιρούσαμε το τσόφλι και μετά τα αλέθαμε και τα ανακατεύαμε με λίγο κρίθινο αλεύρι και τα κάναμε ψωμί. Επίσης εφουρνίζαμε τα χαρούπια και μετά τα αλέθαμε, και πάλι με λίγο κρίθινο αλεύρι το κάναμε ψωμί. Το χειρότερο ψωμί γινότανε με το «βρωμόρυζο». Είχανε πνίξει οι Γερμανοί ένα Αγγλικό καράβι στη Σούδα που είχε φορτωμένο ρύζι. Μετά τη μάχη βγάζανε το ρύζι από το ναυάγιο, το πλύναμε, το στεγνώναμε, το αλέθαμε και μετά το ανακατεύαμε με κρίθινο αλεύρι, μα το βρωμόρυζο, βρωμόψωμο έκανε.

Υποφερτότερο νοθευμένο ψωμί ήτανε με το ρόβι. Το ρόβι είναι μια άριστη τροφή για τα βόδια, μα για τον άνθρωπο είναι πολύ τοξικό. Μοιάζει με τη φακή και το φυτό και ο καρπός του. Στην κατοχή το αλέθαμε και μετά, αλεύρι το βάζαμε σε μεγάλα δοχεία και του αλλάζαμε πολλές φορές το νερό να φύγει μερική τοξικότητα και μετά με κρίθινο αλεύρι το έκανε ένα όμορφο ψωμί και δεν έβγαζε αποκρουστική γεύση. Ακόμα το τρώγαμε το ρόβι και ως όσπριο. Το βράζαμε πολλές ώρες και του αλλάζαμε νερό αρκετές φορές και (για την κατοχή) είχε υποφερτή γεύση. Οι χοχλιοί, τα μανιτάρια, τα χόρτα του βουνού και του αγρού πολύ μας βοηθήσανε, τα «δράβηλα» (τα φρούτα) δεν ήτανε επιδόρπια τότε, μα ήτανε μέρος του γεύματος ή του δείπνου, από τροφοδοσία ήτανε τραγική η κατάσταση και στα σπίτια μας, μα ήτανε ακόμα τραγικότερη όταν ευρισκόμαστε στα κρησφύγετα κυνηγημένοι από τους νεοβάρβαρους, που συχνά συνέβαινε. Μια φορά π.χ. κρυβόμαστε, η εξαμελής οικογένεια μου σε ένα σπήλιο, δεν είχαμε μαζί μας τίποτα φαγώσιμο. Είχαμε όμως δύο οικόσιτες κατσίκες και υπολογίζαμε ότι θα βγάζανε από ένα κύπελλο γάλα για τον καθένα και αυτό θα υποκαθιστούσε το δείπνο. Όμως, αφού η μικρή αδελφή μου έχυσε το γάλα της, η μαμά ούτε γάλα σκέτο δεν ήπιε. Τρώγαμε τα χαρούπια ακόμα και πράσινα που είναι πάρα πολύ στυφά, επίσης πάρα πολύ στυφά είναι και τα άγρια αχλάδια που τα τρώγαμε και αυτά, γιατί τότε, ότι δεν δηλητηρίαζε ήτανε φαγώσιμο. Δεν ήτανε απαραίτητο να είναι και νόστιμο. Από το τραπέζι σηκωνόμαστε πεινασμένοι. Με όλο που είχαμε την πείνα, σε όλα τα χωριά είχαμε Άγγλους, που δεν παραδοθήκανε και τους περιέθαλπτε. Στο χωριό μου, για ένα διάστημα είχαμε 3 Άγγλους και ένα Κύπριο μέχρι που φύγανε με υποβρύχιο. Στην Ταύρη είχανε οι Καρκάνηδες Άγγλους για μεγάλα διαστήματα. Κάποτε που με έστειλαν εκεί τους είδα. Τον ένα, εδώ τον λέγανε «Γιάννη». Συχνά φέρναμε κριθάρι με τα γαϊδουράκια από τη Μεσαρά και κάναμε μια εβδομάδα για να πάμε και να γυρίσουμε. Άμα είχαμε μαζί μας, πολεμοφόδια ή άλλα απαγορευμένα είδη δεν περνούσαμε από τα χωριά που ξέραμε ότι είναι Γερμανοί. Άμα θέλαμε π.χ. να πάμε από το Ασφένδου προς τα Ρεθυμνιώτικά, μετά από τον Καλλικράτη περνούσαμε από το βουνό Ασφενταμέ και κατεβαίναμε στις Αλώνες και στα άλλα μικρά χωριά του Ρεθύμνου. Ο κίνδυνος έβγαινε και στο βουνό και παντού. Συχνά εδημιουργούντο καταστάσεις που μας ανάγκαζαν να πιάνουμε τα βουνά και τα φαράγγια: 1) Το 1942 παιδιά εκόψανε καλώδιο των Γερμανών κοντά από τα Νομικιανά και πήρανε 5 χωριανούς μας και τους είχαν ε8 μέρες στο Ασκύφου και μετά τους άφησαν, αφού επείσθησαν ότι ήταν από παιδιά η ζημιά, όμως έδωσε το χωριό 100 οκάδες λάδι, 2) το 1943 όταν εσυναντήθηκαν οι Γερμανοί με οπλοφόρους κοντά στα Νομικιανά πάλι πιάσαμε τα βουνά , πάλι πήρανε 4 χωριανούς, μα πάλι τους άφησαν άμα δώσαμε 100 οκ. Λάδι, 3) Πάλι το 1942 εσυναντήσανε ένα άντρα οπλισμένο μέσα στον βουβά και κράτησαν στις Κομιτάδες 8 άντρες για μια εβδομάδα και τους άφησαν όταν δώσαμε 100 οκ. Λάδι και 17 πρόβατα. Τότε, όταν πηγαίναμε 20 άτομα για να κρυφτούμε στον σπήλιο του Αναράψη, δεν σκεφτήκανε να εξηγηθούνε για να μας κάνουνε σινιάλο για τις εξελίξεις και όταν είχαμε πάει 1000 μ. με στείλανε και παρήγγειλα στις γράδες: «Αύριο αν δεν είναι Γερμανοί στο χωριό, να βάλετε μια κόκκινη κουβέρτα στον οντά του Χιωτομανώλη και μόλις βραδιάζει να είναι ένας αναμμένος λύχνος στο παράθυρο». Τον Οκτώβριο του 1943, όταν κάψαν τον Καλλικράτη και σκότωσαν εκεί 20 άντρες και 9 γυναίκες λεηλάτησαν και εμάς, στα γειτονικά χωριά. Το 1943 πήρανε όμηρο τον Ασφεδιώτη Δαμουλή Μπαλιώτη. Εγύρισε στις 14/8/1945. Ναρκοπέδια είχανε στην παραλία του Κούτελου, στου Μπίκο το Σπηλιάρι, στου Ψύλλο το ρούμα και στο φρούριο του Ακανέ.

