Γράφει ο Αρχιμανδρίτης Ιγνάτιος Θ. Χατζηνικολάου
Θεολόγος, τ. Λυκειαρχης
Τα τραγικά γεγονότα, που σχεδόν καθημερινά διαδραματίζονται κοντά μας και μακριά μας, δεν ήλθαν ασφαλώς ξαφνικά και από το πουθενά. Από την πρώτη αποστασία του ανθρώπου, η ανθρώπινη φύση διεστράφη και στράφηκε εναντίον του Θεού και του συνανθρώπου του.
Όταν η σχέση μας με τον Θεόν διασαλευθεί, ακολουθεί αναπόφευκτα και η διασάλευση των σχέσεων μας με τον συνάνθρωπό μας.
Ο Θεός αγάπησε, και αγαπά, τον κόσμο (Ιωάνν. 3,16). Αγαπά όχι μόνο τον άνθρωπον ή τον δικόν Του, τον αφοσιωμένον σ’ Αυτόν, άνθρωπο. Και, μάλιστα ποιόν άνθρωπο. Ποιόν κόσμο; Τον αμαρτωλό και αποστάτη. Τον αγνώμονα, που προτίμησε και προτιμά την συμβουλή του διαβόλου από το θέλημα του Θεού!
Η σχέσις του ανθρώπου με τον Θεόν πρέπει να είναι σχέσις αγαπητική όπως είναι η σχέσις του Θεού με τον άνθρωπο. Σχέσις σωτηριολογικής φροντίδας εκ μέρους του Θεού με τον «Εν αμαρτίαις» κόσμον.
Η σχέσις όμως του ανθρώπου όχι μονάχα δεν είναι αντάξια της σχέσης του Θεού προς αυτόν, αλλά πολλές φορές και ενάντια προς Αυτόν. Απορρίπτει το θέλημα Του και εφαρμόζει το επάρατο «Εγώ» του. Η αμαρτία, που συνεπάγεται την ανυπακοή και την απόρριψη του Θεού, διαστρέβλωσε την φύση του και την θέλησή του. Και, έτσι βαδίζει την οδόν της απωλείας. Την οδόν την «απάγουσαν» όχι προς την ζωήν ,όπως είπε ο Χριστός (Ματθ. 7,14) , αλλά προς τον θάνατον του εαυτού του και του συνανθρώπου του. Γιατί μην ξεχνάμε: όποιος με οποιοδήποτε τρόπο δολοφονεί, τον συν’ άνθρωπό του, δολοφονεί συγχρόνως και τον εαυτό του. Και, για να φθάσει σ’ αυτήν την οικτρά κατάπτωση, πολέμησε πρώτα τον Κοινόν Πατέρα μας, τον Θεόν.
Έτσι φθάνομε και στον τίτλο του γραπτού μας αυτού «Κύκλωμα Τριπολικό» : Θεός – άνθρωπος – συνάνθρωπος. Ο Θεός, εγώ και ο αδελφός μου. Γι’ αυτό και το καθήκον του Χριστιανού είναι ένας σταυρός. Προς τον Θεόν και τον συν- άνθρωπόν μας. Είναι ο σταυρός εκείνος που σχηματίζουν τα λόγια του Χριστού μας: «Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου, και εξ όλης της ψυχής σου, και εξ όλης της διανοίας σου, και εξ όλης της ισχύος σου και τον πλησίον σου ως εαυτό. Μείζων τούτων άλλη εντολή ουκ εστί» (Μαρκ. 12,30-31)
Ο Χριστιανός, αν θέλει να είναι της ουσίας και όχι της ταμπέλας, πρέπει να κοιτάζει προς τον Θεόν, προς τον εαυτόν του (αυτογνωσία) και προς τον πλησίον. Δεν μπορεί, κατά συνέπειαν, να κοιτάζει μόνο προς τον ένα, αλλά και προς τους τρεις. Στον πρώτον, τον Θεόν, με βλέμμα αγάπης και φρόνημα πιστής υπακοής. Στον δεύτερον, τον εαυτόν του, ελέγχοντάς τον εάν βαδίζει σύμφωνα με το θέλημά Του, διατηρώντας τον καθαρόν «από παντός μολυσμού σαρκός και πνεύματος» (Β’ Κορινθ. 7,1). Και στον τρίτον, τον συνάνθρωπόν του, όπως προαναφέραμε, αγάπη «ως εαυτόν».
