«Ευτυχώς είχαμε ένα ισχυρό όπλο» δήλωνε ο υποναύαρχος Έκτωρ Ραμίρεζ Πέρες, αρχηγός του πραξικοπήματος που κατάφερε να ανατρέψει για δύο ημέρες τον εκλεγμένο πρόεδρο της Βενεζουέλας Ούγκο Τσάβες. «Όπως είδατε, ο στρατός και οι ειδικές δυνάμεις δε χρειάσθηκε να πυροβολήσουν ούτε μία φορά. Το μεγάλο μας όπλο ήταν τα μέσα ενημέρωσης».
Με αφορμή τη διασπορά στρεβλών ειδήσεων από μέσα ενημέρωσης της Ελλάδας στις πρώτες ημέρες διακυβέρνησης από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ θυμόμαστε μία διδακτική ιστορία από τη Βενεζουέλα. Το πρώτο τηλεοπτικό πραξικόπημα στην ιστορία. Το κείμενο που ακολουθεί δημοσιεύτηκε στη Le Monde Diplomatique. To ντοκιμαντέρ είναι του Στέλιου Κούλογλου από το tvxs.gr.
Ποτέ, στην ιστορία της Λατινικής Αμερικής, η συμμετοχή των μέσων ενημέρωσης σ’ ένα πραξικόπημα δεν ήταν τόσο άμεση. Διαθέτοντας το 95% των ραδιοτηλεοπτικών συχνοτήτων, ασκώντας σχεδόν μονοπώλιο στο γραπτό τύπο, αυτά τα « μέσα του μίσους » έπαιξαν, στη Βενεζουέλα, σημαντικό ρόλο στην προετοιμασία και την εκτέλεση της απόπειρας ανατροπής του νόμιμου προέδρου Ούγο Τσάβες, στις 11 Απριλίου 2002.
Σε μια χώρα όπου το κλίμα σύγκρουσης μπορεί να οδηγήσει σε εμφύλιο, αυτά τα μέσα της προπαγάνδας ενθαρρύνουν ανοιχτά τους πραξικοπηματίες να πετύχουν, ακόμη και με μια νέα απόπειρα, την ανατροπή του εκλεγμένου προέδρου. « Είχαμε ένα βασικό όπλο : τα μέσα ενημέρωσης. Και αφού μου δίνεται η ευκαιρία, οφείλω να σας συγχαρώ γι’ αυτό ». Δεν είναι ακόμη μεσάνυχτα στο Καράκας, στις 11 Απριλίου 2002, μια μέρα που θα οδηγήσει, μερικές ώρες αργότερα, στην ανατροπή του προέδρου της Βενεζουέλας Ούγο Τσάβες, όταν ο αντιναύαρχος Βίκτορ Ραμίρες Πέρες συγχαίρει, σε απευθείας σύνδεση, τη δημοσιογράφο Ιμπέισε Πατσέκο στην οθόνη του τηλεοπτικού σταθμού Venevisiόn. Είκοσι λεπτά νωρίτερα, αρχίζοντας τη συνέντευξη με τον Πέρες και την ομάδα των πραξικοπηματιών που τον στηρίζουν, η δημοσιογράφος δεν μπόρεσε ν’ αποφύγει να πει, με ύφος αυτάρεσκου συνωμότη, ότι διατηρεί εδώ και καιρό προνομιακές σχέσεις μ’ αυτούς. Περίπου την ίδια ώρα, σε ερώτηση σε απευθείας σύνδεση από τη Μαδρίτη, μια άλλη διάσημη δημοσιογράφος, η Πατρίσια Πολέο, η οποία κατά περίεργο τρόπο ήταν καλά πληροφορημένη για τη μελλοντική εξέλιξη των « αυθόρμητων γεγονότων », ανακοινώνει στον ισπανικό τηλεοπτικό σταθμό TVE : « Πιστεύω ότι ο επόμενος πρόεδρος θα είναι ο Πέδρο Καρμόνα ».
Την ίδια στιγμή, αποκλεισμένος στο προεδρικό μέγαρο, ο εν ενεργεία αρχηγός του κράτους Ούγο Τσάβες εξακολουθεί να αρνείται να παραιτηθεί. Από την άνοδό του στην εξουσία, το 1998, οι πέντε μεγαλύτεροι ιδιωτικοί τηλεοπτικοί σταθμοί -Venevisiόn, Radio Caracas Televisiόn (RCTV), Globovisiόn, Televen και CMT- και εννέα από τις δέκα μεγάλες εφημερίδες εθνικής κυκλοφορίας -El Universal, El Nacional, Tal Cual, El Impulso, El Nuevo Pais, El Mundo κ.λπ.- υποκατέστησαν τα παραδοσιακά πολιτικά κόμματα τα οποία είχαν εκμηδενιστεί από τις εκλογικές νίκες του προέδρου. Τα μέσα ενημέρωσης, ενισχυμένα από το μονοπώλιό τους στην πληροφόρηση, υποστηρίζουν όλες τις ενέργειες της αντιπολίτευσης, δεν μεταδίδουν, παρά πολύ σπάνια, τις κυβερνητικές δηλώσεις, δεν μιλούν ποτέ για τη μεγάλη πλειοψηφία, η οποία, ωστόσο, επιβεβαιώθηκε στις κάλπες. Πάντοτε, αντιμετώπιζαν τις λαϊκές συνοικίες ως μια « κόκκινη ζώνη » που κατοικείται από « επικίνδυνες τάξεις », « αγράμματους », « εγκληματίες » και, θεωρώντας αναμφίβολα ότι έχουν ελάχιστη φωτογένεια, αγνοούσαν με περιφρόνηση τους λαϊκούς ηγέτες και τις οργανώσεις. Έρευνες, συνεντεύξεις, απολογισμοί, σχόλια, όλα κινούνται στην ίδια κατεύθυνση και έχουν τον ίδιο στόχο : να απονομιμοποιήσουν την υπάρχουσα εξουσία, να καταστρέψουν τη λαϊκή υποστήριξη του προέδρου.