Στις 27 Ιουλίου του 1943, ημέρα που θα διαλύαμε το μιτάτο στη Χιονότρα, οδηγούσα τα πρόβατα στη μάντρα για να τα χωρίσουνε να πάριε κάθε ένας τα δικά του. Απόσταση 500 μέτρα από το φρούριο του Ακονέ, εκείνη την ώρα εφάνηκε ένα αεροπλάνο πετώντας πολύ χαμηλά. Εγώ το θεώρησα γερμανικό, μα ήτανε ο αργότερα αρχηγός της αεροπορίας, Γ. Κελαϊδής που ήρθε με το αεροπλάνο του από την Αφρική και όταν ήτανε ακριβώς πάνω από το κεφάλι μου εχτύπησε με μυδράλιο το φρούριο και εσκότωσε ένα και ετραυμάτισε δύο. Έφυγε μετά από το φαράγγι του Κάττνη πετώντας πολύ χαμηλά. Τον Αύγουστο του 1944 εσκότωσε ο Σταύρος ο Καπριδάκης ένα Γερμανό λοχαγό και ένα δεκανέα στην περιοχή του Ασκύφου, επεριμέναμε ότι θα επιχειρήσουνε οι Γερμανοί να κάψουνε το Ασκύφου και ήτανε έτοιμοι οι Σφακιανοί να τους αντιμετωπίσουνε. Ήτανε οι πιο πολλοί χωριανοί μας στο θερινό μας χωριό, τον Βουβά, και φέραμε στο Ασφένδου ένα πολυβόλο μπρέντ, τρία όπλα αγγλικά έμφιλ και φισέκια όσα μπορούσαμε να κρατούμε. Είχαμε άφθονα πολεμοφόδια μαζεμένα από αυτά που είχανε πετάξει οι Άγγλοι. Δε χρειάστηκε τότε το πολυβόλο χρειάστηκε στην μάχη της Παναγίας. Κατά τις 20 Σεπτεμβρίου του 1944 οι Γερμανοί εκάψανε το φρούριο του Ακονέ και απεσύρθηκαν στο Ασκύφου στην έδρα του λόχου τους. Στις 26 Σεπτεμβρίου 1944 φύγανε οι Γερμανοί από την επαρχία Σφακίων.