Δεν μπορεί επομένως ο Χριστιανός να κοιτάζει μόνον προς τον ουρανόν (αν φυσικά κοιτάζει), ούτε μόνον προς τον εαυτόν του, χωρίς να βλέπει και γύρω του, τον συν- άνθρωπό του. Δεν μπορεί να ζητά φτερά πνευματικά για να πετάξει στα ύψη της θεότητος, αν πρώτα δεν μάθει να αναζητά τον Θεόν μέσα στην ψυχή του και στην ψυχή του κάθε συνανθρώπου του. Μέσα στην κοινωνία και στην φύση.
Και είναι βέβαιο πως αν δεν μπορέσει να βρει τον Θεόν διακονώντας τον συνάνθρωπόν του, δεν θα κατορθώσει πουθενά να τον συναντήσει.
Ο χριστιανός κλείνει μέσα στην καρδιά του ολόκληρο τον κόσμο, γιατί μόνον αν πλατύνει τόσο πολύ την καρδιά του, θα μπορέσει να χωρίσει τον συνάνθρωπό του και τον Θεόν.
Θα μπορούσαμε να καταλάβομε καλύτερα και περισσότερο την έννοια του συνανθρώπου μας μελετώντας προσεκτικά και με επίγνωση την παραβολή του αφεντικού με τον αχάριστο και σκληρό δούλο του προς τον συνδούλο του. Αγαθός, εύσπλαχνος και φιλάνθρωπος ο Θεός. Σκληρός, κτηνάνθρωπος και αγνώμονας ο ευεργετηθείς δούλος (Ματθ. 18,23-35).
Πληγώθηκε και οργίσθηκε ο αφεντικός – Θεός – και ετιμώρησε βαρειά και εφυλάκισε τον αχάριστο δούλο Του και απάνθρωπο προς συννοφειλέτη συνδούλο του.
Σάπια η ψυχή , αγνώμονη η συμπεριφορά του προς τον Αφεντικό του και κτηνάνθρωπη η συμπεριφορά του προς τον συνάνθρωπό του. Ένα μήνυμα σχέσεως μας προς τον Θεόν, τον εαυτόν μας και τον συνάνθρωπόν μας. Η σχέσις ως μέλη ισότιμα μέσα στην εκκλησία, ως Σώματος του Χριστού. Γιατί, αν συνειδητοποιήσομε τι σημαίνει να είμαστε μέλη του Σώματος του Χριστού, τότε δεν θα υπάρξει πρόβλημα συνυπάρξεως με τους συνανθρώπους μας. Θα συνυπάρχομε και θα συμπάσχομε. Γιατί όταν πάσχει ένα μέλος του σώματος, συμπάσχει όλο το σώμα (Α’ Κορινθ, 12,26).
Η παραβολή του ευσπλάχνου Αφεντικού και του κτηνάνθρωπου δούλου, στην οποία παραπέμψαμε «εαυτούς και αλλήλους», μόνο από χείλη θεϊκά θα μπορούσε να ειπωθεί. Γιατί τόσο απλά, αντικειμενικά και ξεκάθαρα τονίζει την μεγάλη και λυτρωτική πραγματικότητα, την οποίαν οι εγωισμοί μας, οι φιλοτομαρισμοί μας και οι δαιμονικές διαπλοκές που κυβερνούν σήμερα, κοντά και μακριά μας, αλλά και οι σατανικές σκοπιμότητες σε όλους τους χώρους, δεν μας αφήνουν να συνειδητοποιήσουμε και να αλλάξομε ρότα πλεύσεως και πηγαίνομε από το κακό στο χειρότερο μηδενός των θεσμών και αξιωματούχων εξαιρουμένου.