« Η επαναστατική κυβέρνηση είναι ένας βόρβορος, από αισθητική άποψη », γράφει λοιπόν, με διακριτικότητα (στις 22 Μαρτίου 2001), η απογευματινή εφημερίδα « Ταλ Κουάλ » της οποίας ο διευθυντής, Τεοντόρο Πετκόφ (πρώην μαρξιστής αντάρτης ο οποίος έχει γίνει υστερικά νεοφιλελεύθερος και πρώην υπουργός των ιδιωτικοποιήσεων του προέδρου της δεξιάς Ραφαέλ Καλδέρα), ανήκει στους οργισμένους αντιπολιτευόμενους. Όχι πως η εν λόγω κυβέρνηση είναι πάνω από κάθε κριτική. Διαπράττει λάθη και πάρα πολλές υποθέσεις διαφθοράς στιγματίζουν το πολιτικό ή στρατιωτικό προσωπικό το οποίο την περιβάλλει. Όμως, εκτός από το ότι έχει εκλεγεί δημοκρατικά και διατηρεί την υποστήριξη της πλειονότητας του πληθυσμού, μπορεί κανείς να συμπεριλάβει στο ενεργητικό της, τόσο στο εθνικό όσο και στο διεθνές επίπεδο, αρκετές επιτυχίες [1].
Κανένα μέσο δεν αποκλείεται για να δυσφημιστεί ο πρόεδρος. Το αποδεικνύει το σκάνδαλο που προκάλεσε στο Καράκας, στις αρχές Μαρτίου, η μετάδοση μιας ψεύτικης συνέντευξης του Ιγνάσιο Ραμονέ. Σε μια δήλωση που υποτίθεται ότι κατέγραψε κάποιος Εμιλιάνο Παγιάρες Γκούζμαν, μεξικανός ερευνητής στο Πανεπιστήμιο Πρίνσετον (Ηνωμένες Πολιτείες) ο οποίος είναι εντελώς άγνωστος, ο διευθυντής της « Monde Diplomatique » επέκρινε με δριμύτητα τον βενεζουελανό αρχηγό του κράτους : « Ο πρόεδρος Ούγο Τσάβες δεν διαθέτει ένα αξιοσέβαστο σώμα διανοουμένων, πράγμα που κάνει το πλοίο του να παρεκκλίνει διαρκώς από την πορεία του. Όταν κέρδισε τις εκλογές, μου φάνηκε ότι διαγραφόταν κάτι πραγματικά σημαντικό. Όμως, (…), ο λαϊκισμός τον νίκησε, όπως συμβαίνει πολύ συχνά σ’ αυτές τις περιπτώσεις. (…) Έχω δει βίντεο όπου τραγουδάει μπολερό του Σαντιάγο εξηγώντας το οικονομικό πρόγραμμά του, αν είναι αλήθεια ότι έχει κάποιο πρόγραμμα. Πιστεύω ότι αυτά τα περιστατικά, που είναι αληθινά και μπορούν να εξακριβωθούν, θα με απαλλάξουν από το να διατυπώσω την άποψή μου για ένα τέτοιο πρόσωπο ». Η « δήλωση », που κυκλοφορεί ταχύτατα στο Διαδίκτυο από το Venezuela Analitica, αναδημοσιεύεται αμέσως, χωρίς καμία επαλήθευση από τον υποτιθέμενο συνεντευξιαζόμενο, στην πρώτη σελίδα της εφημερίδας « Ελ Νασιονάλ », η οποία είναι ενθουσιασμένη από την επιβεβαίωση της άποψης ότι ο αρχηγός του κράτους είναι όλο και περισσότερο απομονωμένος διεθνώς. Όταν ο Ιγνάσιο Ραμονέ διαψεύδει ότι έχει πει αυτά που του αποδίδουν, η « Ελ Νασιονάλ » επιτίθεται με δριμύτητα στο μεξικανό απατεώνα [2] και, με περίσσεια υποκρισίας, χωρίς καν να του ζητήσει συγνώμη, στο διευθυντή της « Monde Diplomatique ».