Όταν οι Γερμανοί μαζευτήκανε από την Κρήτη σε περιοχή γύρω από τα Χανιά, ήτανε πρωτεύουσα της Κρήτης, προσωρινά, το Ρέθυμνο. Εκεί αμέσως φέρανε τρόφιμα διάφορα και από εκεί πηγαίναμε με τα γαϊδουράκια μας και ψωνίζαμε και πήγα και εγώ και πήρα αλεύρι και μαροκινά ρεβίθια. Τον Νοέμβριο του 1944 ήταν ε στα Κεραμειά σε πολλά χωριά μαζεμένοι πολλοί Κρητικοί αντάρτες με σκοπό να χτυπήσουν τους Γερμανούς μα δεν το ενέκριναν οι Άγγλοι. Όμως οι Γερανοί έκαμαν μια εξόρμηση την 12 Νοεμβρίου από το Κλεφτοπέραμα και πέσανε στον Σφακινό λόχο που ήτανε διοικητής ο χωριανός μας Προκόπης Μπολιώτης. Ήτανε εκεί και πολλοί άλλοι χωριανοί μας. Εσκοτώσανε πολλούς Γερμανούς και τους έκαναν πίσω με σπασμένα μούτρα. Εσκοτωθήκανε όμως και δικοί μας, ο έφεδρος ανθ/γος Σήφης Μανούσακας από την Ίμβρο , ο Καπετάνιος Μανούσος Μανουσέλης από τον Καλλικράτη, ο Καπετάνιος Χαράλαμπος Κουτρούλης από τους Λάκκους και άλλοι. Σε άλλο λόχο ήταν υποδιοικητής ο έφεδρος ανθυπολοχαγός Νικόλαος Σφηνιαδάκης. Οι Γερμανοί έμειναν σ’ αυτή την περιοχή μέχρι τις 20 Μαΐου 1945 που τους παρέλαβαν Άγγλοι. Η εταιρία ΕΜΕΛ έφερνε τρόφιμα στον πεινασμένο και καταπονημένο λαό της Κρήτης δωρεάν. Μετά από λίγους μήνες ανέλαβε αυτή την αποστολή εταιρεία ΟUNPA και αυτή διατηρήθηκε για χρόνια. Μας φέρνανε κυρίως στάρι μα και όσπρια, γάλατα , κονσερβικά κ.α. ακόμα μας φέρνανε κάπου κάπου μεταχειρισμένο ιματισμό που και αυτός ήτανε αναγκαίο, αν και ήτανε, πολλές φορές τελείως φθαρμένος. Στις 8 Δεκεμβρίου 1944 έκαναν πάλι εξόρμηση οι Γερμανοί, αυτή τη φορά στον Βαφέ Αποκορώνου με 7 τάγματα και τεθωρακισμένα αυτοκίνητα φορτωμένα στρατό. Ήτανε εκεί αγγλικό φυλάκιο, μα ειδικά ήτανε τομέας της ΕΟΚ, τότε όμως λάβανε μέρος και ΕΛΑΣίτες μαζί. Σε γράμμα του ο Ιωσήφ Βολουδάκης (από τα στελέχη των ΕΟΚιτών) αναφέρει ότι σκοτωθήκανε ή τραυματιστήκανε 60 Γερμανοί και φύγανε και από εκεί νικημένοι και ντροπιασμένοι. Από ότι άκουσα από τους πολεμιστές της μάχης αυτής εδιακριθήκανε ο Βασίλης Πατεράκης από το Κουστογέρακο και ο Μανώλης Μανούσακας από τα Σφακιά.

Κατά τα τέλη του καλοκαιριού του 1944 οργανώνετο ο κόσμος για αντίσταση και δράση κατά των Γερμανών. Στο Ασφένδου έκαναν συγκέντρωση οι Αριστεροί στου Φρυσούλη την Καραπηδιά, πίσω από το σπίτι του Στέλιου Βενάκη. Διοργανωτές ήταν ε ο Ανδρέας Μπολιώτης, ο Προκόπης Μπολιώτης, ο Γιάννης Βρεττός και ο Καλλικρατιανός Μανούσος Μανουσέλης.

Οι δεξιοί κάνανε συγκέντρωση στη συκιά του Ξηρουχαμανούσο. Διοργανωτές ήτανε ο Μανούσος Ξηρουχάκης, ο Σήφης Χιωτάκης και ο Μανούσος Χιωτάκης. Τελικά, ενώ το Βερολίνο έπεσε και η Γερμανία επαραδόθηκε άνευ όρων , ένας θύλακας του γερμανικού στρατού ήτανε εγκλωβισμένος στην Κρήτη και παραδόθηκε αρκετές μέρες μετά.

ΚΑΝΑΚΗΣ Ι. ΓΕΡΩΝΥΜΑΚΗΣ

"google ad"

Ακολουθήστε το agonaskritis.gr στο Google News, στο facebook και στο twitter και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Κανάκης Γερωνυμάκης
Γεννήθηκε στην κοινότητα Ασφένδου στις 31 Δεκεμβρίου 1926 και διετέλεσε για πολλά χρόνια γραμματέας της κοινότητας. Έχει συγγράψει πλήθος βιβλίων μέσω των οποίων μαθαίνουμε τα ήθη και τα έθιμα όχι μόνον των Σφακιών αλλά όλης της Κρήτης. Έργα του "Κοινότης Ασφένδου Σφακίων", "Περιπλοκάδια", "η Κρήτη στο πρόσφατο παρελθόν", "Σφακιανή Λαογραφία" κ.α. Τιμήθηκε από την Ακαδημία Αθηνών για το έργο του "Περιπλοκάδια" με Α΄έπαινο και το βιβλίο του "Μαντιναδοποιημένες παροιμίες τση Κρήτης" απέσπασε το Β΄έπαινο. | Περισσότερα άρθρα και δημοσιεύσεις μου θα βρείτε εδώ

Τελευταία Νέα

Περισσότερα σαν αυτό
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