« Πληροφορίες » που αγγίζουν το παράλογο ή τον σουρεαλισμό πολλαπλασιάζονται με αδιάκοπη ροή. Έτσι « πηγές των μυστικών υπηρεσιών αποκάλυψαν συμφωνίες που έγιναν με άτομα που συνδέονται με τη Χεζμπολά της Μαργκαρίτα (νησί της Βενεζουέλας) τα οποία ελέγχονται από την πρεσβεία του Ιράν. Θυμόμαστε ότι, από την εποχή της προεκλογικής εκστρατείας του Τσάβες, κάποιος με το όνομα Μουκχντάντ ήταν πολύ γενναιόδωρος με το σημερινό πρόεδρο. Αυτό χρήζει ανταπόδοσης και τώρα το Ιράν θέλει να κάνει τη Βενεζουέλα επιχειρησιακή βάση, με αντάλλαγμα την εκπαίδευση Βενεζουελανών στις ιρανικές οργανώσεις υπεράσπισης της ισλαμικής επανάστασης. Η τρομοκρατία είναι ανάμεσά μας [3] ».
Διαρκής και ασεβής επίθεση
« Ο Ούγο Τσάβες παραδέχθηκε ότι είναι ο αρχηγός ενός δικτύου εγκληματιών » έχει τίτλο η « Ελ Νασιονάλ », στις 21 Μαρτίου. Την επομένη, η « Ταλ Κουάλ » αναφέρει « την αηδιαστική ναυτία που προκάλεσαν τα οργισμένα λόγια με τα οποία θέλει να ενσπείρει φόβο στη χώρα ». Ο « μπολιβαρικός » πρόεδρος, που δέχεται προσβολές και συγκρίνεται με τον Φουχιμόρι, τον Ιντι Αμίν Νταντά, τον Μουσολίνι ή τον Χίτλερ, χαρακτηρίζεται φασίστας, δικτάτορας ή τύραννος, υφίσταται επιθέσεις που, σε οποιαδήποτε χώρα, θα έδιναν την αφορμή για την κατάθεση νόμιμων μηνύσεων. « Πρόκειται για διαρκή και ασεβή επίθεση », λέει αγανακτισμένη τον περασμένο Μάρτιο η υπουργός Εμπορίου Αντίνα Μπαστίδας. « Εμένα με κατηγορούν ότι χρηματοδοτώ την τοποθέτηση βομβών στους δρόμους. Και δεν μπορώ να υπερασπιστώ τον εαυτό μου. Αν τους επιτεθούμε, θα πάνε να παραπονεθούν στις ΗΠΑ ! ». Χωρίς να μασάει τα λόγια του, ο Τσάβες απαντά στο βομβαρδισμό των μέσων ενημέρωσης, μερικές φορές με κάποιες φραστικές παρεκτροπές, ιδιαίτερα στη διάρκεια της εβδομαδιαίας εκπομπής του, « Αλό πρεζιντέντε ! », στο μοναδικό τηλεοπτικό σταθμό που ελέγχεται από το κράτος. Όμως, οι φιλιππικοί λόγοι του δεν ακολουθούνται από φαινόμενα που έχουν στόχο να ελέγξουν την ενημέρωση. Από την άνοδό του στην εξουσία, δεν υπήρξε ούτε μία φυλάκιση δημοσιογράφου, ούτε ένα μέσο επικοινωνίας που να έκλεισε από την κυβέρνηση. Ωστόσο, η κυβέρνηση κατηγορήθηκε ότι « καταπατά την ελευθερία της πληροφόρησης » και « επιτίθεται σε όσους επικοινωνούν με την κοινωνία ».
Στις 7 Ιανουαρίου 2002, εκατό περίπου συμπαθούντες του προέδρου πολιορκούν για πολλές ώρες τα γραφεία της Ελ Νασιονάλ, φωνάζουν εχθρικά συνθήματα, κραυγάζουν « Πείτε την αλήθεια ! », γεμίζουν με τρύπες την πρόσοψή της με αντικείμενα που εκσφενδονίζει. « Παρατηρείται, πράγματι, αύξηση των επεισοδίων κατά των δημοσιογράφων και ένα είδος ποινικοποίησής τους. Ορισμένοι δέχθηκαν προσωπική επίθεση », διαπιστώνει ο Κάρλος Κορέα, γενικός συντονιστής της οργάνωσης για την υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων Provea [4]. « Αν και δεν υπήρξαν νεκροί, ωστόσο είναι κάτι σοβαρό. Όμως, καθώς οι ιδιοκτήτες των μέσων ενημέρωσης πήραν πολιτική θέση κατά του Τσάβες, αυτό που συμβαίνει -και δεν ξέρουμε πια τι ήταν πρώτο, το αυγό ή η κότα- είναι μια σύγκρουση στην οποία δεν είναι πλέον δυνατόν να συζητηθούν με λογικό τρόπο τα προβλήματα της χώρας. Τώρα, το να πούμε ότι δεν υπάρχει ελευθερία έκφρασης στη Βενεζουέλα είναι υπερβολή ». « Διαβάζει κανείς τα νέα, βλέπει τα τηλεοπτικά δελτία και έχει την εντύπωση ότι η χώρα είναι σε κατάσταση πλήρους σύγκρουσης. Προφανώς, αυτό επιδεινώνει το κλίμα έντασης », λέει με λύπη ο ιησουίτης Φρανσίσκο Χοσέ Βιρτουόζο.
Αφού υπάρχει πόλεμος, η λαϊκή πλειοψηφία, που είναι το πρόσφορο θύμα του, αντιστέκεται. Δεν ανέχεται πια ορισμένους δημοσιογράφους που πιστεύουν ότι βρίσκονται πάνω από το διάβολο και το Θεό, ούτε αυτή τη μονόπλευρη και αντιδημοκρατική επεξεργασία της πληροφορίας. Και τα επεισόδια πολλαπλασιάζονται. Παίρνουν την τροπή σύγκρουσης όταν το επίσημο πρακτορείο τύπου Venpres χαρακτηρίζει « ναρκω-δημοσιογράφους » τρία πρόσωπα του κόσμου των μέσων ενημέρωσης. Στις 19 Μαρτίου, οι κατηγορούμενοι δημοσιογράφοι -η Ιμπέισε Πατσέκο (διευθύντρια του « Ασί ες λα νοτίσια », μέλος του ομίλου Ελ Νασιονάλ), η Πατρίσια Πολέο και ο παρουσιαστής της τηλεόρασης Χοσέ Ντομίνγκο Μπλάνκο (Globovisiόn)- αποφασίζουν να δραματοποιήσουν στο μέγιστο αυτές τις κατηγορίες. Αφού καταγγέλλουν τη « δίωξη » της οποίας εκτιμούν ότι είναι στόχος, μπροστά στις κάμερες των μέσων ενημέρωσης που έχουν κληθεί στην πρεσβεία των ΗΠΑ, φεύγουν για την Ουάσιγκτον όπου γίνονται δεκτοί σαν ήρωες ! Το άρθρο, που υπογράφεται από κάποιον Χ. Βαλεβέρδε [5], το οποίο αποδοκιμάζεται κατηγορηματικά από τον πρόεδρο Τσάβες και καταδικάζεται από τον υπουργό Άμυνας Χοσέ Βισέντε Ράνχελ, προκαλεί τη δίωξη και την παραίτηση του διευθυντή του « Venpres », Οσκαρ Νάβας. Γεγονός που δεν θα εμποδίσει μια δηλητηριώδη εκστρατεία, τόσο στη Βενεζουέλα όσο και στο εξωτερικό, ενάντια στην κυβέρνηση που κατηγορείται ότι θέλει να « φιμώσει τα μέσα ενημέρωσης ».
Είτε απέναντι στους οπαδούς της εξουσίας, είτε απέναντι στην ίδια την εξουσία, τα μέσα ενημέρωσης μπόρεσαν να χρησιμοποιήσουν άριστα τη στρατηγική της αυτοεκπληρούμενης προφητείας. Επικαλούμενα τα πλήγματα κατά της ελευθερίας, μολονότι αυτή δεν απειλήθηκε καθόλου, χρησιμοποιώντας το ψέμα και τη χειραγώγηση, προκάλεσαν αντιδράσεις και οδήγησαν μερικές φορές τα θύματά τους στο λάθος, ένα λάθος το οποίο στη συνέχεια παρουσιάστηκε ως η αιτία (και όχι ως η συνέπεια) των δύσκολων σχέσεών τους με την εξουσία και ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού. Πώς να μην καταδικάσει κανείς την επίθεση κατά τηλεοπτικών συνεργείων ή δημοσιογράφων από οπαδούς του προέδρου Τσάβες ; Όμως, πώς να δεχτεί κανείς να χαρακτηρίζονται αυτοί οι οπαδοί όλο το χρόνο και σε στήλες εφημερίδων φάλαγγες « Ταλιμπάν », « ορδές », « κακούργοι » ; Πώς να μην αγανακτήσει κανείς όταν επαγγελματίες, ακόμη και αν ήταν εξαιρετικά επιθετικοί και ταυτισμένοι πλήρως με την ολιγαρχία, χαρακτηρίζονται « ναρκω-δημοσιογράφοι » ; Όμως, πώς να εκπλαγεί κανείς από αυτή την εκτροπή όταν αυτοί οι ίδιοι επαγγελματίες πολλαπλασιάζουν τις ψεύτικες και αβάσιμες κατηγορίες εναντίον ενός προέδρου ο οποίος παρουσιάζεται συστηματικά ως συνένοχος των κολομβιανών « ναρκω-ανταρτών » ;
Με επικεφαλής την ομάδα των ανθρώπων τους στην εξουσία και τηλεοπτικούς αστέρες, τα μεγάλα μέσα ενημέρωσης παίρνουν τη σκυτάλη από τους άλλους δράστες της αποσταθεροποίησης : την εργοδοτική οργάνωση του Πέδρο Καρμόνα (Fedecamaras), τη Συνομοσπονδία Εργατών της Βενεζουέλας (CTV) του Κάρλος Ορτέγκα, τους αντιφρονούντες στρατιωτικούς, τους τεχνοκράτες της εθνικής επιχείρησης πετρελαίου (PDVSA) και μερικούς διακριτικούς αμερικανούς αξιωματούχους [6]. Συσπειρωμένα στους κόλπους της Ένωσης Τύπου της Βενεζουέλας (BPV), τα μέσα ενημέρωσης πετούν οριστικά τη μάσκα όταν, περνώντας από τη θέση του παρατηρητή στη θέση του δράστη, συμμετέχουν στην πρώτη γενική απεργία της 10ης Δεκεμβρίου 2001. Στις στήλες του τύπου του είδους « ελεύθερη γνώμη » -« Έχει έρθει η ώρα για να αλλάξουμε την κυβέρνηση, για να την ανατρέψουμε » [7]- προστίθενται οι ύποπτες χειραγωγήσεις στη μικρή οθόνη και το ραδιόφωνο.
Στις 5 Απριλίου, δύο φίλοι, την παραμονή της απεργίας των πρατηρίων βενζίνης, προτρέπουν τους αυτοκινητιστές να σπεύσουν στα ανοιχτά πρατήρια τα οποία γρήγορα ξεχειλίζουν από κόσμο. Προκαλούν, έτσι, ένα τεχνητό χάος, ενώ η συμμετοχή στην απεργία είναι πολύ μικρή. Όταν, στις 7 Απριλίου, οι Ορτέγκα και Καρμόνα ανακοινώνουν την κήρυξη γενικής απεργίας, ο Μιγκέλ Ενρίκε Οτέρο, διευθυντής της « Ελ Νασιονάλ », ο οποίος εμφανίζεται στο πλευρό τους, μιλάει εκ μέρους των μέσων ενημέρωσης : « Παίρνουμε όλοι μέρος σ’ αυτόν τον αγώνα, για την υπεράσπιση του δικαιώματος στην πληροφόρηση ! ». Δύο μέρες αργότερα, η BPV, που έχει μόλις υποδεχθεί το νέο πρεσβευτή των Ηνωμένων Πολιτειών Τσαρλς Σαπίρο, αποφασίζει να στηρίξει την απεργία. Από εκείνη τη στιγμή, οι τηλεοπτικοί σταθμοί μεταδίδουν για ώρες και σε απευθείας σύνδεση εικόνες από την έδρα της PDVSA-Τσουάο την οποία η αντιπολίτευση έχει μετατρέψει σε χώρο συγκέντρωσης των δραστηριοτήτων της. « Να βγούμε στους δρόμους » διατάζει η « Ελ Νασιονάλ », στις 10 Απριλίου (με ανυπόγραφο κύριο άρθρο). « Νι ουν πάσο ατράς ! » (Ούτε ένα βήμα πίσω !) απαντούν σταθερά πλάνα-πανό που μεταδίδονται στην Globovisiόn. « Όλοι στην πορεία », παρέχει τη στήριξή του ένας άλλος σταθμός. « Βενεζουελανοί, όλοι στο δρόμο, την Πέμπτη στις 11 του μήνα, στις 10.00 το πρωί. Φέρτε τις σημαίες σας. Για την ελευθερία και τη δημοκρατία. Η Βενεζουέλα δεν παραδίδεται. Κανένας δεν θα μας νικήσει ». Η έκκληση για την ανατροπή του αρχηγού του κράτους γίνεται τόσο προφανής που, στις 9 και 10 Απριλίου, η κυβέρνηση εφαρμόζει το άρθρο 192 του νόμου για τις τηλεπικοινωνίες : πάνω από 30 φορές (για το σύνολο των τηλεοράσεων και των ραδιοφώνων) επιστρατεύει τη συχνότητα, για διάστημα από δεκαπέντε ως είκοσι λεπτά, προκειμένου να ακουστεί η θέση της. Τα κανάλια καταστρατηγούν το μέτρο, χωρίζουν σε δύο μέρη την οθόνη και συνεχίζουν να καλούν στην εξέγερση.
Στις 11 Απριλίου, ένας αλλεπάλληλος καταιγισμός από συνεντεύξεις τύπου στρατιωτικών και πολιτικών, που ζητούν την παραίτηση του προέδρου, δίνει το ρυθμό στη μάχη των μέσων ενημέρωσης. Στην RCTV, ο Ορτέγκα καλεί την αντιπολίτευση να βαδίσει προς το Μιραφλόρες (το προεδρικό μέγαρο). Κατά τις 16.00, όταν η συνωμοσία αποκαλύπτεται σ’ όλη την έκτασή της, δίνεται εντολή από την εξουσία να κοπεί το ερτζιανό σήμα των ιδιωτικών σταθμών. Η Globovisiόn, η CMT και η Televen εξαφανίζονται για μερικά λεπτά από τις οθόνες, πριν ξεκινήσουν εκ νέου τις εκπομπές τους δορυφορικά ή καλωδιακά. Στο σύνολο των καναλιών, μια πετσοκομμένη σκηνή, που μεταδίδεται μαγνητοσκοπημένη και δείχνει οπλισμένους αντιδιαδηλωτές να πυροβολούν κατά « του πλήθους των ειρηνικών διαδηλωτών » (το οποίο δεν βρίσκεται σ’ αυτό το σημείο !), επιτρέπει να αποδοθούν τα θύματα αυτής της μοιραίας μέρας στους « Μπολιβαρικούς κύκλους », μια κοινωνική οργάνωση υποστηρικτών του προέδρου. Εν τω μεταξύ, οι συνωμότες, μεταξύ των οποίων ο Καρμόνα, συγκεντρώνονται στα γραφεία της … Venevisiόn. Θα παραμείνουν εκεί μέχρι τις 2.00 το πρωί για να προετοιμάσουν « την εξέλιξη των γεγονότων », μαζί με τον Ραφαέλ Πολέο (ιδιοκτήτη της Ελ Νουέβο Παΐς) και τον Γουστάβο Σισνέρος, άνθρωπο-κλειδί του πραξικοπήματος. Ο τελευταίος, πολυεκατομμυριούχος με κουβανέζικη καταγωγή και ιδιοκτήτης της Venevisiόn, διευθύνει μια αυτοκρατορία μέσων ενημέρωσης παγκοσμίου μεγέθους -την Organizaciόn Diego Cisneros- η οποία έχει παρουσία σε 39 χώρες, μέσα από 70 επιχειρήσεις. [8] Διατηρεί ισχυρούς δεσμούς φιλίας με τον Τζορτζ Μπους (πατέρα). Παίζουν μαζί γκολφ και, το Φεβρουάριο του 2001, ο πρώην πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών περνάει μια βδομάδα διακοπών στο κτήμα του στη Βενεζουέλα, αλλά εκείνο που κυρίως επιθυμούν διακαώς οι δύο άντρες είναι (ανάμεσα στ’ άλλα) η ιδιωτικοποίηση της PDVSA [9].
Ο αμερικανός υπουργός διαμερικανικών υποθέσεων Οτο Ράιχ θα παραδεχθεί ότι « μίλησε δύο ή τρεις φορές » στον Σισνέρος εκείνη τη νύχτα [10]. Στις 4.00 το πρωί (στις 12 Απριλίου), και για να αποφύγει ένα λουτρό αίματος, ο πρόεδρος Τσάβες αφήνει να τον συλλάβουν, πριν οδηγηθεί στο απομακρυσμένο νησί Ορτσίλα. Χωρίς να παρουσιάζουν κείμενο υπογραμμένο ή ηχογραφημένο από τον ίδιο το οποίο να επιτρέπει την επιβεβαίωση της πληροφορίας, τα μέσα ενημέρωσης ανακοινώνουν μ’ ένα στόμα την « παραίτησή » του. Το αφεντικό των αφεντικών, ο Καρμόνα, αυτοανακηρύσσεται πρόεδρος, καταλύει όλες τις νόμιμες και δημοκρατικές συνταγματικές εξουσίες. Από το βράδυ της παραμονής, στις 22.00, το πρώτο μέσο ενημέρωσης που κλείνει με την άνοδό του στην εξουσία και μοναδικό μέσο επικοινωνίας το οποίο διέθετε η κυβέρνηση, το κρατικό κανάλι Venezolana de Televisiόn (VTV), σταματά να εκπέμπει, κάτω από πίεση και εκβιασμό [11].
Η μέθη της εκδίκησης
Τα μέσα ενημέρωσης υμνούν το πραξικόπημα (αλλά λογοκρίνουν κάθε χρήση αυτής της έκφρασης). Υποδεχόμενος στη Venevisiόn, από τις 6.45 το πρωί, το ναύαρχο Κάρλος Μολίνα Ταμάγιο και τον Βίκτορ Μανουέλ Γκαρσία, διευθυντή του ινστιτούτου δημοσκόπησης Ceca, ο παρουσιαστής Ναπολεόν Μπράβο καυχιέται ότι πρόσφερε το σπίτι του για να καταγράψει, μερικές μέρες νωρίτερα, μια έκκληση του στρατηγού Γκονζάλες Γκονζάλες για εξέγερση. Από την πλευρά του, ο Γκαρσία αναφέρει το ρόλο του στο επιχειρησιακό κέντρο των στασιαστών στρατιωτικών, στο Φορτ Τιούνα : « Κάποια στιγμή, δεν διαθέταμε μέσα επικοινωνίας και πρέπει να ευχαριστήσω τα μέσα ενημέρωσης για την αλληλεγγύη τους, για όλη τη συνεργασία που μας πρόσφεραν, ώστε να εξασφαλίσουμε την επικοινωνία με το εξωτερικό και να δώσουμε τις οδηγίες που μου υπαγόρευε ο στρατηγός Γκονζάλες Γκονζάλες ». « Ένα βήμα μπροστά » είναι ο θριαμβευτικός τίτλος της « Ελ Ουνιβερσάλ ». Ο δημοσιογράφος Ραφαέλ Πολέο, που κατέγραψε τον απολογισμό της πρώτης συνεδρίασης του γενικού επιτελείου των πραξικοπηματιών, αναλαμβάνει (μαζί με άλλους) να συντάξει την ιδρυτική πράξη της νέας κυβέρνησης (το απόγευμα, ο « πρόεδρος » Καρμόνα προσφέρει στην κόρη του, Πατρίσια Πολέο, τη διεύθυνση του κεντρικού γραφείου τύπου). Το διάταγμα που επικυρώνει την εγκαθίδρυση μιας δικτατορίας προσυπογράφεται από την εργοδοσία, την Εκκλησία και τους εκπροσώπους μιας ψεύτικης « κοινωνίας των πολιτών », καθώς και από τον Μιγκέλ Ανχελ Μαρτίνες, εκ μέρους των μέσων ενημέρωσης. Διαβάζεται από τον Ντανιέλ Ρομέρο, προσωπικό γραμματέα του σοσιαλδημοκράτη πρώην προέδρου Πέρες και … υπάλληλο του ομίλου Σισνέρος.
Μέσα στη μέθη της εκδίκησης, η καταστολή σαρώνει. Ανάμεσα στις θλιβερές εικόνες της σύλληψης του υπουργού Εσωτερικών Ραμόν Ροντρίγκες Τσακίν ή του βουλευτή Ταρέκ Ουίλιαμ Σάαμπ, οι οποίοι προπηλακίζονται και κακοποιούνται από ένα οργισμένο πλήθος που έχει κατέβει από τα εύπορα προάστια, η RCTV εξαπολύει ένα « ανθρωποκυνηγητό », δημοσιεύοντας έναν κατάλογο με τα πλέον καταζητούμενα πρόσωπα, και αναμεταδίδει σε απευθείας σύνδεση, με τον εξαντλητικό ρυθμό των ειδήσεων αμερικανικού τύπου, τις πιο βίαιες καταδιώξεις. Αντίθετα, τη στιγμή που μεταδίδεται ζωντανά, από όλους τους σταθμούς, η συνέντευξη τύπου του γενικού εισαγγελέα Ισαΐας Ροντρίγκες διακόπτεται απότομα μετά από πέντε λεπτά, όταν ο Ροντρίγκεζ αναφέρει τις καταχρήσεις της « προσωρινής κυβέρνησης » και καταγγέλλει το « πραξικόπημα ». Στις 13 Απριλίου, το σαρωτικό κύμα των υποστηρικτών του Τσάβες ξεχύνεται στους δρόμους και οι έντιμοι αξιωματικοί ανακτούν τον έλεγχο της κατάστασης. Ωστόσο, οι Βενεζουελανοί μαθαίνουν τα νέα μόνο μέσα από το ισπανόφωνο CNN -το οποίο λαμβάνουν μόνο οι συνδρομητές της καλωδιακής τηλεόρασης-, την ιστοσελίδα της μαδριλένικης εφημερίδας « El Paίs » και το BBC του Λονδίνου. Κατά τις 14.00, ανακοινώνοντας την εξέγερση της 42ης ταξιαρχίας αλεξιπτωτιστών του Μαρακάι, το CNN απορεί : « Τα τοπικά μέσα δεν λένε τίποτα ». Πράγματι, την « ελευθερία της πληροφόρησης », την οποία διεκδίκησαν με τόσο δυναμισμό, διαδέχθηκε ο νόμος της σιωπής … Ταινίες δράσης, συνταγές μαγειρικής, σαπουνόπερες, κινούμενα σχέδια και παιχνίδια μπέιζμπολ μεγάλων αμερικανικών ομάδων κατακλύζουν τη μικρή οθόνη (RTCV) και διακόπτονται μόνο από την αναμετάδοση του πλάνου στο οποίο ο στρατηγός Λούκας Ρινκόν ανακοίνωσε την « παραίτηση » του προέδρου Τσάβες. Εκτός από τις χιλιάδες συνδέσεις στο Ιντερνετ και τις κλήσεις που γίνονται από τα κινητά τηλέφωνα, μόνο τα εναλλακτικά μέσα μπορούσαν να σπάσουν αυτό το μπλακ άουτ.
Ένας σημαντικός χώρος επικοινωνίας και πληροφόρησης των πολιτών, όπως εφημερίδες, τηλεοπτικοί σταθμοί και λαϊκά ραδιόφωνα, δημιουργήθηκε στα μπάριος (συνοικίες). Όμως, εκτός από ταπεινές προσπάθειες, ήταν επίσης ο πρώτος στόχος της « δημοκρατικής μετάβασης ». « Ο Τσάβες δεν μας ζήτησε ποτέ να μεταδώσουμε το λόγο του ή να κάνουμε την προπαγάνδα του », διαβεβαιώνει ο Τιερί Ντερόν, παρουσιαστής του Teletambores. « Αντίθετα, οι πραξικοπηματίες δεν δίστασαν ούτε λεπτό να συλλάβουν τους υπευθύνους μας και να κατάσχουν το υλικό της μετάδοσής μας, προκειμένου να αποκλείσουν από τον πληθυσμό κάθε δυνατότητα να ενημερωθεί με άλλο τρόπο και όχι από τα μέσα ενημέρωσης του πραξικοπήματος ». Στο Καράκας, το Radio Perola, η TV Caricuao, το Radio Catia Libre, η Catia TV υφίστανται διώξεις, βιαιότητες και αυθαίρετες κρατήσεις τις οποίες δεν καταγγέλλει κανείς. Στο τέλος του απογεύματος, πλήθη συγκεντρώνονται μπροστά στην RCTV (στη συνέχεια στη Venevisiόn, την Globovisiόn, την Televen και τη CTM, καθώς και μπροστά στα κτίρια των εφημερίδων El Universal και El Nacional), πετούν πέτρες και αναγκάζουν τους δημοσιογράφους να μεταδώσουν ένα μήνυμα που απαιτεί την επιστροφή του προέδρου « τους ». Είναι μια απαράδεκτη επίθεση ενάντια στα ΜΜΕ ! Το επεισόδιο προκαλεί την αξιοθρήνητη εικόνα φοβισμένων δημοσιογράφων οι οποίοι, σε μια έκκληση για βοήθεια που μεταδίδεται στο ραδιόφωνο, ξεχνούν τη φιλοπραξικοπηματική στάση τους : « Είμαστε και εμείς τμήμα του λαού, είμαστε και εμείς Βενεζουελανοί και εκπληρώνουμε το καθήκον μας. Δεν είναι δυνατόν οι άνθρωποι που υποστηρίζουν τον αντισυνταγματάρχη Ούγο Τσάβες (ξεχνώντας παρεμπίπτοντος ότι είναι αρχηγός του κράτους) να μας θεωρούν εχθρούς τους ».
Θα χρειαστεί, ωστόσο, να περιμένουμε 20 ώρες και την επανάληψη των μεταδόσεων του κρατικού καναλιού Venezolana de Televisiόn -το οποίο τέθηκε και πάλι σε λειτουργία από μέλη των κοινοτικών μέσων, με τη βοήθεια στρατιωτικών της προεδρικής φρουράς- για να καταρρεύσει το τείχος της σιωπής και να μάθουν οι Βενεζουελανοί ότι η κατάσταση αρχίζει να ανατρέπεται. Με εξαίρεση την « Ultimas Noticias », ούτε μία εφημερίδα δεν κυκλοφορεί την επομένη για να ανακοινώσει την επιστροφή του νόμιμου προέδρου. Τα ιδιωτικά τηλεοπτικά κανάλια δεν μεταδίδουν κανένα ενημερωτικό δελτίο -μόνο η Globovisiόn επαναλαμβάνει τις πληροφορίες που μεταδίδουν τα διεθνή πρακτορεία τύπου [12]. Αν και η αποκατάσταση της δημοκρατικής ομαλότητας δεν αποτέλεσε αφορμή για κανένα κατασταλτικό μέτρο εναντίον τους, τα μεγάλα μέσα ενημέρωσης συνεχίζουν να παριστάνουν τα θύματα, παραχωρούν μια ηγεμονική θέση στους « ήρωες του πραξικοπήματος », μιλούν για « κενό εξουσίας », ζητούν την παραίτηση του προέδρου Τσάβες, τον οποίο χαρακτηρίζουν « δολοφόνο ». Είναι « μέσα ενημέρωσης του μίσους », εν όψει και εν γνώσει των πάντων, αν και τα ίδια αυτοανακηρύσσονται πολύ απλά « μέσα ενημέρωσης του πραξικοπήματος ».
Notes
[1] Βλέπε « Μπολιβαρική πρόοδος », « Le Monde diplomatique » – « Κ.Ε. », 2 Ιουνίου 2002.
[2] Ο Γκούζμαν δήλωσε ότι επιδόθηκε σ’ αυτή την ύποπτη χειραγώγηση για να αποδείξει ακριβώς την απουσία σοβαρών ανθρώπων στο βενεζουελανό τύπο…
[3] « Entrelineas », « El Nacional », 15 Μαρτίου 2002.
[4] Programa Venezolano de Educaciόn-Acciόn en derechos humanos.
[5] Αργότερα, θα αποκαλυφθεί ότι πρόκειται για το ψευδώνυμο ενός αμφιλεγόμενου ατόμου, του Ραφαέλ Κρίες.
[6] Βλέπε « Ο Ούγο Τσάβες σώθηκε από το λαό », « Le Monde diplomatique » – « Κ.Ε. », 2-6-02.
[7] « Ανατρέψτε την κυβέρνηση », « El Universal », 20 Μαρτίου 2002.
[8] Ανάμεσα σ’ αυτές είναι : Univisiόn (το 80% των ισπανόφωνων εκπομπών στις Ηνωμένες Πολιτείες), Canal 13, Chilevisiόn, DirectTV Latin America, Galavisiόn, Playboy TV Latin America, Playboy TV International, Uniseries, Vale TV, Via Digital, AOL Latin America.
[9] Ο πρώτος ήθελε να τη δει στα χέρια μιας αμερικανικής εταιρείας που είναι κοντά στα συμφέροντά του και ο δεύτερος γλυκοκοίταζε προς την Citgo, αμερικανική θυγατρική της PDVSA.
[10] « Newsweek », Παρίσι, 22 Απριλίου 2002.
[11] Το ίδιο συνέβη με το Radio Nacional de Venezuela και το επίσημο πρακτορείο τύπου Venpres.
[12] Ορισμένοι δημοσιογράφοι, απογοητευμένοι, παραιτήθηκαν, όπως ο Αντρέ Ιζάρα της RCTV, στην οποία η διεύθυνση επέβαλε « μηδέν τσαβισμό στην οθόνη ».